Το μικρό και θαυματουργό πεζογράφημα της Καίης Τσιτσέλη «Ο θάνατος μιας πόλης» ήταν το μοναδικό βιβλίο που κατάφερα να διαβάσω μέσα στην πανδημία.
ΔΕΝ ΕΧΩ καταφέρει ν’ ανοίξω βιβλίο όλη αυτή την περίοδο που ζούμε υπό τη σκιά της πανδημίας και των επακόλουθών της, που κάθε μέρα γίνονται πιο πολλά και πιο σύνθετα. Μόνο άρθρα, άρθρα, άρθρα. Που όλα –ακόμα και τα μη ιατρικά/επιστημονικά ή, μάλλον, κυρίως αυτά– είναι φιλτραρισμένα μέσα από τις αναθυμιάσεις αυτής της περίεργης και γεμάτης αβεβαιότητα συνθήκης που μας έτυχε.
Έχουμε γίνει όλοι λίγο-πολύ εξπέρ στην πληροφορία, στα διαγράμματα, στα στοιχεία, στις «καμπύλες», στα μέτρα, στις προβολές για το κοντινό αλλά και για το απώτερο μέλλον, στις ορολογίες και στους νεολογισμούς που έχει γεννήσει η περιφορά του ιού. Όπως ο όρος που συνάντησα τελευταία και αναφέρεται στο σύνδρομο στέρησης της ανθρώπινης επαφής για μεγάλο χρονικό διάστημα: «skin hunger», ήτοι «πείνα του δέρματος» ή «πείνα για δέρμα», που μοιάζει όμως λίγο σαν έξη προς τον κανιβαλισμό.
Το πεζογράφημα που είχε γράψει η Καίη Τσιτσέλη με τίτλο «Ο θάνατος μιας πόλης» (εκδόσεις Άγρα) περιγράφει τα επακόλουθα του μεγάλου και πολύνεκρου σεισμού που ρήμαξε την Κεφαλονιά τον Αύγουστο του 1953. Αυτό το μικρό βιβλίο μοιάζει περίεργα οικείο και σύγχρονο στον τρόπο –θερμό και αποστασιοποιημένο συγχρόνως– και στο ύφος με το οποίο απεικονίζει την επίδραση της «επόμενης μέρας» στους χαρακτήρες του με τα ωραία επτανησιακά ονόματα.
Μοναδική εξαίρεση σε αυτή την περίοδο «κοινωνικής απόστασης» από το σώμα των βιβλίων, ένα βιβλιαράκι που βρήκα καταχωνιασμένο ανάμεσα σε άλλα, μεγαλύτερα, και είχα ξεχάσει ότι το είχα αγοράσει κάποτε. Πρόκειται για το πεζογράφημα που είχε γράψει η Καίη Τσιτσέλη (μία από αυτές τις σπάνιες, υπέροχες περιπτώσεις, που δεν είχαν στριμωχτεί στον φιλολογικό/ιδεολογικό κανόνα) με τίτλο Ο θάνατος μιας πόλης (εκδόσεις Άγρα) για τα επακόλουθα του μεγάλου και πολύνεκρου σεισμού που ρήμαξε την Κεφαλονιά τον Αύγουστο του 1953.
Πολλά αφηγήματα του παρελθόντος μοιάζουν προφητικά και απόκοσμα καίρια (υπάρχει όνομα γι’ αυτό το σύνδρομο;), καθώς αναζητούμε μπούσουλες και αναφορές και αναλογίες για την κατάστασή μας.
Αυτό το μικρό βιβλίο, όμως, που είχε κυκλοφορήσει αρχικά σε αγγλική έκδοση το 1954, μοιάζει περίεργα οικείο και σύγχρονο στον τρόπο –θερμό και αποστασιοποιημένο συγχρόνως– και στο ύφος με το οποίο απεικονίζει την επίδραση της «επόμενης μέρας» στους χαρακτήρες του με τα ωραία επτανησιακά ονόματα: «Ο Μαρίνος Λοβέρδος βρίσκεται στην παράγκα του. Γράφει στους φίλους του που ζούσαν άλλοτε στο Αργοστόλι. Αραιά και πού, το βλέμμα του καρφώνεται στη γιγάντια αγριαγκινάρα που φύτρωσε στο πάτωμα». «Ο παπα-Ρουσέλλος ξαναθυμήθηκε το παλιό του πάρεργο: επιδιορθώνει ρολόγια. Είναι αδύνατο να καταπιαστεί με οποιαδήποτε εξωτερική δουλειά. Κάθεται στην παράγκα του, σε ένα πράσινο μεταλλικό τραπέζι κήπου· μπροστά του βρίσκονται τρία ανοιγμένα ρολόγια. Εξετάζει σχολαστικά τα μικρά γρανάζια, αλλά δεν ρίχνει ούτε μια ματιά στην πλάκα του ρολογιού για να διαπιστώσει αν πηγαίνει μπροστά ή πίσω».
Το μικρό βιβλίο καταλήγει ως εξής (δεν πρόκειται για «spoiler», αφού μιλάμε για ιστορικά γεγονότα): «Ο χρόνος έχει σταματήσει. Δεν είναι πλέον σήμερα το πρωί, είναι οποιοδήποτε πρωί. Η εικόνα είναι ακίνητη όπως προηγουμένως· σταθερή και καθαρή. Στο πρώτο πλάνο, η θάλασσα. Στη μέση, σωροί από σκουριασμένα ερείπια. Δεξιά κι αριστερά, οι καταυλισμοί. Και στο βάθος της φωτογραφίας, το τοπίο που αποκαλύφθηκε. Υπάρχει μια μονοτονία· και μια ακινησία. Μια εικόνα ασάλευτου χειμώνα· μια εικόνα αναμονής. Εντούτοις, είναι η φωτογραφία μιας πόλης.
Γι’ αυτό, δεν θα την τοποθετήσω ακόμα σε κορνίζα». Ακολούθως, πέτυχα στο Ίντερνετ και μια συνέντευξη που είχε δώσει κάποτε η συγγραφέας στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο και, μεταξύ άλλων, του έλεγε κάποια –επίσης διαχρονικά και αιωνίως καίρια– πράγματα για την απομόνωση, για την επικοινωνία και για τη ζωή (με ή χωρίς φυσικές ή βιολογικές καταστροφές): «Εξακολουθεί κανείς να παραμένει μόνος. Υπάρχουν πράγματα που δεν μοιράζονται, που ο άλλος δεν θα τα νιώσει ποτέ. Πού και πού ψιλοσυναντιόμαστε με ανθρώπους που ζούμε μαζί τους για χρόνια, ο καθένας όμως έχει το δικό του σενάριο. Είναι πολύ δύσκολη η επικοινωνία. Κάποιος λέει ότι πρέπει διαρκώς να μεταφράζουμε ο ένας τον άλλον, ενώ συχνά είμαστε κακοί μεταφραστές. Μας εμποδίζει αυτός ο απαίσιος όγκος του εγώ. Το κραυγαλέο εγώ που φωνάζει, πεινάει, ζητάει και δεν αφήνει τίποτε άλλο να υπάρξει έξω απ’ αυτό».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
Πηγή: www.lifo.gr