H Στέγη έδωσε 120 ώρες σε καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο για να δημιουργήσουν μέσα στο σπίτι τους μια σειρά από νέα πρωτότυπα έργα που θα δώσουν φωνή στο σήμερα. Ο Βασίλης Κεκάτος έφτιαξε το πιο ρομαντικό και εξηγεί αποκλειστικά στη Vogue Greece την πηγή της έμπνευσής του.
Από τη μία σε καταβάλει η σκέψη ότι ο πολιτισμός έχει σχεδόν νεκρώσει, από την άλλη βλέπεις κάτι έργα σαν το νέο μίνι φιλμ του Βασίλη Κεκάτου για το Enter του Ιδρύματος Ωνάση και λες από μέσα σου: Δεν μπορεί, κάτι κινείται, κάτι είναι ζωντανό, κάτι μπορεί να γεννηθεί απ’ το μηδέν. Όταν, δε, αυτό το κάτι μπορεί να αφηγηθεί μέσα σε 13 λεπτά, με αυτή τη συναισθηματική ένταση, μια ιστορία που όλοι θα δουν τον εαυτό τους στο ρόλο των πρωταγωνιστών, τότε ξέρεις ότι η τέχνη είναι το προσωρινό εμβόλιο που όλους μας γιατρεύει.
Γι’ αυτό και τώρα που οι άνθρωποί της υποφέρουν όσο ποτέ άλλοτε, είναι σταγόνα ελπίδας τέτοιες πρωτοβουλίες όπως αυτή του Enter. Ξεχώρισα το φιλμ του βραβευμένου στις Κάννες σκηνοθέτη για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι το έξυπνο concept να μετατρέψει την πανδημία του Covid-19 σε μια φανταστική πανδημία ύπνου, όπου άνθρωποι απ’ την άκρη της γης κοιμούνται και κανείς δεν ξέρει πότε θα ξυπνήσουν. Ο δεύτερος, είναι ότι μέσα σ’ αυτή την απόλυτη θλίψη, επέλεξε το κέντρο βάρους του να είναι μια ρομαντική ιστορία. Σαν αυτές τις πρωτόγνωρες που γεννήθηκαν στην δικής μας καραντίνα ή σαν αυτές που έσβησαν πρόωρα εξαιτίας της.
Η ιστορία που εμπνεύστηκε απ’ το πατρικό του σπίτι στην Κεφαλονιά που πέρασε το lockdown, έχει ως εξής: Μια επιδημία ύπνου έχει πλήξει τον κόσμο. Οι άνθρωποι σε όλα τα μέρη της γης κοιμούνται και κανείς δεν ξέρει πότε θα ξυπνήσουν. Ελάχιστοι είναι ακόμα αυτοί που δεν έχουν νοσήσει, ανάμεσά τους κι ένα αγόρι που ερωτεύτηκε ένα κορίτσι, λίγο πριν ξεσπάσει η ασθένεια. Με μια φτηνή, παλιά κάμερα προσπαθεί να καταγράψει ό,τι όμορφο έχει απομείνει γύρω του, για να μπορέσει να το δει το κορίτσι όταν ξυπνήσει.
Να τι μου είπε ο Βασίλης Κεκάτος για την έμπνευσή του πίσω απ’ το «Όταν κοιμάσαι ο κόσμος αδειάζει»:
«Από τις πρώτες μέρες που είχα επιστρέψει στο νησί μου για να περάσω την καραντίνα σκεφτόμουν πως θα ήθελα με κάποιο τρόπο να καταγράψω αυτό που συμβαίνει. Μάλλον όχι αυτό που συμβαίνει. Αυτό θα ηταν αδύνατον. Ίσως, τον τρόπο που το βιώνω εγώ προσωπικά. Ήθελα να κρατήσω κάποιου είδους ημερολόγιο. Δε θα το έκανα ποτε όμως αν δε χτυπούσε το τηλέφωνο μου από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Οι άνθρωποι του Enter Project, δίνοντας μου απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία, μου ζήτησαν να παράξω κι εγώ, όπως άλλοι δημιουργοί, ένα καλλιτεχνικό έργο και να το κυκλοφορήσουμε ελεύθερο για τον κόσμο. Αμέσως τότε σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα για το ημερολόγιό μου. Δεν είχα γράψει ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο στη ζωή μου κι αυτό σήμαινε κάτι. Γρήγορα κατάλαβα ότι ο μόνος τρόπος μέσα από τον όποιον μπορώ να εκφραστώ είναι η μυθοπλασία. Έτσι, έφτιαξα μια ιστορία, μεταφράζοντας σε μια πολύ προσωπική γλώσσα όλα αυτά που συμβαίνουν.
Μια επιδημία ύπνου έχει πλήξει τον κόσμο. Οι άνθρωποι σε όλα τα μέρη της γης κοιμούνται και κανείς δεν ξέρει πότε θα ξυπνήσουν. Ελάχιστοι είναι ακόμα αυτοί που δεν έχουν νοσήσει, ανάμεσα τους κι ένα αγόρι το οποίο ερωτεύτηκε ένα κορίτσι, λίγο πριν ξεσπάσει η ασθένεια. Με μια φτηνή παλιά κάμερα προσπαθεί να καταγράψει ό,τι όμορφο έχει απομείνει γύρω του, για να μπορέσει να το δείξει στο κορίτσι όταν εκείνο ξυπνήσει.
Έχοντας γυρίσει στον τόπο μου, την Κεφαλονιά, συνειδητοποίησα ότι το να είσαι σπίτι σημαίνει κατά βάθος να μην αισθάνεσαι μόνος. Σπίτι, όμως, δεν είναι απαραίτητα ένα μερος. Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που τους αισθάνεσαι σαν να είναι το δικό σου σπίτι. Εκεί που ανήκεις. Εκεί που θέλεις να γυρνάς. Γι αυτούς τους ανθρώπους έγραψα αυτή την ταινία. Για τους ανθρώπους που για τον καθένα από μας είναι διαφορετικοί ή ακόμα και μοναδικοί σε ολόκληρη τη γη και χωρίς αυτούς αισθανόμαστε μόνοι μας γιατί ο κόσμος αδειάζει.
Ο χαρακτήρας που έπλασα, εκείνος που του δάνεισα τη φωνή μου, κομμάτια της ζωής και της μνήμης μου, μιλάει σε μια κοπέλα που κοιμάται. Δεν ξέρει αν η κοπέλα αυτή θα ξυπνήσει για να μπορέσει να δει αυτό που της έχει φτιάξει. Μάλλον, λοιπόν, το φτιάχνει για τον ίδιο. Αυτό που τον κινεί είναι η βαθύτερη ανάγκη που διατρέχει όλους μας πότε – πότε, να προφέρουμε το όνομα αυτού που ποθούμε όταν δεν είναι εκεί, μόνο και μόνο για να νιώσουμε λίγο ότι είναι κοντά μας. Αυτός ο χαρακτήρας, κάνει το ίδιο, μόνο που το πάει λίγο παραπέρα. Δεν αρκείται στο να πει απλώς το όνομά της, έχει την ανάγκη να της δείξει πράγματα, να της θυμίσει την ιστορία τους, να την ξεναγήσει στον τόπο του, που χωρίς αυτήν δεν τον αισθάνεται πια σπίτι του. Γιατι το σπίτι του πλέον είναι εκείνη.
Αισθάνομαι τυχερός που έκανα αυτή την ταινία σήμερα και έχω τη δυνατότητα να τη μοιραστώ με τον κόσμο τόσο σύντομα από τη στιγμή της δημιουργίας της. Αισθάνομαι, επίσης, τυχερός που μπορώ να νιώθω την αίσθηση του σπιτιού όταν δουλεύω, γιατί έχω πάντα δίπλα μου ανθρώπους που με στηρίζουν και συμβάλουν στο όραμά μου. Η ταινία αυτή δε θα είχε συμβεί ποτέ χωρίς τη βοήθεια του Γιώργου Βαλσαμή, του Νίκου Πάστρα, της Βάλιας Τσέρου και φυσικά του Παύλου Παυλίδη, η μουσική του οποίου στάθηκε εξ αρχής η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης γι αυτό το έργο».