«Αυτή τη στιγμή γίνονται περισσότερες από 200 κλινικές δοκιμές με συνδυασμούς υπαρχόντων φαρμάκων για την αντιμετώπιση του κορονοϊού και σε 45 μέρες το πολύ σε 60 θα ξέρουμε ποιο κοκτέιλ θα κάνει την καλύτερη δουλειά» δήλωσε στο ραδιοφωνικό σταθμό ΘΕΜΑ ο Ηλίας Μόσιαλος καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο LSE.
«Το σίγουρο είναι ότι το φάρμακο δεν θα μας δώσει τη λύση, δεν θα είναι τόσο αποτελεσματικό για να πιάνει τους πάντες» σημείωσε και πρόσθεσε ότι «φάρμακα ήδη χορηγούνται από τους Έλληνες γιατρούς, γιατί υπάρχουν στη χώρα μας και ανά περίπτωση χρησιμοποιούνται. Όση προστασία μπορούμε να προσφέρουμε για τον κορονοϊό, την προσφέρουμε και στην Ελλάδα απλώς κανείς δεν ξέρει ποιο μπορεί να δουλέψει περισσότερο».
Ερωτηθείς για το εμβόλιο και πότε θα βρεθεί κάποιο που μπορεί να δουλέψει, δήλωσε ότι είναι ενθαρρυντικό ότι δόθηκαν πολλά χρήματα από πολλές χώρες για την παραγωγή του διότι υπάρχει μεγάλο κίνητρο για τις εταιρείες.
Το εμβόλιο δεν πρόκειται να κοστίσει αν παραχθεί, αλλά όποιος και το βγάλει θα χορηγηθεί σε εκατομμύρια ανθρώπους, επομένως το κέρδος θα είναι τεράστιο.
«Έχουμε ένα εμβόλιο από αμερικανική εταιρία βιοτεχνολογίας και ένα ακόμα από το πανεπιστήμιο του Imperial στο Λονδίνο, δεν ξέρουμε όμως αν δουλεύουν. Υπάρχουν άλλες δεκαπέντε προσπάθειες σε εξέλιξη, από εταιρίες βιοτεχνολογίας, φαρμακευτικές και πανεπιστήμια. Το ότι κάποιοι παρέκαμψαν τις δοκιμές στα ζώα και πήγαν κατευθείαν σε ανθρώπους, σημαίνει ότι η διαδικασία πάει γρήγορα και μπορούμε να το έχουμε σε ένα χρόνο και αν είμαστε τυχεροί, και νωρίτερα» είπε ο κ. Μόσιαλος.
Τα κρούσματα στην Ελλάδα είναι περισσότερα
Ο κ. Μόσιαλος εκτίμησε ότι «είμαστε σε πολύ καλύτερο σημείο από άλλες χώρες, διότι είμαστε η πρώτη χώρα που κινήθηκε μετά την Ιταλία» και «το ότι έχουμε λιγότερα κρούσματα σε σχέση με βόρειες χώρας σημαίνει ότι κάτι καλύτερο έχουμε κάνει σε σχέση με αυτούς».
Θεωρεί πάντως ότι «σίγουρα είναι περισσότερα τα κρούσματα στην Ελλάδα, γιατί δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε όσα κάνουν για παράδειγμα στη Γερμανία» και τάχθηκε υπέρ της διενέργειας περισσότερων τεστ.
«Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί επειδή δεν ξέρουμε πόσα είναι ακριβώς τα κρούσματα και πολλοί είναι ασυμπτωματικοί δεν νιώθουν ότι πρέπει να προστατευτούν περισσότερο. Για αυτό χρειάζονται τα διαγνωστικά τεστ, για να βρίσκουμε πόσοι νοσούν. Εάν επομένως τους βρίσκεις με μεγαλύτερη διαγνωστική επάρκεια θα τους πείσεις να προστατευτούν και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, γιατί ένα μεγάλο ποσοστό μετάδοσης γίνεται μέσα στο σπίτι, αφού χρησιμοποιούν κοινά σκεύη και χώρους με τα άλλα μέλη της οικογένειάς τους».
Είμαστε καλά σε σχέση με άλλες χώρες
Παράλληλα στις δηλώσεις του στον ραδιοφωνικό σταθμό ΘΕΜΑ, σημείωσε ότι «αυτό που έχει σημασία είναι να βλέπουμε πόσοι είναι στα νοσοκομεία και πόσοι διασωληνώνονται. Αυτός είναι καλύτερος δείκτης όταν δεν μπορείς να τεστάρεις ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Σε αυτό το δείκτη είμαστε ακόμα σχετικά καλά σε σχέση με άλλες χώρες, αν δούμε την Ισπανία ή τη Γαλλία».
Πηγή: reader.gr