Αυτές είναι οι 5 «βόμβες» για την κυβέρνηση Μητσοτάκη

Μέχρι τώρα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στηρίχτηκε πάνω σε έναν σαφή έλεγχο του πολιτικού ρυθμού και χρόνου. Όμως, τώρα αρχίζουν οι πραγματικές και δύσκολες προκλήσεις

Η κυβέρνηση της ΝΔ μέχρι τώρα φάνηκε να κινείται στη βάση ενός σχεδιασμού που είχε ως σκοπό να εξασφαλίσει όχι μόνο μια προέκταση της θετικής αποδοχής που ούτως ή άλλως μια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση έχει, αλλά και να μπορέσει να διατηρήσει τον έλεγχο του πολιτικού χρόνου.

Και είναι αλήθεια ότι μέχρι τώρα φάνηκε να τα καταφέρνει, διαμορφώνοντας μια ακολουθία πολιτικών αποφάσεων και νομοθετημάτων που εμφανώς της έδωσαν μια δυνατότητα να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να ελέγχει το ρυθμό των πολιτικών εξελίξεων, ακόμη και εάν στην πραγματικότητα δεν έχει προωθήσει κάποια μεγάλη τομή ή ανατροπή.

Αυτό φάνηκε αρχικά με το σχεδιασμό για το «επιτελικό κράτος», που κυρίως αποσκοπούσε σε μια ανάκτηση σημαντικού ελέγχου από τη μεριά του Μεγάρου Μαξίμου και του πρωθυπουργού πάνω στο έργο των υπουργών. Συνεχίστηκε με στοχευμένες αλλαγές στα φορολογικά που στόχο είχαν να δημιουργήσουν θετικό κλίμα στην αγορά, ακόμη και εάν δεν διόρθωναν τις μεγάλες επιβαρύνσεις της προηγούμενης περιόδου. Πήρε τη μορφή της προώθησης μιας περιορισμένης στην πραγματικότητα συνταγματικής αναθεώρησης, που όμως έλυσε τα χέρια της κυβέρνησης ως προς το ζήτημα της εκλογής προέδρου δημοκρατίας και διευκόλυνε τη μεγάλης συμβολικής σημασίας κίνηση με την πρώτη ψήφισμα νόμου για την ψήφο των αποδήμων.

Η ίδια η διαδικασία εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας αποτέλεσε στιγμή κατίσχυσης του ίδιου του πρωθυπουργού γιατί απέσπασε πλατιά συναίνεση στην επιλογή του, αφόπλισε προκαταβολικά τις επικρίσεις για «παραταξιακές» επιλογές και διευκόλυνε και ένα ορισμένο ξεκαθάρισμα τόσο με την «καραμανλική» όσο και με τη «σκληρή δεξιά» πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας.

Την ίδια στιγμή κυβέρνηση μπορεί να υποστηρίζει ότι «ξεμπλόκαρε» τις επενδύσεις, τουλάχιστον ως προς θεσμικές πλευρές τους και ότι κατάφερε ακόμη και αυτή να προσφέρει τη δική της παραλλαγή «κοινωνικού μερίσματος», την ώρα που αποδείχτηκε ότι παρά την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο υπήρξε πάλι υπεραπόδοση ως προς τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Ακόμη και πλευρές της πολιτικής της που έχουν προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις, όπως ήταν για παράδειγμα οι αυταρχικοί αστυνομικοί χειρισμοί ως προς τις καταλήψεις και συνολικά η αντιμετώπιση της «ανομίας», φαίνεται στο δικό της πολιτικό ακροατήριο να έχουν μέχρι στιγμής θετικό αντίκτυπο.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό και με την αμηχανία και τη σχετική εσωστρέφεια του ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφώνουν μια εικόνα ότι η κυβέρνηση κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή και επιβάλλει την δική της ατζέντα.

Όμως, μια προσεκτική ανάγνωση τα συγκυρίας θα έδειχνε ότι τα πράγματα είναι πιο δύσκολα και τώρα αρχίζουν οι πραγματικά δύσκολες προκλήσεις.
Ειδικά μετά τις ραγδαίες εξελίξεις γύρω από το ελληνικό ποδόσφαιρο, την τροπολογία – σκάνδαλο που «ξεπλένει» ΠΑΟΚ και Ξάνθη και τις οξύτατες αντιδράσεις που προκαλεί η απόφαση της κυβέρνησης να αλλάξει τους νόμους.

1. Το ανοιχτό ερώτημα της ανάπτυξης

Μεσοπρόθεσμα πολλά θα κριθούν στο τοπίο της οικονομίας και δη στις πλευρές της που αγγίζουν όντως την καθημερινότητα των πολιτών.

Μέχρι τώρα η κυβέρνηση κυρίως έχει επενδύσει στη συντήρηση ενός «θετικού κλίματος» που προκύπτει από τη διατήρηση έστω και αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης, την εμφάνιση μεγαλύτερης κίνησης στην αγορά (έστω και όχι απαραίτητα με μεγαλύτερη κατανάλωση) και τη συνεχιζόμενη υποχώρηση της ανεργίας (αν και με τον ίδιο ρυθμό). Σε αυτό μπορεί να προστεθεί και αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, αν και ακόμη και δεν έχουμε πετύχει «επενδυτική βαθμίδα», που πάντως διευκόλυνε και μια ακόμη «έξοδο στις αγορές» με χαμηλό επιτόκιο.

Όμως, από εκεί και πέρα η κυβέρνηση δεν έχει δείξει με πιο τρόπο η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να ξεφύγει από τα όρια ενός μοντέλου ανάπτυξης όπου οι περισσότερες θέσεις εργασίας θα είναι χαμηλά αμειβόμενες, αρκετά επισφαλής και όχι απαραίτητα σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Ακόμη και το θέμα των επενδύσεων δείχνει να είναι εγκλωβισμένο στη λογική των «εμβληματικών επενδύσεων» τύπου Ελληνικού, που όμως, παρά τη μεγάλη κινητοποίηση που απαιτούν στη φάση της κατασκευής (που στην περίπτωση του Ελληνικού θα πρέπει να ξεπεράσει το σκόπελο της δικαστικής αντιδικίας ανάμεσα στους διεκδικητές της άδειας για το Καζίνο), μετά απλώς συντηρούν θέσεις εργασίας κυρίως στις υπηρεσίες.

Το αποτέλεσμα είναι να εξαγγέλλεται ένα φιλόδοξο σχέδιο απολιγνιτοποίσηης μέχρι το 2028, χωρίς αντίστοιχες εξαγγελίες για τη «δίκαιη μετάβαση» και κυρίως για τις μεγάλες επενδύσεις που αυτή θα συνεπάγεται, ενώ το ίδιο ισχύει και για το βαθμό στον οποίο θα υπάρξουν βιομηχανικές επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας. Συζητάμε για παράδειγμα συχνά το εξοπλιστικό χάσμα σε σχέση με την Τουρκία, όχι όμως και το τεχνολογικό που αποτυπώνει π.χ. το γεγονός στη γείτονα υπάρχει αυτοκινητοβιομηχανία.

Την ίδια στιγμή δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η κυρίως ενδογενής δυναμική της ελληνικής ανάκαμψης (ή έξοδος μιας κοινωνίας από την κρίση) θα μπορέσει να αντέξει τυχόν απότομη επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας, με δεδομένα και τα ήδη υπαρκτά σημάδια της ευρωπαϊκής επιβράδυνσης.

Την ίδια ώρα μπορεί να προκύψουν και νέα προβλήματα που θα απαιτήσουν χειρισμό από τη μεριά της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, οι αλλαγές στην αγορά ακινήτων, κυρίως μέσα από την έκρηξη του Airbnb, μέχρι τώρα έχουν χαιρετιστεί ως κατά βάση πλευρά ενός αυξημένου επενδυτικού ενδιαφέροντος. Όμως, ταυτόχρονα σε αρκετές περιπτώσεις οδηγούν και σε φαινόμενα επιδείνωσης των συνθηκών (και του κόστους διαβίωσης) για τους ήδη κατοίκους ορισμένων περιοχών.

 

2. Η αδυναμία χειρισμού του Προσφυγικού και του Μεταναστευτικού

Μπορεί μέχρι τώρα να έχει αποφύγει να εισπράξει κόστος, όμως στην πραγματικότητα υπάρχει ένας κλάδος όπου η κυβέρνηση έχει ήδη εμμέσως πλην σαφώς παραδεχτεί έλλειψη προετοιμασίας και σχετική αποτυχία.

Αυτό αφορά το ζήτημα του προσφυγικού και του μεταναστευτικού. Η κυβέρνηση δεν είχε κάποιο σχέδιο για το χειρισμό αυξημένων ροών, παρότι αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει και την ίδια ώρα φάνηκε ότι δεν είχε επίγνωση των πραγματικών δυσκολιών που είχε το σχέδιό της για κλειστά κέντρα, ταυτόχρονα υποδοχής και κράτησης, επιτάχυνση των διαδικασιών, αύξηση των απορριπτικών αποφάσεων σε αιτήματα ανθρωπιστικής προστασίας και μαζικές απελάσεις.

Ακόμη χειρότερα για την κυβέρνηση, ο τρόπος που είχε καλλιεργήσει προσδοκίες για γρήγορη αλλαγή πολιτικής στο μεταναστευτικό την έχει φέρει αντιμέτωπη με αντιδράσεις της δικής της κομματικής και αυτοδιοικητικής βάσης και στην ενδοχώρα και στα νησιά, την ώρα που το μεταναστευτικό και το προσφυγικό ενέχουν τον κίνδυνο να αποτελέσουν τα εφαλτήρια της επιστροφής κάποιας παραλλαγής ακροδεξιάς.

Και βέβαια δεν υπάρχει καλύτερη ομολογία αποτυχίας από το γεγονός ότι η κυβέρνηση άλλαξε τρεις φορές το πώς εντάσσεται το προσφυγικό και το μεταναστευτικό στη δομή του υπουργικού συμβουλίου, με αποκορύφωμα την επανασύσταση ουσιαστικά του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, που είχε σπεύσει να καταργήσει.

Και όλα αυτά την ώρα που η κατάσταση στα νησιά επιδεινώνεται, χωρίς να υπάρχουν ακόμη οι κατάλληλες εγκαταστάσεις στην ενδοχώρα, την ώρα που η λογική της κλειστής κράτησης απειλεί να πολλαπλασιάσει τις εστίες ανθρωπιστικής κρίσης σε όλη τη χώρα.

 

3. Ο κίνδυνος της νεανικής οργής

Η κυβέρνηση μέχρι τώρα έχει καταφέρει να αποφύγει τις μεγάλες κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Ακόμη και οι αλλαγές που πέρασε στο συνδικαλιστικό νόμο και που με παραδοσιακούς όρους θα μπορούσαν να θεωρηθούν έως και κινήσεις φαλκίδευσης του δικαιώματος στην απεργία, δεν συνάντησαν ιδιαίτερα μαχητική αντίδραση, εξαιτίας της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος και ενός διάχυτου στην κοινωνία αισθήματος ήττας.

Όμως, θα ήταν λάθος να προβάλει η κυβέρνηση αυτή την εικόνα σε όλες τις γενιές. Η κατάσταση στη νεολαία είναι αρκετά διαφορετική και είμαστε βέβαιοι ότι οι δημοσκόποι της κυβερνητικής παράταξης έχουν υπόψη τους ότι οι νεώτερες ηλικίες έχουν διαφορετική πολιτική και ιδεολογική συμπεριφορά από τους μεγαλύτερους και εκεί η ΝΔ δεν είναι ακριβώς ηγεμονική.

Ούτε είναι τυχαίο ότι στο χώρο των πανεπιστημίων δείχνει να συντηρείται μια αναταραχή σε όλη την ακαδημαϊκή χρονιά που θα μπορούσε να θεωρηθεί και προάγγελος μαζικότερης έκρηξης.

Αντίστοιχα, ας μη διαφύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες καταγράφεται αποδοχή της κατασταλτικής πολιτικής της κυβέρνησης ή αυξημένη δημοφιλία του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, δεν ισχύει το ίδιο για την νεολαία όπου υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια για αυτές τις πολιτικές.

 

4. Οι ανοιχτές προκλήσεις στα ελληνοτουρκικά

Παρότι η κυβέρνηση απολαμβάνει γενικά τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην εξωτερική πολιτική, ανεξαρτήτως ρητορικών εξάρσεων, κάτι που αποτυπώνεται π.χ. στο ότι η νέα αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ στηρίζεται στη διαπραγμάτευση που είχε κάνει η προηγούμενη κυβέρνηση, εντούτοις έχει συναντήσει σημαντικές δυσκολίες.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Λιβύης και του τουρκολιβυκού «μνημονίου συνεργασίας» όπου αποδείχτηκε ότι η μέχρι τώρα επένδυση των ελληνικών κυβερνήσεων σε ένα συγκεκριμένο περίγραμμα συμμαχιών στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, παράλληλα με την αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων δεν έχει μπορέσει να αποτρέψει ή να ανακόψει την προσπάθεια της Τουρκίας να διαμορφώνει τετελεσμένα, την ώρα που ακόμη και ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία επιλέγουν μια πιο «ισορροπιστική» προσέγγιση.

 

5. Το τέλος της μετεκλογικής ευφορίας

Η κυβέρνηση απολαμβάνει μέχρι τώρα την θετική αντιμετώπιση που έχει μια νικηφόρα εκλογικά κυβέρνηση που ανεβαίνει στην εξουσία σε μια οικονομική συγκυρία θετικότερη από το παρελθόν.

Όμως, τώρα καλείται να δείξει ότι μπορεί όντως να παράγει πολιτικές που θα φέρουν αποτελέσματα, όπως και να αποδείξει ότι μπορεί να χειριστεί ένα δύσκολο διεθνές περιβάλλον.

Και αυτό σημαίνει ότι από εδώ και πέρα η κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει μια κοινωνία ολοένα και πιο αυστηρή και απαιτητική.

Πηγή: in.gr