Βάσει του υποκριτικού ταλέντου του θα μπορούσε να είχε γίνει ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου, ωστόσο η τυποποίηση σε ένα ρόλο σπανίως έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην καριέρα ενός ηθοποιού. Βεβαίως, κανείς δεν ξέρει πώς θα είχε εξελιχθεί η πορεία του Τάσου Γιαννόπουλου και πόσα είχε ακόμα να δώσει στην υποκριτική, αν δεν έφευγε τόσο νωρίς από τη ζωή, χτυπημένος από κίρρωση του ήπατος μόλις στα 46 χρόνια του.
Ο αξέχαστος «Κίτσος» του ελληνικού σινεμά διέθετε πηγαίο κωμικό ταλέντο και ουσιαστικά τo έναυσμα για τον επαγγελματικό προσανατολισμό του ήταν η παροιμιώδης ικανότητά του στους αυτοσχεδιασμούς και τις μιμήσεις, στοιχεία στα οποία διέπρεπε από παιδί κιόλας, στο σχολείο. Δοσμένος στο να κάνει τον κόσμο γύρω του να γελά, δούλεψε το χάρισμα του, φτάνοντας να μιμείται με ξεκαρδιστικό τρόπο σχεδόν όλα τα ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου, από την ομιλία έως το ύφος και τις χειρονομίες τους.
Μοναδικό στον ελληνικό κινηματογράφο είναι αυτό που συνέβη στην ταινία «Ο μπαρμπα-Γιάννης ο κανατάς» (1957). Ο Γιαννόπουλος ντούμπλαρε τις φωνές των Αυλωνίτη και Σταυρίδη (!), «τρικ» που είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει αντιληπτό από ένα θεατή που δεν έχει γνώση του γεγονότος και δεν είναι υποψιασμένος.
Θεωρείται έως και σήμερα ο κορυφαίος μίμος του ελληνικού σινεμά και με τα χρόνια εξελίχθηκε σε μετρ της φαρσοκωμωδίας.
Ανά περιόδους, κυρίως προς το τέλος της ζωής του, εμφανιζόταν σε κέντρα διασκέδασης, προσφέροντας απλόχερα το γέλιο και εισπράττοντας την αγάπη του κοινού, με τα σκετς, τις παρλάτες και τις περίφημες μιμήσεις του. Οι κορυφαίοι «ρόλοι» του σε αυτές ήταν ο Νίκος Σταυρίδης, ο Θανάση Βέγγος, ο Ντίνος Ηλιόπουλος και ο Γιάννης Γκιωνάκης, ενώ ο ρόλος με τον οποίο ταυτίστηκε στον κινηματογράφο ήταν αυτός του «βλάχου» που κατεβαίνει στην Αθήνα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, αλλά εξελίσσεται σε «μαγνήτη» για κάθε είδους μπλέξιμο.
Γεννημένος το 1931 στη Μεσσηνία, έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του αρκετά αργά, σε ηλικία 27 ετών. Έπαιξε ένα μικρό ρόλο στο μελόδραμα «Το κορίτσι της αμαρτίας» και τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε για πρώτη φορά και στο σανίδι.
Μέχρι να σκαρφιστεί και να λανσάρει τον «Κίτσο», ως το δαιμόνιο επαρχιώτη που φτάνει στη μεγαλούπολη και εμπλέκεται διαρκώς σε απρόοπτες καταστάσεις, (με το «Πράκτωρ Κίτσος καλεί Γαστούνη», το 1967), είχε παίξει σε περισσότερες από 40 ταινίες, πλάι σχεδόν σε όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Ξεχώρισε ως ένας από τους πιο παραγωγικούς δευτερορολίστες του ελληνικού σινεμά, κέρδισε την αναγνώριση όλων των συνεργατών και των συμπρωταγωνιστών του, από τους οποίους έκλεβε συχνά-πυκνά τη λάμψη, τραβώντας πάνω του τα φλας με την υποκριτική του δεινότητα.
Οι περιπέτειες του «Κίτσου» ξεδιπλώθηκαν σε συνολικά 14 ταινίες, στις οποίες είχε μόνιμη παρτενέρ τη σύζυγό του, Λίζα Αλεξίου. Παράλληλα συμμετείχε σε δεκάδες θιάσους και θρυλείται ότι σε κάθε έργο που ανέβαινε με τη δική του παρουσία, τα παρασκήνια σείονταν από τα γέλια με τις φάρσες που σκάρωνε στους συνεργάτες του.
Η τελευταία περιπέτεια του βλάχου με σήμα κατατεθέν του τα τσαρούχια (τα οποία αναδείχτηκαν ως… εμπορικό brand στο «Ένας ιππότης με τσαρούχια» και «Ένας χίππυς με τσαρούχια»), ήταν το «Ένας Κίτσος στα μπουζούκια», το 1970.
Έκτοτε, ο Γιαννόπουλος έπαιξε σε άλλες εφτά ταινίες, ξεπερνώντας σε σύνολο τις 60 στο βιογραφικό του. Σταθμός στην καριέρα του ήταν ο «Πατούχας» του 1972, όπου πρωταγωνίστησε ως ο Μανωλιός από την Κρήτη, στο πλευρό του Διονύση Παπαγιαννόπουλου, του Αρτέμη Μάτσα και του Μίμη Φωτόπουλου. Χαρακτηρίστηκε ως ο καλύτερος Πατούχας που υπήρξε ποτέ, ενώ η μεγάλη επιτυχία της ταινίας αποτυπώθηκε με νούμερα σε 180.000 εισιτήρια. Το 1974 έκανε για πρώτη φορά και τηλεόραση, συμμετέχοντας στη σειρά «Το παλιό το κατοστάρι», που προβλήθηκε από την ΥΕΝΕΔ.
Δυστυχώς ο σπουδαίος ηθοποιός και διασκεδαστής – ένας εκ των πρωτοπόρων στη live ψυχαγωγία και επικοινωνία με το κοινό – δεν πρόλαβε να αναδείξει όλες τις πτυχές του πολύπλευρου ταλέντου του. Όταν ασθένησε, με κίρρωση του ήπατος, βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, έτοιμος να διευρύνει τους καλλιτεχνικούς ορίζοντες του. Εισήχθη ξαφνικά για νοσηλεία σε κλινική της Κυψέλης, αλλά η μάχη για να κρατηθεί στη ζωή κράτησε μόνο για λίγες ημέρες. Στις 8 Νοεμβρίου 1977 ο Τάσος Γιαννόπουλος, εγκατέλειψε τα εγκόσμια, αφήνοντας πίσω τη σύζυγό του και τις δύο κόρες του, Λίντα και Χαρά.
Η τελευταία… φάρσα που σκάρωσε σε οικείους και κοινό ήταν κακόγουστη. Όμως μόνο για αυτή δεν έμεινε στη συλλογική μνήμη ως ένας από τους πιο χαρισματικούς Έλληνες κωμικούς. Το «αν» που θα συνοδεύει πάντα το σύντομο βίο και τον αιφνίδιο θάνατό του, στην πραγματικότητα είναι… ρητορικό, αν ακόμα και σήμερα «εντρυφήσει» κανείς τόσο στον «Κίτσο», όσο και στους δεύτερους ρόλους του
Πηγή: ethnos.gr