Έφυγε στα 69 του χρόνια, μετά από πολυετή μάχη με σοβαρή ασθένεια
Θλίψη σκόρπισε στην Πάτρα η είδηση του θανάτου του Τάσου Αντύπα, ιδιοκτήτη της ιστορικής ταβέρνας “Λαβύρινθος”, στην οδό Πουκεβίλ. Ο Τάσος Αντύπας, ήταν 69 χρονών κι έφυγε μετά από πολυετή μάχη με σοβαρή ασθένεια. Ο εκλιπών, είχε έναν γιο, τον Νίκο, ο οποίος συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση, κι έναν εγγονό, τον Αναστάση. Συνοδοιπόρος του στην επαγγελματική και προσωπική ζωή η αγαπημένη σύζυγός του Νικολίτσα.
Η ταβέρνα του Αντύπα είναι γνωστό οινομαγειρείο με ιστορία από το 1935- τα ηνία έχει αναλάβει πλέον ο Νίκος Αντύπας, τρίτη γενιά της οικογένειας. Στα κλασικά πιάτα, το κατσικάκι λαδορίγανη, οι λαχανοντολμάδες αυγολέμονο, το βραστό βεργάδι και οι σουπιές με «ψιλικά» που «εξακολουθούν να φτιάχνονται με τη συνταγή της γιαγιάς. Χαρακτηριστικό του “Λαβύρινθου” είναι οι πέτρινοι τοίχοι με τα βαρέλια, καθώς αρχικά πουλούσε μόνο κρασί ενώ τη δεκατεία του ’70 πρωτοσέρβιρε φαγητό. Πρόκειται για ονομαστό στέκι της λεγόμενης παλιάς πάτρας με πιστούς θαμώνες.
Όταν ο Τάσος Αντύπας διηγιόταν το μύθο του «Λαβύρινθου» της οδού Πουκεβίλ και την ιστορία της οικογένειας από το 1935
Στη μνήμη του Τάσου Αντύπα που έφυγε σήμερα από τη ζωή
Ψηλά στην Πουκεβίλ, εκεί που τα μεγέθη διατηρούν ακόμη κάτι από τον ανθρώπινο «όγκο» της γειτονιάς, βρίσκεται ένα αυθεντικό οινομαγειρείο, φτιαγμένο από πέτρα και ξύλο, το οποίο έλκει την ιστορία του από το μακρινό 1935, όταν ταβέρνα σήμαινε βαρέλια και τσίγκινα τραπέζια σε μια μικρή «τρύπα» που χωρούσε τη μυθολογία μιας ολόκληρης εποχής.
Ο «Λαβύρινος» της Πουκεβίλ, γνωστός ως «η ταβέρνα του Αντύπα», έχει κάτι από την παλαιότητα του κρασιού που κάποτε έρεε άφθονο και από την μυρωδιά της νεότητας μιας Πάτρας που ανακαλεί τη μνήμη της μέσα από παλιές φωτογραφίες και μαρτυρίες αθεράπευτων νοσταλγών.
Το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας της οικογένειας Αντύπα έγραψαν τα αδέλφια Τάσος, Ηλίας, Γεράσιμος και Νίκος οι οποίοι την δεκαετία του ΄30 διατηρούσαν δύο μεγάλα οινομαγειρεία στην Πάτρα με φαγητά της κατσαρόλας, που διατηρήθηκαν έως το 1965. Το ένα ήταν στην Κορίνθου ανάμεσα Αγίου Νικολάου και Κολοκοτρώνη και το άλλο στη Ζαΐμη στην παλιά ψαραγορά ανάμεσα Ρήγα Φεραίου και Αγίου Ανδρέου. «Εκεί γύρω είχε πολλούς εργάτες και η πολλή δουλειά ήτανε το πρωί και το μεσημέρι» διηγιόταν ο γιος του Νίκου, Τάσος Αντύπας, μετέπειτα ιδιοκτήτης του «Λαβύρινθου».
Μαγείρευαν ο Τάσος και ο Νίκος, ο οποίος ξεκίνησε από 6 χρονών, στις αρχές του αιώνα, να δουλεύει στην ταβέρνα του Κολόμβου στο Μαρκάτο, καθαρίζοντας πατάτες και κρεμμύδια. Εκεί έμαθε τη μαγειρική.
Από το 1935 και παράλληλα με τα οινομαγειρεία, η οικογένεια Αντύπα διατηρούσε στην Πουκεβίλ ένα μικρό κρασοπουλειό, ενώ εμπορεύονταν και κρασιά, τα οποία βρίσκονταν σε αποθήκη στο πατρικό σπίτι στην οδό Αράτου, εκεί όπου αργότερα έγινε το καφέ «Καζάρμα».
«Μιλάμε για 50 με 60 τόνους κρασί, τεράστιες ποσότητες για την εποχή. Και δίναμε στα εστιατόρια, στον «Ευαγγελάτο», το «Ματζέστικ» και αλλού.
Η γειτονιά είχε πολλές τέτοιες μικρές ταβέρνες όπως ο «Λαβύρινθος». Έρχονταν και πίνανε κρασί και έφερναν μαζί τους μεζέ ή γέμιζαν κρασί και το πήγαιναν στο σπίτι.
Μετά το πόλεμο στο μαγαζί είχε βαρέλια και μπροστά έναν μαρμάρινο πάγκο και ελάχιστα τσίγκινα τραπέζια” θυμόταν ο Τάσος Αντύπας.
«Η ταβέρνα έκλεινε 9 με 10 το βράδυ. Την είχε κρατήσει ο πατέρας μου ο Νίκος με τη μάνα μου τη Βάσω, κάνοντας μεζέδες για ξεροσφύρηδες και πουλώντας κρασί.
Όταν γινότανε τρύγος, πατάγαμε δυο μήνες τα σταφύλια που τα φέρνανε με κάρα από Κάτω Καστρίτσι, Ρίο, Αη Βασίλη, Βερναδέικα, Δρέπανο και Ψαθόπυργο, εκλεκτά μοσχούδια και ροδίτες».
Η Βάσω Αντύπα, που τους μαγείρευε και τους πήγαινε φαγητό στον τρύγο, τους έκανε και μουσταλευριά. Όταν το βαρέλι ήταν γιοματάρι έρχονταν οι πελάτες και γίνονταν τα κεράσματα και τα ασημώματα.
«Μετά σιγά σιγά το οινομαγειρείο, άρχισε να βάζει όλο και περισσότερους μεζέδες, βακαλάο πλακί, βραστά κρέατα, στιφάδο, πατσά, μοσχαροκεφαλές, ουρές μοσχαρίσιες, σπλήνα γεμιστή…». Τα φαγητά τα μαγειρεύανε αλλού και τα έφερναν στο μαγαζί για να συνοδεύουν οι πελάτες το κρασί τους” περιέγραφε ο Τάσος Αντύπας.
Οι αδελφοί Αντύπα πίνουν κρασί με την παρέα τους (αρχείο οικογένειας Αντύπα).
Οι εργάτες από τον τρύγο. Η Βάσω Αντύπα τους μαγείρευε και τους πήγαινε φαγητό (αρχείο οικογένειας Αντύπα).
Όταν η Βάσω Αντύπα βγήκε στη σύνταξη, ανέλαβαν ο γιος της ο Τάσος και η γυναίκα του η Νικολίτσα.
«Ήταν το 1979- 80. Το γυρίσαμε σε ταβέρνα. Βγάλαμε τα πολλά βαρέλια που ήταν μέσα και αφήσαμε ένα -δύο. Όταν διαμορφώσαμε την κουζίνα και ξεκινήσαμε να μαγειρεύουμε, εδώ δεν πέρναγες. Μιλάμε για ουρές, κόσμος πολύς.
Μαγείρευε η Νικολίτσα απίθανο κατσικάκι λαδορίγανη, λαχανοντολμάδες, μπουργέτα, σαβόρο… Τότε άρχισαν να καταφθάνουν άλλοι πελάτες. Έγινε παρέλαση από φίλους.
Στη αρχή τα γκαρσόνια ήταν όλοι φοιτητές και στη λάντζα, είχαμε φοιτήτριες. Η κυρίως πελατεία ήταν οι έμποροι της Πάτρας, όλα τα μαγαζιά του κέντρου. Ήταν και πολύ καλή η ποιότητα του φαγητού αλλά είχαμε και πολλές γνωριμίες.
Είχαμε τόση πολύ δουλειά που έπαιρνες το κατρούσο και έβαζες κρασί μόνος σου. Και μετά έλεγες “έβαλα” 2,5 κιλά και τα γράφαμε».
Το 1981 άνοιξε ο χώρος στο πατάρι και το μαγαζί μεγάλωσε. Από την ταβέρνα του Αντύπα που πλέον είχε γίνει «Λαβύρινθος», πέρασαν ως νέοι όλοι οι μετέπειτα δήμαρχοι της Πάτρας (Καράβολας, Φλωράτος, Φούρας, Πελετίδης, Δημαράς), οι Μικρούτσικοι (ο Ανδρέας ήταν συμμαθητής του Τάσου Αντύπα στο Στρούμπειο), καλλιτέχνες όπως οι Σαββόπουλος, Αλεξίου, Παπάζογλου, Αρβανιτάκη, Ρέμος, Καλογιάννης, Σπανός, Κανελλίδου, Ξενάκη, Θεοδόσης, και Τσιατάς, πολιτικοί όπως ο Τρίτσης ο οποίος μπήκε και στην κουζίνα για να συγχαρεί, ο Αρσένης, ο Σκουρλέτης και αμέτρητοι άλλοι.
Σε γλέντια, που στήνονταν αυθόρμητα στην συμμετείχαν Πατρινοί όπως ο Χήρας και ο Πετρόπουλος, τα «Παιδιά από την Πάτρα», οι «Ζικ ζαγκ», ο Μαζωνάκης και ο Ζαχαράτος. Στους σταθερούς πελάτες και ο Γιώργος Κοτοπούλης.
«Όσοι καλλιτέχνες δούλευαν το βράδυ στα μαγαζιά, το μεσημέρι έτρωγαν εδώ».
Η ταβέρνα του Αντύπα, έχει συμπεριληφθεί σε γαστρονομικούς καταλόγους με ιδιαίτερα θερμά σχόλια.
Το ταξίδι της στο χρόνο συνεχίζεται με έναν άλλο Νίκο Αντύπα να παίρνει τη σκυτάλη. Ο γιος του Τάσου είναι αυτός που θα γράψει το επόμενο κεφάλαιο.
Το 1981 άνοιξε ο χώρος στο πατάρι και το μαγαζί μεγάλωσε.
Το 1981 άνοιξε ο χώρος στο πατάρι και το μαγαζί μεγάλωσε.
(Πληροφορίες και φωτο από το Βιβλίο της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου, “Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα” (ΣΚΕΑΝΑ, το δόντι)