Αλάνα. Παιδάκια με κοντά παντελονάκια. Μια μπάλα ή κάτι που να μοιάζει με μπάλα και ένα αιώνιο πρόβλημα: Τι θα βάλουμε για δοκάρια.
Έχουμε χρησιμοποιήσει τα πάντα για μπάλα. Κανονική δερμάτινη, αερόμπαλα, μπαλάκι του τένις, κουτάκι κοακόλας, πλαστικό από νερό, τενεκεδάκια. Ένα σωρό -άχρηστα- φαινομενικά αντικείμενα, που έπαιρναν μια δεύτερη ευκαιρία για να γίνουν χρήσιμα ξανά σε μια παιδική απόπειρα ανακύκλωσής τους.
Όμως αυτή η εφευρετικότητα των σχολικών μας χρόνων δεν σταματούσε εκεί. Αντίστοιχη, αν όχι μεγαλύτερη, ήταν η γκάμα των πραγμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για να μετατραπούν σε τίμια δοκάρια.
Οτιδήποτε που να καρφώνεται (ή όχι) στο χώμα
Καταρχάς το προφανές. Κάτι που να μοιάζει με δοκάρι από γεννησιμιού του και να καρφώνεται στο χώμα. Μια ομπρέλα θαλάσσης, ένα καλάμι, μια σανίδα από μια διπλανή οικοδομή, ένα ξύλο απελέκητο ρε παιδί μου. Λίγη φαντασία χρειαζόταν μόνο και θράσος. Πολύ θράσος. Τόσο που να σε πείσει ότι -ΟΚ το ένα δοκάρι θα είναι η κολώνα της ΔΕΗ- αλλά για το άλλο έχεις κάθε δικαίωμα να πάρεις μέχρι και το παπί του «εξωσχολικού» που σας τραμπουκίζει (με την ελπίδα πως δεν θα σας πάρει χαμπάρι), καφάσια από το παρακάτω μανάβικο, ακόμη και την καρέκλα στην οποία καθόταν ο μανάβης. Μην σου πω και τον ίδιο τον μανάβη…
Ρούχα. Βουνά από ρούχα
Όλοι έχουμε περάσει από εκείνο το στάδιο της ζωής μας που φεύγοντας από το σπίτι νιώθαμε σαν να πηγαίνουμε σε αποστολή κάπου μεταξύ Έβερεστ και Βόρειου Πόλου. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν ότι πίστευε η μάνα μας. Πώς αλλιώς να εξηγήσεις εκείνη τη μανία με το ντύσιμο. Το «ηλιοφάνεια με υψηλές θερμοκρασίες σε όλη τη χώρα» που έβγαινε από το στόμα του μετεωρολόγου, μεταφραζόταν σε τρέιλερ από το Ice Age στα αυτιά της μάνας.
Όλα αυτά τα άχρηστα, περιττά (και συχνά ντροπιαστικά αφού ήταν επιλογές της μανούλας που σπανίως σκάμπαζε γρι από σχολική μόδα) γίνονταν απαραίτητα όταν… έλειπε ένα δοκάρι. Έτσι, στη μία γωνία υπήρχε ένα ημισταθερό αντικείμενο, όπως το αυτοκίνητο του άτυχου γείτονα, ένα σαραβαλιασμένο μοτοποδήλατο ή η γλάστρα κάποιας θείας και στο άλλο ένα περήφανο βουνό από ρούχα. Το σας πήραμε τα σώβρακα καμιά φορά έπαιρνε κυριολεκτικές διαστάσεις.
Τσάντες (όχι τσόντες, τσάντες)
Για τους ανθρώπους, τα αρώματα και τις σχολικές τσάντες κυκλοφορεί η κοινή παραδοχή πως είναι το εσωτερικό τους που μετράει. Το περιεχόμενο. Νταξ, δεν ασπάζονταν όλοι οι μαθητές την ίδια άποψη και για τις τσάντες καθώς με τα βιβλία τους δεν είχαν πολλά-πολλά. Μια καλημέρα, μια καλησπέρα και πολύ τους ήταν. Ακόμη κι εκείνοι, όμως, ουδέποτε αμφισβήτησαν την αξία της παλιάς, καλής, πατροπαράδοτης σάκας όταν ερχόταν η ώρα για ένα ματς ζωής ή θανάτου σε αλάνα. Τέσσερις τέτοιες ήταν αρκετές για να μετατρέψουν τον ακάλυπτο σε «Μπερναμπέου» κι εσένα -φυσικά- σε Μπουντραγκένιο και βάλε.
Υλικά οικοδομών
Δυο τσιμεντόλιθοι. Τι άλλο να ζητήσει κανείς. Δυο τσιμεντόλιθοι ήταν αρκετοί. Δυσεύρετοι όμως, ειδικά στις πόλεις. Αντίθετα, εξόχως ευκολότερο ήταν να μαζέψεις κάποια πέτρα. Στην τελική, μπορούσες να συνεννοηθείς με τους υπόλοιπους φωστήρες και να φέρει ο καθένας από μία. Τις έβαζες προσεκτικά, σαν να παίζεις τζένγκα και πολλές φορές η κατασκευή ήταν τόσο περίτεχνη και περίπλοκη που προτιμούσες να φας γκολ, παρά να χτυπήσει η μπάλα στο δοκάρι και να χρειαστεί μισή μέρα μέχρι να το ξαναστήσεις. Αν η φάση στράβωνε εντελώς, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως όπλο. Στο σημείο εκείνο που ονομάζεται «η εκδίκηση του χοντρού». Βλέπεις ως «τερματζήδες», που παίζανε συχνά τα παχουλά παιδάκια, ήταν πιο κοντά από όλους στα πυρομαχικά και μία φορά στις τόσες είχαν εκείνοι τον τελευταίο λόγο.
Συμμαθητές
«Φυλή» των παιδικών ποδοσφαιρικών μαχών που δεν έχει αναλυθεί αρκετά διότι ήταν σπάνια. Υπήρχαν οι «Μαραντόνες», εκείνοι που έφερναν την μπάλα, οι τίμιοι τρεχαλατζήδες, τα τσεκούρια. Όλοι αυτοί χωρίζονταν σε ομάδες και κάθε φορά που ο αρχηγός διάλεγε παίκτες, κατέβαζε ακόμη παρακάτω στα στάνταρντς του. Έχωνε ακόμη πιο βαθιά τα χέρια του στο ποδοσφαιρικό «κατακάθι», καθώς οι τελευταίες επιλογές ήταν ο απουσιολόγος και ο σημαιοφόρος που από μπάλα σκάμπαζαν λιγότερα και από την κυρά-Σούλα την καθαρίστρια. Έτσι και οι ομάδες είχαν βγει και περίσσευε κάνας τέτοιος ξέμπαρκος, έπαιζαν δύο τινά. Ή αναγκαστικά τον έπαιρνε μια ομάδα κι είχε έναν παίκτη-βαρίδι παραπάνω ή έκανε σε όλους τη χάρη να κάτσει για δοκάρι. Σε μερικές περιπτώσεις το να πετύχεις με σουτ το δοκάρι (ειδικά αν δεν σου ‘σβηνε καμία απουσία) ήταν πιο ηδονικό κι από νικητήριο γκολ στο 90′.