Περίπου έναν αιώνα μετά τον πόλεμο που έδωσε στην Ελλάδα την ανεξαρτησία της από τους Οθωμανούς, όλα παρέμεναν αρκετά ασαφή και «γκρίζα». Όχι μόνο τα σύνορα του νεοσύστατου κράτους, αλλά και τα όρια μεταξύ νόμου και παρανομίας.
Εκείνα τα χρόνια ήταν που έκαναν την εμφάνισή τους και οι λήσταρχοι που απέκτησαν μια σχεδόν θρυλική υπόσταση στις λαϊκές διηγήσεις. Ποιος, για παράδειγμα, δεν έχει ακουστά ονόματα σαν του Νταβέλη ή του Γιαγκούλα; Ή, στην περίπτωση της Ηπείρου, τους αδερφούς Ρετζαίους.
Ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέτζος γεννήθηκαν στην Ήπειρο όταν ακόμη βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Μια περίοδο ταραγμένη και ομιχλώδη, όπου ο νόμος και η επιβολή του από τις Αρχές αποτελούσε ακόμη ζητούμενο. Το να τον παίρνει κάποιος στα χέρια του ήταν μια μορφή δικαιοσύνης, σε μεγάλο βαθμό ανεκτή από τις κοινωνίες. Αυτός που μπορούσε και είχε τα κότσια, το θάρρος και το θράσος που απαιτείτο, προστάτευε το βιος, την ζωή και την περιουσία του ή άρπαζε αυτά των άλλων.
Περίπου στα 1900 είδαν την δολοφονία του πατέρα τους και ακολούθησαν τον δρόμο που χάραξε το αίμα του. Βγήκαν στις κορυφές των βουνών και με την συμμορία τους εξελίχθηκαν στον φόβο και τον τρόμο της περιοχής. Σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό που να τους αποκαλούν «Βασιλείς της Ηπείρου» και «Αετούς των Τζουμέρκων».
Οι ζωές τους έμοιαζαν αρκετά με εκείνες των κλεφτών επί Τουρκοκρατίας. Μόνο που δικός τους στόχος ήταν οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από την φυλή ή την θρησκεία του. Δεν είχαν ίχνος πατριωτικής ή άλλης ιδεολογίας, για να καμουφλάρουν -έστω- τις πράξεις τους. Κανείς στα Γιάννενα και τις άλλες πόλεις ή την ύπαιθρο της Ηπείρου δεν μπορούσε να νιώσει ασφαλής στα μέρη που δρούσε η συμμορία τους.
Οι ληστείες και οι απαγωγές ήταν οι αγαπημένες τους ασχολίες. Έτσι βιοπορίζονταν κι έτσι κατόρθωναν να καλοταΐζουν τους άντρες τους προκειμένου αυτοί να είναι διαθέσιμοι για το επόμενο χτύπημα, όσο παράτολμο, ριψοκίνδυνο ή ανήθικο κι αν ήταν. Και όπως είναι φυσικό, τέτοιες πράξεις είχαν τίμημα και σε ανθρώπινες ζωές. Υπολογίζεται ότι πάνω από 80 άνθρωποι έφυγαν από αυτόν τον κόσμο από τα χέρια των Ρετζαίων.
Μεταξύ των θυμάτων τους συγκαταλέγονται και οι πρώην σύντροφοί τους…
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ο δικτάτορας Πάγκαλος βρίσκει έναν τρόπο για να απαλλαγεί οριστικά από τους λήσταρχους που διαφεντεύουν την ύπαιθρο. Τους «υποχρεώνει» να αλληλοσκοτωθούν με ένα διάταγμα που προβλέπει πως όποιος φέρει το κεφάλι ενός παράνομου ληστή, αυτόματα σώζει το δικό του, κερδίζοντας πλήρη αμνηστία για τα εγκλήματά του.
Τότε είναι που ξεκινά ένα ανθρωποκυνηγητό σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια που δεν διαφέρει από τις σκηνές ενός γουέστερν. Οι Ρετζαίοι είναι αποφασισμένοι να μην αφήσουν την ευκαιρία να πάει χαμένη και με το αίμα των μελών της συμμορίας τους «ξεπλένουν» το παρελθόν τους.
Το πραγματικά εντυπωσιακό με την περίπτωσή τους δεν είναι ότι πρόδωσαν και σκότωσαν τους δικούς τους. Ούτε ότι κατόρθωσαν να πάρουν αμνηστία. Ο Θύμιος και ο Γιάννης προχώρησαν ένα βήμα παραπάνω, καθώς προσλήφθηκαν ως χωροφύλακες, κερδίζοντας αυτό που για δεκαετίες αργότερα αποτέλεσε το όνειρο κάθε Έλληνα. Μια θέση με μισθό στο δημόσιο!
Είναι χαρακτηριστικό πως μετά την αμνήστευσή τους εγκαθίστανται σε αρχοντικό μέγαρο στα Ιωάννινα, στο ισόγειο του οποίου μένει ο αρχηγός της αστυνομίας! Ο οποίος μάλιστα, όπως και η υπόλοιπη υψηλή κοινωνία της πόλης, δίνει το «παρών» στον γάμο του Γιάννη με την κόρη ενός ευυπόληπτου και οικονομικά ισχυρού επιχειρηματία της περιοχής. Οι Ρετζαίοι τα είχαν καταφέρει και από μισητοί λήσταρχοι είχαν μετατραπεί σε παράγοντες του τόπου…
Όμως στο αίμα τους υπήρχε ακόμα το δαιμόνιο της παρανομίας και η ψυχή τους παρέμενε στο βουνο. Εκμεταλλευόμενοι όλη την εσωτερική πληροφόρηση λόγω της θέσης τους στην χωροφυλακή, οργανώνουν το επόμενο χτύπημά τους. Αυτό που χαρακτηρίστηκε «ληστεία του αιώνα», με λεία 15.000.000 δραχμές, ποσό ασύλληπτο για τα δεδομένα της εποχής.
Ήταν η ληστεία της χρηματαποστολής της Εθνικής τράπεζας στην περιοχή Πέτρα, μεταξύ Πρέβεζας και Ιωαννίνων. Σε εκείνο το «μεγάλο κόλπο» σκοτώνουν 8 ανθρώπους. Έναν υπενωμοτάρχη, δύο χωροφύλακες, τους συνοδούς του καμιονιού, τον οδηγό και ακόμα ένα άτομο. Άλλοι δύο τραυματίζονται σοβαρά κι ένας καταφέρνει να διαφύγει σώος. Τους αναγνωρίζει, τους καταδίδει και τότε ξεσπά ένα ανθρωποκυνηγητό που όμοιό του δεν έχει επαναληφθεί στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά.
Περνώντας τα σύνορα, βρέθηκαν σχεδόν σε κάθε χώρα της Βαλκανικής, μέχρι να καταλήξουν στην Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου για τρία χρόνια ζούσαν ως έμποροι θεωρώντας ότι για άλλη μια φορά είχαν ξεγελάσει τις Αρχές και τον θάνατο.
Όταν τελικά συλλαμβάνονται γνωρίζουν ποιο θα είναι το τέλος τους. Μεταφέρονται στις φυλακές της Κέρκυρας κι ένα ξημέρωμα σαν όλα τα άλλα, εκτελούνται μαζί με άλλους τρεις συνεργούς τους. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, στις τελευταίες τους λέξεις παραδέχτηκαν πως ο τουφεκισμός ήταν γι’ αυτούς μια δίκαιη τιμωρία…
Πηγή: menshouse.gr