Βρισκόμαστε στις αρχές του καλοκαιριού του 2001 και η αστυνομία έχει εξαπολύσει (για ακόμη μία φορά) ανθρωποκυνηγητό για την σύλληψη του Κώστα Πάσσαρη. Γνώριμος των διωκτικών αρχών από την εφηβεία του κιόλας, ο κακοποιός πια έχει «αναβαθμιστεί» σε ένα από τα πλέον καταζητούμενα άτομα στην Ελλάδα.
Αιτία, βέβαια, το γεγονός ότι ήδη είχαν βαφτεί κόκκινα τα χέρια του από αίμα αστυνομικών. Ο Πάσσαρης είχε προειδοποιήσει ότι θα σκότωνε τρεις για να εκδικηθεί τον θάνατο του συντρόφου του στην εγκληματική δράση και έγκλειστου στις ίδιες φυλακές Ρουμάνου κακοποιού, Νικολάε Γκορέα. Σε αντίποινα, εκείνος αφαιρεί την ζωή δύο αστυνομικών που τον συνόδευαν με απλό υπηρεσιακό όχημα κατά την μεταγωγή του από το κατάστημα εγκλεισμού όπου κρατείτο σε νοσοκομείο. Φαντάζει ανήκουστο, αλλά δεν είχε προηγηθεί σωματικός έλεγχος, με αποτέλεσμα να καταφέρει να επιβιβαστεί με όπλο με το οποίο εκτός από τους δύο νεκρούς άφησε πίσω του και ακόμη έναν τραυματισμένο.
Υπό αυτές τις συνθήκες η ΕΛ.ΑΣ προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε πληροφορία που είναι πιθανό να συνδέεται με την δράση του. Και όταν τελικά συλλαμβάνει τον 24χρονο –τότε- Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, αντιλαμβάνεται ότι βρήκε «λαβράκι». Στο διαμέρισμα της οδού Ιππάρχου στο Νέο Κόσμο είχαν βρεθεί όπλα, ναρκωτικά, ασύρματοι, υλικό παρακολούθησης αλλά και… ίχνη του Πάσσαρη. Για την ακρίβεια, αποδείχθηκε ότι ο Πολυδωρόπουλος είχε υπάρξει συγκρατούμενος του διαβόητου κακοποιού και επιπλέον είχαν μοιραστεί και το ίδιο κελί.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται στην ανάκριση και οι αστυνομικοί θεωρούν ότι η σύλληψη και του ίδιου του Πάσσαρη αποτελεί απλά θέμα χρόνου. Πλέον δεν χρειάζεται να κάνουν οτιδήποτε άλλο από το να περιμένουν να τους εμφανιστεί ο ίδιος μπροστά τους και στήνουν την παγίδα τους στο διαμέρισμα που χρησιμοποιεί ως κρησφύγετο.
Η επιχείρηση που οργανώνεται είναι πρωτοφανής στα ελληνικά χρονικά, με περισσότερους από 100 αστυνομικούς να έχουν (θεωρητικά) καλύψει όλη την περιοχή, άνδρες της ασφάλειας να κυκλοφορούν με πολιτικά τσεκάροντας διακριτικά τους πάντες και άνδρες της ΕΛ.ΑΣ να βρίσκονται μέσα στο διαμέρισμα. Το ημερολόγιο έγραφε 31 Ιουλίου 2001 και περίπου κατά τις 11 το βράδυ, δίδεται σήμα: «Άγνωστο ύποπτο άτομο πλησιάζει στην είσοδο της πολυκατοικίας»…
Ελάχιστα λεπτά αργότερα ακούγεται ο ήχος κλειδιών στην πόρτα και σχεδόν ταυτόχρονα η φωνή του ίδιου του Πάσσαρη που απευθύνεται στον συνεργό του που θεωρεί ότι βρίσκεται μέσα. «Δημήτρη, τι έγινε;» λέει ο κακοποιός την ώρα που ετοιμάζεται να μπει, αλλά αυτό που ακολουθεί αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες γκάφες στην ιστορία της ελληνικής αστυνομίας.
Ένας από τους άνδρες των αρχών χάνει την ψυχραιμία του και αντί να αφήσει τον δραπέτη και δολοφόνο να εισέλθει ανυποψίαστος, εκείνος φωνάζει «Αστυνομία, ακίνητος!», εντολή στην οποία φυσικά δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να πειθαρχήσει ο Πάσσαρης…
Αντ’ αυτού, τρέχει να ξεφύγει και παρά τον ασφυκτικό κλοιό που έχει δημιουργηθεί στην γειτονιά, γίνεται… φαντομάς και εξαφανίζεται κάτω από τις μύτες των δεκάδων (κυριολεκτικά) διωκτών του. Γεγονός αναμφισβήτητα εντυπωσιακό που μοιάζει πραγματικά απίθανο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Πάσσαρης είχε τραυματιστεί στο πόδι από τις σφαίρες των αστυνομικών οι οποίοι άνοιξαν πυρ πίσω από την κλειστή πόρτα του διαμερίσματος. Παρά το τραύμα και το ότι αιμορραγούσε, τα ίχνη του εξαφανίστηκαν και ο Πάσσαρης έγινε καπνός.
Την επόμενη φορά που θα γινόταν αντιληπτός θα ήταν μερικούς μήνες αργότερα στην Ρουμανία όπου θα σκοτώσει ακόμη δύο άτομα σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, με την μόνη διαφορά ότι τότε οι αστυνομικοί εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο κάθε στοιχείο, απέφυγαν κάποια αναπάντεχη αντίστοιχη γκάφα και τον συνέλαβαν ώστε να τον οδηγήσουν ενώπιον του δικαστηρίου και από εκεί… γραμμή στην φυλακή για να εκτίσει ποινή σε δις ισόβια…
Πηγή: memshpuse.gr