Τελικά γιατί λεγόμαστε «Έλληνες»; Εσύ γνωρίζεις την απάντηση;

Πώς δημιουργήθηκε ο όρος Έλληνας και πώς ο όρος Γραικός, ο οποίος προϋπήρχε; Μια αναδρομή στην ιστορία του ονόματος των Ελλήνων

Ένα ερώτημα που μπορεί εύκολα να δημιουργηθεί στον οποιοδήποτε είναι η προέλευση του ονόματος «Έλληνας». Για ποιο λόγο οι κάτοικοι αυτού του τόπου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο πήραν το συγκεκριμένο όνομα και πώς ο ίδιος ο τόπος κατέληξε να ονομάζεται Ελλάδα; Και κυρίως πότε άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος «Έλληνας» για να δηλώσει μια κοινή εθνική καταγωγή ανεξάρτητα από την ξεχωριστή προέλευση του καθενός (Αχαιοί, Δωριείς, Ίωνες κλπ), ενώ αυτό που λίγοι ίσως ξέρουν είναι ότι ο όρος «Γραικός» προϋπήρξε του «Έλληνα» Η μακραίωνη γραπτή παράδοση των ελληνικών και η αναλυτική ελληνική μυθολογία που είχε μια απάντηση για… όλα μας βοηθά πάρα πολύ να κατανοήσουμε πώς γεννήθηκε το όνομα των Ελλήνων.

Ο φιλόλογος και αρχαιολόγος κ. Ευθύμιος Αδάμης σε μια άκρως αναλυτική καταγραφή στο blog  του «Ομηρική Έρευνα» παρουσιάζει κάθε πλευρά της γέννεσης του όρου «Έλληνας» ακολουθώντας τα χνάρια της μυθολογίας, αλλά και τα σπουδαία γραπτά κείμενα της αρχαιότητας ξεκινώντας από τον Όμηρο. Μπορείτε να δείτε την ανάλυση του στο blog του ΕΔΩ.

Οι Μύθοι

Οι  αρχαίοι  ανέφεραν  ένα  φυλετικό  μύθο, με  τον οποίο  «ερμήνευαν»  την εθνική  τους  ονομασία  «Έλληνες» συνδέοντάς  τη  με  το όνομα   του  μυθικού  βασιλιά  και  γενάρχη «Έλληνα» (θεωρία  του  κοινού  προγόνου – γενάρχη) απ’  τον  οποίο  προήλθαν  όλα  τα  ελληνικά  φύλα .

Την   ύπαρξη του  Έλληνα  δέχονταν  ακόμη  και  οι  μεγάλοι  ιστορικοί  της αρχαιότητος  όπως ο  Ηρόδοτος  ή ο  Θουκυδίδης  οι οποίοι  με  την  σειρά  τους  επανέλαβαν, χωρίς  συστηματικό  έλεγχο, το «μυθικό αξίωμα» και  στις  επίσημες  πλέον  ιστορίες  των  Ελλήνων, έτσι  συνδέθηκε  άμεσα  η εθνική  ονομασία  με  τον  γενάρχη, βασιλιά  της  Φθίας, (τον «Έλληνα»), ο  οποίος  είχε  γιούς  τους  υπολοίπους  «γενάρχες»  των  ελληνικών  φύλων : τον  Αίολο, τον  Δώρο  και  τον  Ξούθο.

Ο μύθος, εάν  τον  παρακολουθήσουμε  στην αφήγηση του Απολλοδώρου αναφέρεται  στο  πανάρχαιο  γεωλογικό  φαινόμενο  του  κατακλυσμού  το  οποίο, ως  γεγονός,  είναι   καταγεγραμμένο  σε  πολλές  μυθολογίες   αρχαίων λαών  και  η σύνδεσή  του  με  την  καταγωγή των Ελλήνων  αποδεικνύει  ότι  οι  Έλληνες  συντηρούσαν  στην  παράδοσή  τους,  παλαιές  μνήμες  και  εμπειρίες  κοινές  με  πολλούς   άλλους  λαούς .

Κατά  τον  ελληνικό  μύθο, ο  τιτάνας  Προμηθέας  συμβουλεύει  τον  γιό  του, τον βασιλιά  της  Φθίας, που  ονομάζεται  «Δευκαλίων»  και  έχει  γυναίκα  την  κόρη  του  άλλου  τιτάνα  του Επιμηθέα,  την  «Πύρρα»,  να  φτιάξει  μια  κιβωτό  για  να  σωθεί  από  τον  επερχόμενο  κατακλυσμό.


Η γέννηση  του Έλληνα

Ο Δευκαλίων  κατασκεύασε  την κιβωτό και  σ’αυτή κατέφυγε  μαζί  με  την Πύρρα  στις  εννέα  μέρες  που  ο Δίας, με  ασταμάτητη  βροχή, πλημμύρισε  τον  κόσμο.  Πνίγηκαν  λοιπόν  οι  άνθρωποι  και άλλαξε  οριστικά  η γεωλογική  όψη  της  Ελλάδας, όμως, όταν  υποχώρησαν  τα  νερά, και  η  κιβωτός  σταμάτησε  στον  Παρνασσό, ο  Δίας   συμβούλευσε  τους  διασωθέντες  να  δημιουργήσουν  και  πάλι  τους ανθρώπους, ρίχνοντας  πίσω  τους  πέτρες, έτσι  από  την  Πύρρα  προήλθαν  οι  γυναίκες  και  από  τον Δευκαλίωνα  οι  άνδρες.

Το  ζευγάρι  απέκτησε όμως  και  τα  ικά  του  παιδιά:  τον Έλληνα, τον Αμφικτύονα  και  την  Πρωτογένεια, (ενώ αναφέρονται  και  άλλα  όπως  η Θυία, η Μελανθώ…) .

Αυτοί οι μετα-κατακλυσμιαίοι  απόγονοι  του Δευκαλίωνα  απλώνονται  στις κοντινές  περιοχές  και  συνδέονται  επιγαμικά  με  άλλους  βασιλικούς  οίκους(;).

Ο Αμφικτύονας βασίλεψε  για λίγο κοντά στις Θερμοπύλες, (στην Ανθήλη), όπου ίδρυσε  την  Πυλαία  Αμφικτυονία,  κατόπιν  πήγε στην  Αττική, παντρεύτηκε την κόρη του Κραναού, τον  εκθρόνισε  και  βασίλεψε  για  δέκα  χρόνια , για  να  εκθρονιστεί και αυτός  με  την σειρά  του  από  τον Εριχθόνιο .

Ο Έλληνας, παντρεύτηκε τη νύμφη Ορσηίδα απέκτησε γιους  τον  Αίολο (Αιολείς), τον  Δώρο (Δωριείς)  και  τον Ξούθο, ο  οποίος  ήρθε  στην  Αττική, παντρεύτηκε  την  κόρη  του Ερεχθέα, την  Κρέουσα  και  απέκτησε  μαζί  της  δύο  γιούς που αποτέλεσαν τους άλλους  δύο  γενάρχες :  τον  Αχαιό  και  τον  Ίωνα.

Από  τον Αίολο  και την Εναρέτη λοιπόν γενήθηκαν πέντε  κορίτσια  και  φτά  αγόρια οι : Κριθέας, Αθάμας, Σίσυφος, Σαλμονέας, Διηόνας, Μάγνητας και Περιήρης(Αιολίδες),  Κρανάη, Αλκυόνη,Πεισιδίκη, Καλύκη  και Περιμήδη.

Από  τον  Δώρο,  προήλθαν  οι  Δωριείς, ο  Αιγιμιός (ο γιος  του  Δώρου) τους  έδωσε  τους  νόμους, όσο  ζούσαν  στην  κοιλάδα  του  Πηνειού, κάλεσε  μάλιστα  σε  βοήθεια  τον  Ηρακλή  εναντίον των Λαπιθών  και  υιοθέτησε  τον  Ύλο, επίσης  ως  γιός  του  Δώρου  θεωρούνταν  και  ο  Τέκταμος που επέδραμε στην  Κρήτη.

Ο Ίων  κατά  τον  Παυσανία  πρώτα  έγινε  βασιλιάς  στους  Αιγιαλείς  και  κατόπιν  στους  Αθηναίους, ενώ  ο  Στράβων υποστηρίζει  πως  επειδή  νίκησε  τους  Θράκες  για  την δόξα  του  οι  Αθηναίοι  τον  έκαναν  βασιλιά.

Ο Αχαιός γύρισε  στην Θεσσαλία και  από  εκεί  οι  γιοι  του Άρχανδρος  και  Αρχιτέλης ήρθαν στο  Άργος  όπου  κατέκτησαν την Πελοπόννησον (Αχαιοί) .

Βέβαια  είναι αδύνατο να  προσδιορίσουμε  χρονικά  αυτά  τα  πρόσωπα, την  ύπαρξή τους   ή  την  δράση  τους, όμως  η αναφορά  του κατακλυσμού (παρ’ ότι αναφέρονται και άλλοι  κατακλυσμοί  στους  αρχαίους  ελληνικούς μύθους π.χ. επί  Ινάχου, ή  επί  Ωγύγου)  είναι  ένα  στοιχείο  που  μπορεί  να  διασταυρωθεί  με  τις  αναφορές  της  Μεσοποταμίας, (για  τον  εκεί  κατακλυσμό), τον  οποίο  οι  επιστήμονες  χρονολογούν (εκεί) κοντά  στο 3000 π.Χ.

Συμπερασματικά  θα  λέγαμε  ότι  ο μύθος  εμφανίζει  τις  πρώτες  ελληνικές  φυλές ως  βιολογικούς  απογόνους  του Έλληνα, οι οποίες  αναπτύσσονται  στον  χώρο  της  κεντρικής  Ελλάδας, μάλιστα  στην  ευρύτερη  περιοχή της Φθίας, (και της Αττικής) σε  κάποιο  χρόνο  ακαθόριστο.

Φυσικά, μόνο  τα  παιδιά  του  Έλληνα  φέρουν αυτό  το  όνομα (Έλληνες) ενώ  η  γενιά  του  αδελφού του Αμφικτύονα, μένει  ανώνυμη  μέχρι  που  ο  εγγονός  του  (ο  γιος  του Ιτωνού), ο Βοιωτός  μετέδωσε  εκείνος  τ’  όνομά  του  στους  Βοιωτούς, το  ίδιο  και  η  γενιά  της Πρωτογένειας  που με  τον Δία  γέννησε τον Αέθλιο και τον Οπούντα (κατ’ αλλους  με  τον Λοκρό) ονομάζει  το  φύλο των  Λοκρών (από  την  Θυία, ο Μάγνητας  και  ο Μακεδόνας  και από  την Μελανθώ  ο  Δελφός).

Αυτή την παράδοση  όπου δεν ονομάζονται όλοι  Έλληνες, αλλά  μόνο το ένα τρίτο των επίσημων απογόνων του Δευκαλίωνα, ενώ οι άλλοι φέρουν τοπικές ονομασίες, τη συναντάμε υπαρκτή στον  Όμηρο,  όταν ο ποιητής, συντηρεί  την  τοπική  φυλετική διαίρεση και μνημονεύει τις ονομασίες.  Άμεσα, όμως στο  όνομα  Έλληνες, συνδέει  μόνο  τους  Μυρμιδόνες, οι οποίοι (κατά  μία  άποψη) ξεκάθαρα  στη Β της Ιλιάδας  ονομάζονται  και  Έλληνες, ενώ κατά  άλλη εκτίμηση οι Έλληνες  είναι  ένα  μικρό  φύλο, πολεμικό,  που συμβιώνει μαζί τους  στη Φθία  και  έχει  βασιλιά  τον γενναιότερο  από  τους  ήρωες, τον Αχιλλέα.

Οι Έλληνες στον Όμηρο

Η  πρώτη λοιπόν  πιστοποιημένη σχέση  του συγκεκριμένου λαού, των Ελλήνων, με  ένα  πρόσωπο της  εξουσίας και με  ένα  γεωγραφικό  χώρο, ζωής  και  δράσης τους  (λαός – βασιλιάς- περιοχή)  είναι  αυτή  που  κατατίθεται  στην  Ιλιάδα  στο  σχήμα:  Έλληνες – Αχιλλέας (βασιλιάς)- Ελλάς – Φθία (πατρίδα).

Ο προσδιορισμός  του  λαού με  βάση τον μύθο, γίνεται δεκτός  από  τον Όμηρο  αφού  οργανώνει τα  γεγονότα  με  βάση τις  γενεαλογίες. Αυτές  αποτελούν την ταυτότητα  του απογόνου, το  πιο  περιληπτικό σχήμα  καταγωγής  και  ιστορίας  ενός  γένους  ή  ενός  φύλου.

Η  γενεαλογία  λοιπόν  του βασιλιά  των  Ελλήνων(- Μυρμιδόνων) διότι αυτή  σημαίνει  πολλά  για  την  κοινή  πορεία  τόσο  του  βασιλικού  οίκου, όσο  και  του  λαού, είναι  γνωστή  στον  ποιητή, γι’ αυτό  και  εκείνος  φωτίζει  το  παρελθόν  με  το  στόμα  του   ιδίου  του  Αχιλλέα:

«όμως εγώ περηφανεύομαι πως είμαι γενιά του Δία, του μεγάλου,

με  γέννησε ο  Πηλεύς, ο γιος του Αιακού, άνδρας που στους πολλούς

βασιλεύει Μυρμιδόνες και ο Αιακός ήτανε  γιος του Δία…»

                                                                                                        Φ 187-189

Άραγε  οι  Αιακίδες  βασιλείς  είχαν  την  τιμή  της άμεσης  σχέσης με  τους  Μυρμιδόνες  και  αυτοί  ήταν  οι  αμιγείς  απόγονοι της  πρώτης  βασιλικής  αρχής (Αιακός), συνεπώς  μόνο ο δικός  τους  βασιλικός οίκος (Αιακίδες) διοικεί  νόμιμα (με κληρονομική  διαδοχή) τους  φερόμενους  Μυρμιδόνες -Έλληνες της  Ιλιάδος, ή  έστω ανάμεσά  τους  το  μικρό  φύλο  που  μένει  στο  βασίλειό  τους  στην  Φθία  και  ονομάζεται Έλληνες .

Αυτή  η μυθική αντίληψη ότι: Αιακίδες – Μυρμιδόνες- Φθία, έχουν  στενή και σταθερή σχέση, την  πιστοποιούσαν ποικιλοτρόπως και πολλοί άλλοι μύθοι (αναφερθήκαμε) οι  οποίοι συνέδεαν  στενά  τον  γενάρχη Μυρμιδόνα με τους Αιολείς, αφού  τον  ανέφεραν ως εγγονό  του Αιόλου  από  την κόρη  του, την Πεισιδίκη, ή τον Φθίο με τους  Αχαιούς  αφού  τον  ανέφεραν  ως  γιο  του Αχαιού, μάλιστα (ο Φθίος) είχε  ένα  γιο  που  ονομαζόταν  Έλληνας (κατά  μια  παράδοση ίδρυσε  την  πόλη Ελλάς), ο Απολλόδωρος  αναφέρει  τον  Φθίο  ως  γιο  του  βασιλιά  της  Αρκαδίας  Λυκάονα, (απηχείται  η σχέση Δαναών – Μυρμιδόνων).

Πρέπει  λοιπόν   να   δεχθούμε  ότι  αυτή, η  διασύνδεση  των  προσώπων  (βεβαιωμένη  από  την  παράδοση), σημαίνει  φυλετική  σχέση, διότι  Αιολείς – Αχαιοί – Μυρμιδόνες  συνδέονται  αναμεταξύ  τους  μ’ ένα  πλέγμα   σχέσεων (καταγωγή-επιγαμίες κλπ) ενώ  επίσης  μοιράζονται  και  ένα  μικρό  γεωγραφικά  χώρο  με  τον  οποίο  συντηρούν  μια  μακρά  παράδοση.

Σύμφωνα  με  την  μυθολογική  θεώρηση, το όνομα «Έλλην» υπήρξε όνομα  αρχαιοτάτου τοπικού  βασιλέα, σ’  ένα  φυλετικό  κορμό  μετά  τον  κατακλυσμό, γι’ αυτό  και  επανέρχεται στον  ίδιο  χώρο, σε πολλές  και  διαφορετικές  γενιές, μέσα  σε  συγγενικά  φύλα.

Ο Αχιλλέας λοιπόν  αποτελεί  την  προέκταση  του  μύθου αφού  έχει  στο  βασίλειό του τους απογόνους  του  Έλληνα  και  τους  ίδιους  μαζί  του, ως  στρατιώτες   στην  Τροία,  μάλιστα  όταν  θα  σκοτωθεί  δεν αναλαμβάνει  στους  Μυρμιδόνες  βασιλιάς  ο ανιψιός  του, ο  Μενέσθιος,  που  βρίκσεται  εκεί, αλλά  τηρείται  το  τυπικό  της  διαδοχής  και καλείται  στον  πόλεμο  ο  διάδοχος, (Νεοπτόλεμος) που  στρατολογείται  ξανά  από  τον  ίδιο  άνθρωπο, τον Οδυσσέα  και  στο  ίδιο  νησί  (όπως  και ο  πατέρας  του), την Σκύρο!

Εντυπωσιακό  είναι  και  το  μεγαλειώδες  τυπικό  της  ταφής  του  Πατρόκλου με  τις  ανθρωποθυσίες, την  πυρά, την  πομπή, τους  αγώνες, δηλώνοντας  εκεί  μια  φυλετική  διαδικασία, με  απαράβατους  εθιμικούς  κανόνες.

Υπάρχει όμως  εδώ  μια  δυσαρμονία, διότι  το  γενεαλογικό δένδρο  του  Αχιλλέα τον  μετάγει  έξω  από  την  Φθία,  στην  Αίγινα, από  όπου  ο  Πηλεύς  έρχεται  φυγάς  και  συνεπώς  έξω  από  τον  κύκλο  της  μυθικής  διαδοχής  του  Έλληνα  και  των  κατά  παράδοση  Ελλήνων .

Παρακολουθώντας  τους  μύθους δημιουργείται  η  αίσθηση  ότι ο Πηλέας «εγγράφεται»  επιγαμικά «Έλληνας»(;), είτε από τον γάμο του με την  κόρη του Ευρυτίωνα (Αντιγόνη) του  γιου  του  Άκτορα (είναι  γιος  του Μυρμιδόνα) που  και  εκείνος  έχει  παντρευτεί  απόγονο του  Έλληνα,  την κόρη  του  Αιόλου  την  Πεισιδίκη (Αιολείς, γενιά  του  Έλληνα),  είτε  από  τον  γάμο  του  με  την  Θέτιδα, αν  τελικά  αυτή  ήταν  μια  ντόπια  πριγκίπισσα  και  μόνο, ως  προς  το  όνομα  θεά ( είτε  συνωνυμία, είτε  μυθοπλαστική  αυθαιρεσία).

Βέβαια  ακόμη και ο λαός  του  Πηλέα, που ήταν κατά τη μυθολογική  παράδοση  οι  Μυρμιδόνες, και  αυτοί  πλάστηκαν αλλού, έξω  από  την κατά παράδοση  Ελλάδα (τη Φθιωτικό -Βοιωτία).

Δηλαδή  εάν  εξαιρέσουμε  τις  επιγαμίες,  μόνο ο  Πηλέας, στην  περιοχή  της Φθίας  «συγγενεύει» με  τους  θεόπλαστους (από τα  μυρμήγκια ) Μυρμιδόνες  της  Αιγίνης  και   αυτός  μόνο  μπορεί  να  «συγγενέψει», ως  βασιλιάς  τους, και  τους  υπόλοιπους  Μυρμιδόνες  με  τους  Έλληνες  της  Φθίας, απογόνους  του  βασιλιά   Έλληνα …

Είναι  η  επιγαμία   του  λοιπόν  και  μόνον  που  προσδίδει  στους  Μυρμιδόνες  την  ονομασία  Έλληνες, την  οποία  όμως  δεν  φέρουν  οι  υπόλοιποι  ντόπιοι  Φθίοι :  Λαπίθες, Βοιωτοί, Μάγνητες κλπ που κατοικούσαν  μόνιμα  εκεί, πολλά  δείχνουν  πως  όχι (κάτι  άλλο  υπάρχει).

Ίσως  κάποια  κατάκτηση (που υπαινίσσεται  και ο  Ησίοδος  διότι  ο Πηλέας  είναι αρχηγός  στρατού με μεγάλη δύναμη), ή  κάποια  μετοίκηση (και κατόπιν οι επιγαμίες)  να  μεταβίβασε  το  τοπικό  φυλετικό  όνομα «Έλληνας» στον  Πηλέα, κατάσταση  που  μπορεί  να  παντρέψει  τυπικά  τους  Μυρμιδόνες  με  τους  Έλληνες, εκτός  αν  οι  Μυρμιδόνες  έφεραν  εκείνοι,  πάντα   το  όνομα  Έλληνες .

Εάν  εξαιρέσουμε  τον   φυλετικό  μύθο  του  μετα-κατακλυσμιαίου  βασιλιά – γενάρχη  που ονομαζόταν  Έλληνας  και δάνεισε  το  όνομα  στους  απογόνους  του (και  όχι  μόνο) του  οποίου  η  παρουσία  ερμηνεύει  την  σχεση  ονόματος  και  λαού («Έλλην-Έλληνες») τότε  θα  πρέπει  να  αναζητήσουμε κάποιο  άλλο  δρόμο  για  να  ερμηνεύσουμε   την  ονομασία  και  την  σχεση  που  έχει  με  τον  Αχιλλέα .

Η διερεύνηση  της  σχέσης   εθνωνυμίου  και  λαού, όταν ο διάλογος  με  τους  μύθους  καθίσταται  αδιέξοδος, πρέπει  να   επιχειρηθεί  μέσω  άλλων δρόμων : είτε  αναζητώντας   ιστορικές  πληροφορίες  μέσα  στην  μεταγενέστερη  γραμματεία (εάν υπάρχουν), είτε  μέσω  της   ετυμολόγησης  του  ονόματος (της  λέξης Έλλην) για  να  εντοπίσουμε  το  ειδικό  νοηματικό  φορτίο  της  λέξης, και  κατόπιν  γλωσσικά  να  διαπιστώσουμε  κάτω  από  ποια  γλωσσική  διαδικασία, το  νόημά  της  μεταβιβάστηκε  σε ευρύτερα  σύνολα (π.χ. μια  λέξη  που  περιέγραφε  τόπο, μεταφέρεται  και  στον  κάτοικο, και συνεπώς  σ’  ένα  ευρύτερο σύνολο, τον  λαό,  δηλ. το  «Έλληνες», πιθανόν  ν’  αποτελεί  παράγωγο  του  τοπωνυμίου «Ελλάς» ή του  υδρωνυμίου  «Ελλάς»  το  οποίο  θα  προϋπήρξε ).

Βέβαια  καμιά  ετυμολόγηση  δεν  μπορεί να  εξηγήσει  αξιόπιστα  ή  να  αιτιολογήσει  την  επιλογή  ενός  εθωνυμίου (π.χ. Σκύθες), πως  δηλαδή  από  μια  ομάδα  ανθρώπων  επιλέγεται  μια  εθνωνυμία, σε μια  τόσο πρώιμη  εποχή  ή πως  μεταβιβάζεται σ’ άλλους  ομοφύλους . Ο εντοπισμός  ενός  βασικού  νοήματος  είναι  πολύ  χρήσιμος, γιατί  μπορεί  να  φωτίσει  αυτόν  τον  δρόμο  της  επιλογής  ή  την  σημασία  που  είχε  το  όνομα  για  την  ομάδα .

Τα  ελληνικά  κείμενα

Σ’ αυτές  τις  ερευνητικές  προσπάθειες, όπου  ο  έλεγχος   αφορά  όχι  μόνο τον  όρο  «Έλληνες» αλλά  και  το τοπωνύμιο « Ελλάς», χρειάζεται  να  επιστρέψουμε  στην  πηγή  της   επίσημης  καταγραφής  τους,  δηλαδή  στα  ομηρικά  κείμενα   που  αποτελούν  την  παλαιότερη  λογοτεχνική  πηγή  των Ελλήνων.

Ο  Όμηρος, όπως  ήδη  αναφέραμε, καταγράφει αυτή  την  σχέση «Ελλάς – Έλληνες» για  τον  λαό  του Αχιλλέα  που  εξεστράτευσε  στην  Ασία, δηλαδή για  τους  «Μυκηναίους» της  Φθίας, χωρίς   να  χρησιμοποιεί  ποτέ  τον  όρο  Έλληνες, ως  εθνικό  τους  όνομα .

Τους  ονομάζει  συστηματικά  μόνο «Αχαιούς», «Παναχαιούς», «Δαναούς», «Αργείους» και  την  λέξη  «Έλληνες»  που την  γνωρίζει  και  ως  ονομασία  τόπου(Ελλάς), και  ως  ονομασία  λαού, την αποδίδει  αποκλειστικά στους  στρατιώτες  του  Αχιλλέα.

Οι  δύο  όροι  «Ελλάς» – «Έλληνες» συνδέονται   στενά  και  ο  ένας  παραπέμπει  στον  άλλο,  διότι  ο  λαός  του  Αχιλλέα, πιστοποιημένα  έχει  τριπλή  ονομασία  ‘Ελληνες – Μυρμιδόνες – Αχαιοί και  ο  Αχιλλέας, στη Ι -395, δεχόμενος  την αντιπροσωπεία  των βασιλέων για  να  πάψει  την  οργή  του, θ’  αναφέρει ότι «Αχαιίδες  έχει  πολλές  η Ελλάς  και η Φθία, κόρες  ισχυρών  ανδρών…» και στην  ίδια  ραψωδία,  ο  παιδαγωγός  του Αχιλλέα, ο Φοίνικας, θ’ αναφέρει (Ι 448) μια  ευρύτερη  περιοχή που όπως  υπονοεί ο Όμηρος  την  έλεγαν και  αυτή «Ελλάδα», η οποία  μάλιστα, όπως  δείχνει  το  κείμενο,  δεν  ανήκε  όλη  μόνο  στην  επικράτεια  του Αχιλλέα (και  του  Πηλέα) .

Ως δεδομένο  πρέπει  να  δεχθούμε  ότι  στο βασίλειο  του Αχιλλέα  υπάρχει μια  περιοχή  που  τεκμηριωμένα  ονομάζεται  «Ελλάς» και  ένας  λαός  που  ονομάζεται «Έλληνες» αν  ο  κατάλογος  νεών,  είναι  μυκηναϊκός  και  αποτυπώνει  τα  τοπωνύμια  εκείνης  της  εποχής  και  αυτές  οι  ονομασίες  (τοπωνύμια  και  λαοί)  έχουν  πράγματι  ένα  πολύ  μακρινό  παρελθόν.

Αυτό  που  κάνει  ιδιαίτερη εντύπωση  είναι  ότι  το  τοπωνύμιο  «Ελλάς»  δεν  δείχνει  να  είναι  προσφιλές  στις   ονομασίες  του  καταλόγου, διότι  δεν  μνημονεύεται  ξανά  στον κατάλογο  για  άλλη  περιοχή  ή  για  πόλη  παρ’  ότι  κάτι  τέτοιο  συμβαίνει  με  άλλα  τοπωνύμια  όπως  π.χ. το  Άργος … ενώ  συνηθίζεται  γενικότερα  (κάτι  τέτοιο), ως  πρακτική  ονοματοθεσίας, δηλαδή  κατά   την  Μυκηναϊκή  περίοδο  πολλές ονομασίες  επαναλαμβάνονται  π.χ. ποταμών  ή  ορέων  ( Ίναχος, Ασωπός…).

Βέβαια  ακόμη  και  η  ονομασία  «Έλληνες»  στο  Όμηρο  έχει  αινιγματική  καταγραφή διότι  δεν  αποτελεί  μόνο μια  περιορισμένη  ή μόνο μια  τοπική  ονομασία (ενός  μικρού  φύλου).

 Υπάρχει  ο αινιγματικός  στίχος  στην Β (-530) που  αναφέρεται  στον  Αίαντα  τον  Λοκρό, γειτονικό  βασιλιά του Αχιλλέα, ο  οποίος  ως  στίχος  μαρτυράει  εύγλωττα  για  το  αντίθετο :

«Λοκρών  δε  ηγεμόνευε Οϊλήος ταχύς Αίας

…………………ολίγος μεν  έην, λινοθώραξ,

εγχείη  δ’ εκέκαστο Πανέλληνας και Αχαιούς»

Μετάφραση :

« στους Λοκρούς ήταν αρχηγός ο Αίας, ο γιος του Οιλέα

…….κοντόσωμος  ήταν και φορούσε λινό θώρακα

όμως στο κοντάρι ξεπερνούσε  τους Πανέλληνες  και  τους Αχαιούς…»

                                                                                                         Β 530

Είναι ο μοναδικός στίχος  που  μπορεί  να  δημιουργήσει πολλές απορίες  για  την  λέξη «Πανέλληνες» διότι  γενικεύει  την  ονομασία,  χωρίς  να  διευκρινίζει  ποιους  εννοεί, σε  ποιους  αναφέρεται : στους  Λοκρούς,  στους  Μυρμιδόνες, και στους  δύο, στους  Λοκρούς  και  τους  Βοιωτούς,  ή  μήπως  σε  όλους  τους  Αχαιούς ; Όλα  είναι  πιθανά!

Ο  ποιητής  πράγματι  χρησιμοποιεί  147 φορές το όνομα «Δαναοί», ενώ δεν χρησιμοποιεί  δεύτερη  φορά  το  «Πανέλληνες», παντού  επιλέγει  ονομασίες  από το σχήμα  «Αχαιοί, Δαναοί, Παναχαιοί, Αργείοι», ενώ  πουθενά  δεν προσθέτει  την  ονομασία  «Έλληνες» ή «Πανέλληνες «, άραγε  ο  συγκεκριμένος  στίχος  αποδεικνύει  περίτανα  ότι  ενώ  υπήρχε  λέξη με  φυλετική σημασία, που ήδη λειτουργούσε ως  συλλογική  επωνυμία, εντούτοις   δεν  χρησιμοποιείται  συνειδητά  δεύτερη φορά..

Ίσως  οι  «Πανέλληνες»  να  ήταν  οι  λαοί  νοτιοανατολικά  της κοιλάδας  του  Σπερχειού στους  οποίους  ανήκε  ο  Αίας  ( Λοκροί) γειτονική  περιοχή  της  Φθίας, ίσως  είναι  η περιοχή  που  υπονοεί   στο  δρομολόγιό  του  ο  Φοίνικας (η Ελλάς) (Αμφικτύονες 😉

Ας  εξετάσουμε  όμως  για  λίγο  σε  βάθος  χρόνου τις  ονομασίες  (τοπωνύμια – φυλετικά  ονόματα)

Εάν  ο  ποιητής  χρησιμοποίησε  κείμενα  παλαιότερα, κάτι  που θεωρείται  σίγουρο, λόγω  των  συχνών  στερεοτύπων, που  έχουν  εντοπισθεί  και  μελετηθεί  στο  έπος, αυτό  σημαίνει με  βεβαιότητα, ότι  όχι  μόνο  οι  λέξεις  «Ελλάς – Έλληνες» αλλά  και  πολλές  άλλες  ονομασίες  είναι  γνωστές  στη  παλαιότερη  ποίηση  του  έπους, κατά  συνέπεια   ήδη  χρησιμοποιούνταν, είτε  ως  τοπωνύμια,  είτε  ως  ονομασίες – επωνυμίες  πριν  τον 12ο αι.

Συνεπώς  οι  όροι  «Ελλάς» και «Έλληνες»  υπήρξαν  πριν τον 12ο αι  ενώ ο  υπόλοιπος  φυλετικός  κορμός  (οι  ελληνόγλωσσοι)  έφερε  κάποιο  άλλο  εθνωνύμιο (Δαναοί; Αργείοι;).

Βέβαια  είναι  όντως  παράδοξο  πως  συμβαίνει   τα  ελληνόγλωσσα  φύλα, ενώ  άκμασαν  πολιτιστικά,  δημιούργησαν σταθερές  εγκαταστάσεις, οικονομία, διοίκηση  και  πνευματικά  προϊόντα (τέχνη-γραφή- μύθους-λογοτεχνία), η  επική  τους  παράδοση  που  ψάλλει  τα  θέματα, πριν  τα  τρωικά,  να  μην  προκρίνει  γι’ όλα  αυτά  τα  φύλα   ένα  και  μόνο  κοινό  όνομα, αλλά  διατήρησε  τα  τοπικά  ονόματα, παρ’  ότι   άσκησαν  ενιαία  δράση  στο  Αιγαίο  και  στην  Μεσόγειο, με  στρατηγικούς  στόχους  εκτός  συνόρων;

Τι  συνέβη  άραγε  ώστε  ν’ αδρανοποιήσει  την δυναμική  της  ή  να  παγώσει   την διαπιστωμένη  έξοδό  της  από  την  κοιλάδα  του  Αχιλλέα (Πανέλληνες);Μάλιστα  αυτή  η  πρακτική  στην  ποίηση  δεν  σταμάτησε  ούτε  με  την  παρέλευση  των μυκηναϊκών  χρόνων, αφού  η  ονομασία  «Έλληνες»  που  καταγράφεται  πριν  τα  τρωικά  υπαρκτή, αλλά  ανίσχυρη, (Κατάλογος  νεών) κατά   τον  9ο  ή  τον  8ο αι π.Χ.. που  ζει  ο  Όμηρος,  ακόμη  δεν  έχει  επικρατήσει  σε  όλους  τους  Έλληνες,  αντίθετα φαίνεται  ακόμη  το  ίδιο  ανίσχυρη  και  περιορισμένη  γεωγραφικά (και η  ονομασία Ελλάς).

Ίσως  η  «Κάθοδος  των  Δωριέων», ίσως  οι  μεγάλες  αναστατώσεις  των  λαών, η εκδίωξη  των αιολικών  πληθυσμών, ίσως  ο πνευματικός  μεσαίωνας που θεωρητικά  ακολούθησε  με  την  άγνοια  της  γραφής….. Πιστεύω  όμως  ότι  κανείς  δεν  μπορεί  να  δώσει  μια  πειστική  απάντηση  διότι  δεν  υπάρχει  μια  απάντηση  πειστική, παρά  μόνο  υποθέσεις ….

Περιγράψαμε  λοιπόν  μια   χρονική  πορεία  του  ονόματος, μέχρι  τον  8ο αι π.Χ. αποδεχόμενοι  έμμεσα  μια  χρονική  αφετηρία  του,  κατά  την  μυκηναϊκή  εποχή εστιάζοντας  κυρίως  στον  Όμηρο, διότι  οι  δύο ονομασίες (Ελλάς- Έλληνες) δεν  διαπιστώνονται  πουθενά  αλλού, για  παράδειγμα  στις  μυκηναϊκές  πινακίδες, παρ’ ότι εκεί καταγράφονται  τοπωνύμια – ανθρωπωνύμια  και  εθνικά  ονόματα  ( π.χ. Κνίδιαι, Ζεφύραι , Μιλάτιαι, Άσιαι …) .

Ενδιαφέρον  όμως  έχει  να  δούμε  πως  τελικά  το  τοπωνύμιο  μιας  μικρής  περιοχής  γενικεύτηκε  και  κάλυψε  την  νότιο  Βαλκανική  και  το  όνομα  ενός  μικρού  φύλου  κάλυψε  όλα  τα  υπόλοιπα   και  επικράτησε;

Από  τον  Όμηρο  τεκμαίρεται  ότι  κατά  τον   9ο και  τον 8ο αι  η  χώρα  δεν  λέγονταν  ακόμη  Ελλάδα,  ούτε  ο λαός  ακόμη « Έλληνες»  και  αυτή  η διαπίστωση  δεν  είναι  μόνο η  «άποψη»  του  ποιητή  Ομήρου  (όποτε  και  αν  έζησε  αυτός).

Την ορθότητα  της  μαρτυρίας  αποδεικνύει  και  το  έργο  του  Ησιόδου, ενός  άλλου  αρχαίου ποιητή  ο  οποίος  δεν  επιλέγει  να  μιλήσει  για  τη μυκηναϊκή  εποχή, αλλά κυρίως  για  την εποχή  του, μια  χρονική  περίοδο  αρκετά  κοντινή  στον Όμηρο.

Ο  Ησίοδος,  έζησε  το 750 π. Χ  στην Βοιωτία  μια  περιοχή  «κοντινή»  της  κοιλάδας  του Σπερχειού, με μεγάλη  μυκηναϊκή παράδοση. Αυτός  γνωρίζει  λοιπόν  τους  όρους  «Ελλάς» και «Πανέλληνες» εντούτοις  αναφέρει  τους  Μυκηναίους ως Αχαιούς  και  ο  τρόπος  που  χρησιμοποιεί  τις  λέξεις  αποδεικνύει   μια  περιορισμένη  τους  εξάπλωση .

Στο   ποίημά  του «Έργα και  Ημέραι», όταν  αναφέρεται  στην περιοχή  της Αυλίδας  και  στην  στρατιωτική  σύναξη  για   τον  Τρωικό  πόλεμο  λέει :

« εκεί  που  οι  Αχαιοί  περίμεναν να  πάψει  η  θύελλα  τότε  που  είχαν  μαζέψει απέραντο  στρατό  απ’  την  «Ελλάδα» …»

επίσης  στο  ίδιο  ποίημα, χρησιμοποιεί με  καθολικότερη  έννοια τον όρο «Πανέλληνες» όταν   αναφέρεται  στον  μήνα  Ληναιώνα, στον  οποίο   θα  κάνει  λόγο  για  τον  ήλιο  που :

« γυρίζει  πάνω  από  τον  λαό  και  την πολιτεία  των  μελαμψών ανθρώπων  και  αργεί  να  φέξει  στους  Πανέλληνες»

(…..βράδιον  δε  Πανελλήνεσσι  φαείνει…)

Ακόμη, στα  «αποσπάσματα» του  ιδίου  ποιητή  παρατηρούμε  ότι  γίνεται  λόγος  για  την  γενιά  του «Έλληνα», δείχνοντας  ότι  γνωρίζει  τον  γνωστό μύθο .

«από τον  Έλληνα, τον  φιλοπόλεμο  βασιλιά

γεννήθηκε ο Δώρος, ο Ξούθος  και  ο  Αίολος ……»

Άραγε  η  ονομασία  Ελλάς, Έλληνες  και  Πανέλληνες επαναλαμβάνεται  με  τρόπο  που  αποδεικνύει  ότι ο  ποιητής  την  γνωρίζει  πολύ  καλά  και μάλιστα  ότι  αναγνωρίζει  την  έξοδό της από την Φθία, χωρίς  όμως να  την  αποδίδει συλλήβδην  στους  Μυκηναίους (Αχαιοί) ούτε την  επικαλείται  και  με  άνεση,  διότι  ακόμη  δεν  έχει  επικρατήσει παντού .

Όμως  το ζήτημα  της  χρονικής  εμφάνισης  του  ονόματος (Ελλάς – Έλληνες ) και  της  επέκτασης  του  συγκεκριμένου  ονόματος  σ’  όλα  τα  φύλα,  προβλημάτισε τους  πεπαιδευμένους  ανθρώπους   της  αρχαιότητας .

Ο   Θουκυδίδης  αναφέρεται  στο  συγκεκριμένο ζήτημα  και  η γνώμη  του μεγάλου  ιστορικού  της  αρχαιότητας  έχει  μεγάλη  σημασία:

«δοκεί  δε  μοι  ουδέ  τούνομα  τούτο  ξύμπασα  η  Ελλάς  πω  είχεν, αλλά  τα μεν  προ  του  Έλληνος του  Δευκαλίωνος  και  πάνυ  ουδέ  είναι  η  επίκλησις  αύτη….»

Μετάφραση :

« πιστεύω  δε  ότι   ούτε  το  όνομα  αυτό  είχε  ολόκληρη  η  Ελλάδα, αλλά  στην  εποχή  προ  του  Έλληνα,  του  γιου  του  Δευκαλίωνα, δεν  υπήρχε  καθόλου  η  ονομασία  αυτή….».

Ο  μεγάλος  ιστορικός  δέχεται  ότι  η ονομασία «Έλληνες» όπως  άλλωστε  πιστοποιεί  και  το  Ομηρικό  κείμενο  εμφανίζεται  στην  Φθία, και  από  εκεί  κατόπιν  εξαπλώθηκε στην  υπόλοιπη  Ελλάδα :

«  ….όταν  ο  Έλληνας  και  οι  γιοι  του  έγιναν  ισχυροί  στην  Φθιώτιδα  και  τους  καλούσαν   στις άλλες  πόλεις  για  βοήθεια, τότε  ο  καθένας  ξεχωριστά  από  τους  άλλους  λαούς  άρχισαν να  ονομάζονται  «Έλληνες» λόγω  της  συχνής  συναναστροφής  μαζί  τους, αλλά  το  όνομα  αυτό   για  μεγάλο  διάστημα  δεν  είχε  την  δύναμη  να  επικρατήσει  σε  όλους».

 Συνεπώς  αιτία  της  εξάπλωσης  της  ονομασίας,  ήταν  η  αύξηση  της  στρατιωτικής  δύναμης  του ομώνυμου  ελληνόγλωσσου  φύλου, με  συνέπεια  την  στρατιωτική  του παρέμβαση  και  τις  στενές  σχέσεις  με  τα  υπόλοιπα  αδύναμα  φύλα  της  περιοχής,   που  τα  υποστήριζε  ενεργά. Αυτή  η  λογική  θεώρηση  που  υπερκαλύπτει  τον  μύθο  χωρίς  να  τον αποσιωπά  πλήρως, δείχνει  να  έχει  ερείσματα   ιστορικά  στον θεσμό  των Αμφικτυονιών.

Έλληνες ή Γραικοί;

Όμως  στο  ίδιο  ζήτημα, της  ονομασίας των  Ελλήνων, αναφέρθηκε  και  ο Αριστοτέλης  διατυπώνοντας  την  άποψη  πως  υπήρξε  και  ένα  άλλο, αρχαιότερο  όνομα  (το  οποίο  όμως  δεν  διατηρεί  κανένα  ίχνος  στον  Όμηρο) .

Ο Αριστοτέλης λοιπόν  αναφέρει  ότι  οι  Έλληνες  ονομάζονταν «Γραικοί» πριν  από τον  κατακλυσμό  του Δευκαλίωνα, ο  οποίος  συνέβη:

« περί  την  Ελλάδα  την  αρχαίαν,  αύτη δ’  εστίν  η  περί  την  Δωδώνη  και  τον Αχελώο…Ώκουν  γαρ  οι Σελλοί  ενταύθα  και οι  καλούμενοι  τότε  μεν Γραικοί  νυν δε  Έλληνες…»

Η  συγκεκριμένη  άποψη  η οποία   συνδέεται  με  το  λατινικό  Graecus δεν  φαίνεται  να  εκφέρεται  μόνο  από  τον Αριστοτέλη εντελώς  αβασάνιστα  αφού ακόμη και ο Ησίοδος  στις  «Ηοίαι» αναφέρει  ότι :

«Η  κόρη  του  λαμπρού Δευκαλίωνα, η Πανδώρα, μέσα

στα  παλάτια με  τον  πατέρα   Δία   που  στους  θεούς  ηγεμονεύει

σμίγοντας  εγέννησε  τον  Γραικό  τον  πολεμοχαρή»

Ο  Ησίοδος  μεταθέτει  τον  Γραικό  μετά  τον κατακλυσμό  και  τον  θεωρεί  «ανιψιό»  του  Έλληνα,  αναγνωρίζοντας  ότι  έχει  κάποια   θέση  στον φυλετικό  μύθο, όμως  και  ο Απολλόδωρος  θεωρεί  πως  πρώτο  όνομα  των Ελλήνων  ήταν  το «Γραικοί» και  επί  βασιλείας Έλληνα  άλλαξε « Ο  Έλλην  έδωσε  το  όνομά  του  στους  Έλληνες  που  ως  τότε  λεγόντουσαν   Γραικοί…».

Η  πληροφορία  του  Απολλοδώρου  και  του  Αριστοτέλη  δεν  βρίσκει  βέβαια, απήχηση  στον  Όμηρο, ο  οποίος  δεν  γνωρίζει τους  Γραικούς, μνημονεύει  όμως  στον  κατάλογο νεών  την  πόλη  Γραία, στην  επικράτεια  των  Βοιωτών.

Ο Χατζής  και  ο  Miller  απορρίπτουν  την  ύπαρξη  ενός  τέτοιου φύλου, όμως  αυτοί που  θεωρούν το  όνομα  «Γραικός»  αρχαιότερο  του «Έλλην» βρίσκουν  σημαντικούς μάρτυρες  των  απόψεών τους, όπως  είναι  για  παράδειγμα η  αρχαία  επιγραφή σε  μάρμαρο, που  βρέθηκε  το  1627 στην  Πάρο, το «Πάριο  Χρονικό», το οποίο  αναφέρει  γεγονότα  από  το  1581 π.Χ (όταν βασίλεψε ο  Κέκροπας), εκεί αναφέρεται  πράγματι  ο Γραικός, ως γιός  του  Θεσσαλού, κάτι  που   αναφέρει  και  ο  Στέφανος  ο  Βυζάντιος (στη  λέξη  Γραικός) .

Η  σύντομη  ανάλυση  που  κάναμε αποδεικνύει  πως  η  ονομασία  Έλληνες  έχει  χρονική  αφετηρία, δηλαδή εμφανίζεται  από  ένα   χρονικό  σημείο  και  μετά  στον λαό  των Ελλήνων, μάλιστα  εδραιώνεται  σε   χώρο   που  σχετίζεται  με  τους  Μυρμιδόνες  και  γενικότερα   με  το  βασίλειο του  Αχιλλέα.

Πολλοί  λοιπόν  θεωρούν ως  τόπο εμφάνισης  του  ονόματος «Έλλην», την Δωδώνη, και το  φύλο που  μετέδωσε  την ονομασία  είναι ένα  μικρό  φύλο  που  ζούσε  εκεί, το  οποίο  ονομαζόταν «Ελλοί»  ή Σελλοί. Όταν  αυτοί(οι  Σελλοί) σταδιακά  χάνονται, απέμεινε  εκεί, στον  χώρο  της  Δωδώνης, μια  μικρή  ιερατική ομάδα, που  ζούσε  με  ασκητικούς  κανόνες  και  λάτρευε  όπως  αναφέρει  ο  Όμηρος (Π – 233) τον  Δία :

«Δία  θεέ  Πελασγικέ, προστάτη  της  Δωδώνης, της  κακοχείμωνης, που από  σένα  οι  ανιφτόποδες και  χαμόκοιτοι  «Σελλοί»  προφέρουν  τα  θεία  λόγια…»

Αυτός  ο  χώρος  που ονομαζόταν  Ελλοπία  και  οι  Ελλοί, μετέδωσαν  το  όνομα  σ’ όλους  τους  υπολοίπους  με  μια  διαδικασία  σταδιακή (;).

Η  συγκεκριμένη  άποψη  ενώ  φαίνεται πειστική   δέχεται  πολλές  ενστάσεις  ανάμεσα  στις  οποίες   ότι  ο  Όμηρος, που αναφέρει  τους  Σελλούς, δεν χρησιμοποιεί  τίποτε  το  προσδιοριστικό  γι’ αυτούς, που να  τους  συνδέει  με την  ονομασία  «Έλληνες», όπως  στους Μυρμιδόνες (ως δεύτερη ονομασία), αλλά  τους  αναφέρει  «Σελλούς» ως  διαφορετική  επώνυμη  ομάδα, χωρίς  να  κάνει  κάποιο  σχόλιο. Δείχνει  λοιπόν  να   τηρεί  κάποια  απόσταση, παρ’  ότι  τη  μνεία  γι’ αυτούς   την  κάνει (μόνο) ο  βασιλιάς  των Ελλήνων,  ο  Αχιλλέας!

Άλλοι  υποστήριξαν  ότι  η  ονομασία «Ελλάς» προήλθε  από  τον  «Έλλοπα»  τον  γιό  του  Ίωνα, απ’ τον  οποίο  ονομάσθηκε «Ελλοπία» η χώρα  της  Δωδώνης, όπως  κάτι  αντίστοιχο  συνέβαινε  και  με  ένα  μέρος  της  Εύβοιας (κατ’  άλλους  ο  Έλλοπας  και  ο  Πελασγός  είναι  αδέλφια  του  Αχαιού).

Η  άποψη  αυτή  που  συνδέει  τους  Έλληνες  με  την  Ήπειρο  βρίσκει  σύμφωνους  πολλούς  επιστήμονες  που  θεωρούν  ότι, «Έλληνες»  ονομάστηκαν  μια   ομάδα, ένα  φύλο  ελληνικό  αιολόφωνο, το  οποίο  ζούσε  στην  Ήπειρο  και  μετανάστευσε  στην  Φθία,  πριν  τον  Τρωϊκό  πόλεμο (άλλοι  το  θεωρούν  γλωσσικά  συγγενικό  των Δωριέων, δυτική Διαλεκτο).

Στο  όλο  ζήτημα  της  εμφάνισης  του  ονόματος  των  Ελλήνων  και  της  επικράτησής  του  πάνω  στα  υπόλοιπα  ελληνόγλωσσα  φύλα, σημαντική  είναι  η άποψη  εκείνων  που  παρατήρησαν, πολύ  σωστά,  ότι το όνομα  συνδέεται  με  την «Αμφικτυονία  των Δελφων», δηλαδή  την  ένωση  των  ελληνικών  πόλεων  γύρω  από  το  Δελφικό  ιερό.

Είναι  γεγονός ότι  οι  συνασπισμένοι  λαοί σε  μια  πολιτικό- θρησκευτική  ένωση, μόνο  αυτοί  ονομάζονταν «Έλληνες»  και  πραγματικά  μόνο  αυτοί  είχαν  το δικαίωμα  να  συμμετάσχουν  στους  Ολυμπιακούς  Αγώνες  και  να  δέχονται  την  διαιτησία  των Ελλανοδικών (δωρικά)  ή  των  Ελληνοδικών (Ιωνικά).

Όσοι  λοιπόν  συμμετείχαν  στους  Ολυμπιακούς  αγώνες, ονομάζονταν «Έλληνες»  όπως π.χ. οι  Σπαρτιάτες, ενώ  οι  Αθηναίοι  που  δεν  συμμετείχαν   αρχικά  δεν  ονομάζονται Έλληνες,  ούτε  στα   χρόνια  του  Σόλωνα, αλλά  θα  ονομαστούν Έλληνες  μετέπειτα.

Η συγκεκριμένη άποψη  η οποία  αποτελεί  μια  ιστορική θεώρηση, επιβεβαιώνεται  από την  περίπτωση  των  Μακεδόνων, οι οποίοι  όταν  επί  βασιλείας  του Φιλίππου του Β΄ έγιναν  μέλη  της  Δελφικής  Αμφικτυονίας, τότε  ονομάστηκαν  «Έλληνες», ενώ  παλαιότερα  ήταν  απλά «Φιλλέλληνες».

Η  πρώτη  καταγεγραμμένη  χρήση  του  ονόματος, «Έλληνες» ως  εθνωνύμιο, που καλύπτει  όλους, βρίσκεται  στο  επίγραμμα  του  Αρκάδα  αυλωδού  Εχέμβροτου, όταν  αυτός  νίκησε  το  έτος   584 π.Χ  ( 48/3  Ολυμπιάδα) στους  αγώνες  « των  Αμφικτυόνων»  με  τα  «μέλη» (μουσική)  και  «τα  προς  τους  Έλληνας  Ελεγεία « .

Η  άποψη  ότι  η  ονομασία  προήλθε  από  τις  πολιτικό  – θρησκευτικές  ενώσεις, που  ονομαζόντουσαν  αμφικτυονίες  και  αναπτύχθηκαν  αργότερα  στην  περιοχή, μπορεί πράγματι  να  δώσει  μια  λογική  ερμηνεία, τόσο  στην  παρουσία, όσο και στην  επικράτηση  του  ονόματος, εάν   πράγματι  μνημονεύεται  και στους μύθους  μια  πρώτη  έννοια  ονόματος  που  να  τεκμηριώνει  κάτι  τέτοιο .

Αν  λάβουμε  υπόψη  την  αναφορά  του  μύθου  για τον Αμφικτύονα, τον αδελφό  του  Έλληνα, που  βασίλεψε  στις  Θερμοπύλες  και στην  Αθήνα, διαπιστώνουμε  ότι  η  συγκεκριμένη  ονομασία   μας  αποτυπώνει, «λεκτικά»  τον  θεσμό, ή  πιθανόν  τον εισηγητή,  ενώ  η  θέση  του  προσώπου  στον  μύθο, ο  οποίος  είναι ο  αδελφός  του  Έλληνα, συνδέει ( χρονικά) και  έμμεσα   αναμεταξύ τους  (φυλετικά)  τους  συμμετέχοντες  στον θεσμό ( είναι συγγενείς) .

Η  Πυλαία  αμφικτυονία, γύρω  από  το  ιερό  της  Δήμητρας  και η  Δελφική (που  έγινε  αιτία  σημαντικών πολέμων) αποτελούν  μια  περίτρανη απόδειξη  για  την  σημασία  που  είχε  ο  θεσμός  για  τους Έλληνες, επίσης  ιδιαίτερη  εντύπωση  προκαλεί  η  διαπίστωση  ότι  το  όνομα  των  Δελφών  προέρχεται  από  κοινή  ρίζα  με  τις  λέξεις: δελφύς, δελφίς, αδελφός (αφού  δελφύς  σημαίνει  μήτρα), και  η  χρήση  στον  πληθυντικό Δελφοί  ίσως σημαίνει «αδελφότητα» την  ένωση «αδελφικών» (συγγενικών) φύλων.

Τι  μπορεί  να  τους  ένωσε  λοιπόν;  Μόνο η συγγένεια, ο χώρος, το  ιερό, κάποια  κοινή  λατρεία, ή  ο  τρόπος  λατρείας; Μήπως  η  λέξη  «Δελφοί»  τα  λέει  όλα, διότι  σημαίνει  τον  «ιερό  χώρο»,  την  κοινή  μήτρα (περιοχή) ανάπτυξης  των  Ελλήνων;

Ο  μύθος αναφέρει  ότι  η κιβωτός  σταμάτησε  στον Παρνασσό  και  εκεί αναπτύχθηκαν  ξανά  οι άνθρωποι (φυλές ) και  σίγουρα  εκεί κοντά  οργανώθηκαν  και οι  λατρείες  που  αφορούσαν  κάποιους  θεούς  ή κάποια ζωογόνο δύναμη .

Την  υπόθεση  αυτή  ενισχύει  ο  επώνυμος  ήρωας  των Δελφών, ο  Δελφός που φέρεται  να  είναι  γιος  της κόρης  του Δευκαλίωνα, Μελανθώς, η οποία  τον απέκτησε  με  τον Ποσειδώνα, που  ενώθηκε  μαζί  της  με  την  μορφή  δελφινιού (κατά  άλλη  παράδοση  γιός  της Θυίας, της  άλλης  κόρης  του  Δευκαλίωνα).

Αυτό  που  δυσκολεύει  μια  τέτοια  θεώρηση  άμεσης  σύνδεσης  των  γηγενών  γύρω  από  το  ιερό, είναι  ο ομηρικός  Ύμνος στον  Απόλλωνα  ο οποίος  μας  πληροφορεί  πως οι  πρώτοι  υπηρέτες – ιερείς  του ναού ήταν Κρήτες, το πλήρωμα  ενός  πλοίου  που  ο  ίδιος  ο Απόλλωνας  το  έφερε  στην  Κρίσσα   καθοδηγώντας  το  μ’ ένα  δελφίνι, (όμως  δελφίς < δελφίνι) σκοπεύοντας  έτσι  να  τους  παραδώσει  το  πλούσιο  ιερό  του  να  το  υπηρετούν.

Στην  συγκεκριμένη  θεώρηση  αναγκαστικά  μπλέκεται  και  ο  Όμηρος  ο  οποίος στην  Ιλιάδα  δεν  μνημονεύει  τις  αμφικτυονίες (κατάλογος  νεών) ούτε  τους Δελφούς, εκτός  αν  οι «Πανέλληνές» του  είναι  οι  αμφικτύονες,  κάτι  που  πιθανόν  να  το  εννοεί  ακριβώς  έτσι  και  ο  μεταγενέστερος  Ησίοδος  στους  δικούς  του «Πανέλληνες».

Για  τον  Όμηρο  υπάρχει  περιοχή  Ελλάδα, που  πιθανόν  να  την  επεκτείνει  μέχρι  την  Βοιωτία  και  λαός  «Έλληνες»  που  μένει  κοντά  στον  Σπερχειό με  βασιλιά  τον Αχιλλέα..

Η  άποψη βέβαια ότι  υπήρξε  περικέντρωση  των  γειτονικών  φυλετικών ομάδων γύρω από  ένα  ιερό  είναι αρκετά  λογική  εκτίμηση, έχει ιστορικές  ρίζες  στην περιοχή  και  απήχηση  στους  μύθους, το  ερώτημα  που  μπορεί  να  τεθεί  είναι :  αμφικτυονία  ναι, αλλά γύρω  από  ποιο  ιερό  και  ποια  λατρεία;

Η ετυμολογία της λέξης

Οι λέξεις  «Ελλάς»  και  «Έλλην»  βρέθηκαν  συχνά  στο  επίκεντρο  της  έρευνας  και  η προσπάθεια  ετυμολόγησής  τους, δημιούργησε  γύρω  τους  μια   αρκετά   μεγάλη «φιλολογία  εικασιών»  είτε  για  την  προέλευση  των  λέξεων  είτε  για  το  νόημά  τους .

Η  σύγχυση  είναι  αναπόφευκτη  διότι πολλές  ελληνικές  λέξεις, δημιουργούν  αυτήν την  αίσθηση,  ότι  πράγματι  βρίσκονται  κοντά  στην  σημασία  των  ονομάτων  «Ελλάς – Έλλην»:

Ελλός  – Έλλοψ = ο  άφωνος, ο άλαλος .

Ελλοί (κατά  τον Πίνδαρο), Σελλοί (κατά  τον  Όμηρο) = οι  ιερείς  της  Δωδώνης.

Ελλοπία – Έλλοπες  =  η  χώρα  και  οι  κάτοικοι  της  Δωδώνης .

Σελήνη – Σέλας = το  φως, ο φωτεινός, η Σελήνη (έχουν κοινή  ρίζα  με την  είλη, ήλιος)

Ελάνη-Ελήνη, Ελένη = η λαμπάδα, φως (το  κύριο  όνομα  Ελένη- Έλενος εκ  του  αιρώ).

Έλλη =  η  κόρη  του  Αθάμαντα, (ενδεχομένως  και  σεληνιακή  θεότητα ).

Ελλά (Δωρικά) =  ο  θείος  θρόνος, η  ιερή  πέτρα…..

Ο μεγάλος  φιλόλογος Wilamowitz  εισηγείται  ότι   ρίζα  του  ονόματος  “Έλλην»  είναι  το « σάλ»  και  κατ’  επέκταση το  ρήμα  «σελλίζω» (ψελλίζω) που σημαίνει  προσεύχομαι (Σελλοί  οι  ιερείς στην Δωδώνη) είναι  όμως  αστήρικτο .

Το  ίδιο  αστήρικτη  είναι  και  η  ετυμολόγηση  κοντά  στην  ρίζα  «σελ» απ’  όπου  προέρχονται  οι  λέξεις  Σέλας, Σελήνη, Ελάνη (Ελήνη) με  την  έννοια  «φωτεινός»  ετυμολογία  που  εισηγείται  και  ο  Κούρτιος,  η  λέξη  Ελλάς  όμως  έχει  δύο  «λ» .

Η  ετυμολόγηση  με  βάση  το  επίθετο  ελλός (- έλλοψ – Ελλοπία), αποδεικνύεται  και  αυτή  αστήρικτη  διότι  το  ελλός  παίρνει  ψιλή, ενώ  το  ίδιο αστήρικτη  είναι  και  η ετυμολόγηση  από  το  την  λέξη  έλος = βάλτος (ένα «λ»).

Άλλοι  ετυμολογούν  την λέξη  Ελλάς  κοντά  στην  ρίζα  «σελ»  που  σημαίνει  «ξερός», «ξεραίνω» π.χ. Σελινούς  και  άλλοι  κοντά  στην  ρίζα  «ελλ» που  σημαίνει  ορεινός, χωρίς  να  μπορούν να  στηρίξουν  τις  απόψεις  τους.

Όπως  έχει  ήδη  επισημανθεί  είναι  δύσκολο  να  εντοπίσουμε  αν  προηγήθηκε  χρονικά  η  λέξη «Ελλάς», (το  τοπωνύμιο) και  συνεπώς  η  ονομασία  του  τόπου, από  την  οποία  κατόπιν   προέκυψε  το  όνομα  των κατοίκων  της (που ονομάστηκαν «Έλληνες») .

Είναι  γεγονός  ότι ο  κάτοικος  της  Ελλάδος (η «Ελλάς»  στην  γενική  της  Ελλάδος)  θα  έπρεπε  να  ονομαστεί «Ελλαδικός» σύμφωνα  με  την  κλίση  του  ονόματος  και  όχι «Έλλην», ενώ  το  αντίθετο  εντοπίζεται σε  ελληνικά  κείμενα, από  το  όνομα «Έλλην» προέκυψε  τοπωνύμιο, η  λέξη  Ελλανία(= η Ελλάς)  που  σημαίνει  Ελλάς.

Αυτή  η  γραμματική  ασυμφωνία  μας  υποδεικνύει  ότι  δεν  πρέπει  τόσο  εύκολα  ν’ απορρίπτουμε τους  μύθους  (τον  γνωστό  φυλετικό  μύθο), στους  οποίους  προηγείται χρονικά, ο  μετα-κατακλυσμιαίος βασιλιάς  Έλλην και ακολουθούν οι  απόγονοι του, (οι γιοι  του)  που  από  αυτόν  ονομάστηκαν  Έλληνες  και  πιθανόν  η περιοχή  που  έζησαν «Ελλάς», εκδοχή  που  συνάδει  και  με  άλλους  θεσσαλικούς  μύθους  αφού ο  γιος  του  Φθίου, ο  Έλληνας, φέρεται  να  είναι  αυτός  που  ίδρυσε  μια  πόλη  που  την  ονόμασε  «Ελλάς».

Εάν δεχτούμε  λοιπόν  ότι  το  κύριο  όνομα  «Έλλην» προηγείται χρονικά, διότι  δόθηκε σε  κάποιους  πανάρχαιους  χρόνους, τότε  είναι  πολύ  λογικό  να  δεχτούμε  ότι  στις  επόμενες  γενιές  υπήρξε  επανάληψή  του, όπως  συνέβη  για  παράδειγμα  με  τον  γιο  του Φθίου  (Έλλην), ενώ  το  ίδιο όνομα  δόθηκε  και  στις  πριγκίπισσες  των  βασιλικών  οίκων,  αφού  σύμφωνα  με  τους  μύθους  ο  εγγονός  του  Έλληνα, ο  Αθάμας  ονομάζει  την  κόρη  του  Έλλη.

Όσον αφορά  την  συνήθεια  να  δίνεται  το  όνομα  του  οικιστή, παρεφθαρμένο, σε  μια  νέα  πόλη, όπως   συχνά  αναφέρουν  και  οι  μύθοι, αυτό  δεν  αποτελεί  κάποιο μυθικό  παράδοξο, αν  σκεφτούμε  ότι  στην  Κύπρο  κατά  τους  ιστορικούς  χρόνους, ο γνωστός  Αθηναίος  νομοθέτης, ο  Σόλωνας,  έδωσε  το  όνομά  του  στην  πόλη  Σόλους.

Με  διαπιστωμένη  την  ηρωολατρεία  κατά  τους  ιστορικούς  χρόνους (π.χ Οδυσσέας, Αχιλλέας, Ελένη … λατρεύτηκαν ) δεν  αποκλείεται  η συνήθεια  αυτή  ν’  απηχεί  παλαιότερους  πρακτικές  λατρείας  και  να  προέρχεται  από τους  μυκηναϊκούς  χρόνους Συνεπώς  εάν οι  παλαιότερες  μυθολογικές  μορφές  – πρόγονοι  λατρεύτηκαν, είναι  πολύ  πιθανό ότι  υπήρξε  κάποιο «ιερό» ή «τέμενος» και  γι’ αυτά  τα  πρόσωπα, τον  Έλληνα  (Έλλην)  ή  την Έλλη.

Σ’ αυτή  την  περίπτωση  η  μεταφορά  του  ονόματος  είναι  δεδομένη, δηλαδή το κύριο όνομα (Έλλην – Έλλη) μεταφέρθηκε  διαδοχικά  στο  κτίσμα, στο  ιερό  του (Ελλήνιον – Ελλάνιον) και  από  το  κτίσμα   η  ονομασία  να  μεταφέρθηκε  στον  γύρω  χώρο (  ονομάστηκε με  την  ίδια  ονομασία  ο  γύρω  χώρος, από  το Έλλη/α – Ελλάς).

Συγγενική είναι  η  προσπάθεια  ερμηνείας  του  ονόματος  «Ελλάς»   από  τον  Αντώνιο Χατζή ο οποίος  αναφέρει  ότι  το  όνομα  προήλθε  από  την  πόλη  «Έλλα» ή  «Έλλη», ή  έστω  το  ιερό  της  θεάς  Έλλης, που υπήρχε κοντά  στον  ποταμό  Σπερχειό, που  και  εκείνος   (ή  ένα  μέρος  της  ροής  του)  έφερε  όνομα  Ελλάς. Συνεπώς  από  την  λέξη «Έλλη» (ή  Έλλα) παράγεται  η  λέξη  «Έλλην»  που  δηλώνει  τον  κάτοικο  της  πόλεως «Έλλης» και  από  την  ίδια  λέξη, την «Έλλη» παράγεται  η  λέξη  «Ελλάς»  που  ήταν  επίθετο  το οποίο  συνόδευε το  ουσιαστικό «ροή» που  σημαίνει   τον  ρου, τον  ποταμό (ελλάς ροή).

Πολλοί  αρνούνται την  ύπαρξη  πόλης ή  ιερού  της  Έλλης, το  οποίο  άλλωστε ούτε  καταμαρτυρείται ούτε  βρέθηκε ποτέ, όμως  το  ότι  δεν  βρέθηκε  ακόμη  κάποιο  ιερό  κοντά  στον Σπερχειό αυτό  δεν  σημαίνει  ότι  ποτέ  δεν  υπήρξε .

Ο  Χατζής  μάλιστα  υποστηρίζει  εύστοχα  ότι  και  τα  «Δαρδανέλια»  στην  Μικρά  Ασία,  πήραν  την  ονομασία  τους  από  την  πόλη «Έλλη»  που  υπήρχε  εκεί  στην Μικρασιατική  ακτή  και  την  πόλη  «Δάρδανο»  που  υπήρχε  στην  απέναντι  πλευρά της  Θράκης (Δάρδανος +Έλλη). Η  δε  πόλη  «Έλλη»  ονομάστηκε  έτσι  από  τον  ναό  της  μυθολογικής  Έλλης,  που  υπήρχε  εκεί .

Πιστεύω  λοιπόν  ότι  για  να  γίνει  σωστή  προσέγγιση  στο  ζήτημα (και  ετυμολόγηση) επιβάλλεται να  μην  αγνοηθούν  κάποια  δεδομένα  που  συντηρούνται  μεγαλοφώνως  στους  μύθους, όπως : η ονομασία  της  Έλλης, η  σχέση  της  με  το  γενεαλογικό  δένδρο  των  Ελλήνων (δισεγγονή του  Έλληνα), η  περιοχή  που  έζησε, η  Βοιωτία (η  οποία   άλλωστε  μνημονεύεται  έμμεσα, ως  Ελλάδα  και  από  τον  Όμηρο) και  το  γεγονός  ότι ως  πρόσωπο  συνδέεται  με  τελετουργίες ( την  θυσία) για  την ευφορία  στην  περιοχή .

Η  δισεγγονή  του  Έλληνα, η « Έλλη» κατά  τους  μύθους, είναι  η  κόρη  του  Αθάμα, (Βοιωτία) από  τον  πρώτο  γάμο  του  με  την  Νεφέλη. Όταν  όμως  ο  Αθάμας παντρεύτηκε την Ινώ, την  κόρη του Κάδμου, εκείνη παγίδεψε τα  δύο αδέλφια  τον Φρίξο  και  την Έλλη και με  πρόσχημα  μια  ψεύτικη  αφορία, αφού  δωροδόκησε  το  μαντείο  των  Δελφών  για  να  εκδώσει  χρησμό, ο θεός  προφήτευσε  την  θυσία  του Φρίξου.  Η  μητέρα  τους, για  να  σώσει  τα  δύο  παιδιά, έστειλε  ένα  φτερωτό κριάρι  και κατά  την  πορεία  της  διαφυγής  η  Έλλη  έπεσε  στην  θάλασσα  και  πνίγηκε.

Ο  μύθος  λοιπόν δεν  πιστοποιεί  απλά  την  θέση της  Έλλης  στο  γενεαλογικό  δένδρο  το  Ελλήνων,  αλλά   καταγράφει και  κάποιες  αιματηρές  τελετουργίες  προς  χάρη  της  ευφορίας  και  της  γονιμότητας, τις  οποίες  μάλιστα  προωθούν  κάποια  μέλη  επιφανών  βασιλικών οίκων (π.χ.η Ινώ, του Κάδμου), εξαναγκάζοντας  τα  υποψήφια  θύματα  έντρομα  να  εγκαταλείπουν  την  χώρα .

Η  Ινώ  πράγματι  αποτελεί  μια  αινιγματική  μορφή, όχι  μόνο  διότι  συνδέεται  με  την  ακραία  τελετουργία  της ανθρωποθυσίας, αλλά   διότι  η  δράση  της  συνδέεται   με  θεότητες  που επιβλήθηκαν αιματηρά (Διόνυσος), αφού  αυτή  διέσωσε τον θεό  Διόνυσο (από  την νεκρή  αδελφή  της) μάλιστα   η  ίδια  διαπράττει  αποτρόπαιο φόνο, όταν  ο Αθάμας, τρελός,  σκότωσε  τον  γιό  τους  Λέαρχο, αυτή  σκοτώνει  τον  άλλο  τους  γιο  τον  Μελικέρτη  (σ’  ένα  λέβητα  με  ζεστό  νερό) και  τελικά  ρίχνεται  στη  θάλασσα όπου  μεταμορφώνεται  σε  θεά Νηρηίδα , Λευκοθέα  και  ο γιος  της  γίνεται  ο Παλαίμων (ανάλογη  περίπτωση  Θέτιδας 😉

 Αυτές  οι  σκοτεινές  παραδόσεις  που  αναφέρονται σε  τελετουργίες  με  στόχο  την γονιμότητα   και  έχουν  ως  υποψήφια  θύματα   πρίγκιπες, δεν  φαίνεται  ν’ αποτελούν   ασήμαντες παραδόσεις, που  συνδέονται  με  τα  πρώτα  ελληνικά  φύλα  στην περιοχή, ούτε  είναι  αποκυήματα  της αχαλίνωτης φαντασίας  των  αρχαίων  μυθοπλαστών διότι  μια  αναφορά  του  Ηροδότου  για  την  πόλη  Άλο, κατά  τους  ιστορικούς  χρόνους  προκαλεί  έκπληξη .

Γράφει  λοιπόν ο μεγάλος ιστορικός:

«όταν ο  Ξέρξης  έφτασε  στην  Άλο της  Αχαϊας (Θεσσαλία) οι οδηγοί του  αφηγούνταν  μια  παράδοση  που  αναφέρεται  στο  ναό  του Λαφυστίου  Διος, πως  ο Αθάμας, ο  γιος  του  Αιόλου, σχεδίασε  με  δόλο  τον  φόνο  του  Φρίξου  σε  συνεννόηση  με  την Ινώ  και  πως  οι  Αχαιοί  αργότερα  ύστερα  από  χρησμό υποβάλλουν  τους  απογόνους  του  σε  δοκιμασίες  σαν κι  αυτές :  απαγορεύουν  στον  πιο  ηλικιωμένο  της  οικογένειας αυτής  την  είσοδο  στο  οίκημα  που  οι  Έλληνες  λένε  πρυτανείο (και οι  Αχαιοί  λήιτον)  κι  επιτηρούν  την είσοδο  και  αν εκείνος  μπει  μέσα, δεν  του  επιτρέπουν  να  βγει  παρά  μόνο  όταν έρθει  η  ώρα  να  τον  σφάξουν  για  θυσία . Λένε  επίσης  πως  μετά  από  αυτά  πολλοί  από  εκείνους που  ζούσαν  με  την  αγωνία  να  θυσιαστούν  φοβισμένοι  απέδρασαν σ’ άλλη  χώρα, κι  αφού  περάσει  καιρός, όταν  γυρίζουν  πίσω  στην  πόλη  τους, αν  συλληφθούν να  μπαίνουν στο πρυτανείο, περιέγραφαν οι  οδηγοί, θυσιάζονται με  τον ακόλουθο  τρόπο,  έχοντας το  σώμα ολόκληρο  σκεπασμένο  με  στεφάνια  και  με  συνοδεία  επίσημης  πομπής.

«Τα  παθαίνουν  αυτά  οι  απόγονοι του Κυτισσώρου, γιου  Φρίξου για  τον εξής  λόγο :

Οι Αχαιοί  παρακινημένοι  από  χρησμό  κρατούσαν σαν εξιλαστήριο  θύμα  τον Αθάμαντα, τον  γιο  του  Αιόλου  και  ήταν έτοιμοι  να  τον θυσιάσουν  όταν ήρθε  από  την Αία, της  Κολχίδας ο Κυτισσώρος (ο γιος  του Φρίξου)  και  τον  έσωσε, όμως  μ’ αυτή  του  την  πράξη  έριξε  τους  απογόνους του (Φρίξου)  στην  οργή  του  θεού…»

Η  Άλος  βέβαια  που  αναφέρεται  εδώ  είναι  η  θεσσαλική, όμως  η ομώνυμη  πολιτεία  αποδίδεται  από  τον  Όμηρο  σταθερά  στον Αχιλλέα  και  στους Μυρμιδόνες – Έλληνες  (Άλος  και Αλόπη) και  ο  ποιητής  δεν  μνημονεύει καμιά  άλλη  Άλο εκεί  κοντά, ούτε  στους  Λοκρούς  ούτε  στους  Φθίους.

Το  όνομα  της  πόλης  είναι  ικανό  να  δημιουργήσει  συνειρμούς,  διότι  μέσω  του  ιδρυτή (Αθάμα) μεταφέρει  την  παράδοση  σε  κάποιες  άλλες  ομώνυμες  περιοχές  ή  πόλεις (Άλους), που πιθανόν  να  συνδέθηκαν  στενά  με  την συγκεκριμένη  παράδοση, ίσως  οι  κάτοικοι της  θεσσαλικής  Άλου να  προέρχονται  από  την κατ’ εξοχή  Άλο  του Ομήρου, από  την  οποία  λόγω  μετεγκαταστάσης  προήλθαν  πιθανόν οι  κάτοικοι  της  θεσσαλικής  Άλου.

Μπορεί  επίσης  οι  αρχικοί  μύθοι  για  την Έλλη  να  είναι  βοιωτικοί, όμως  τα  πρωταγωνιστικά  πρόσωπα  είναι  οι  γνωστοί  απόγονοι  των  Ελλήνων  γεναρχών, των  βασιλικών  οίκων  που  έχουν άμεση καταγωγή  στον Έλληνα, έτσι  συνδέονται  πολλές  τοποθεσίες  αναμεταξύ  τους  από  την  Ιωλκό  έως  την  Βοιωτία  σε  μια  κοινή  παράδοση.

Εντύπωση  μας  κάνει  το  πόσο  ισχυρή  είναι  η παράδοση  που αναφέρει ο Ηρόδοτος στα  χρόνια  του, διότι  όπως  ξεκάθαρα  υποστηρίζει  ο ιστορικός  η παράδοση  της ανθρωποθυσίας  έχει  μακρινή  χρονική  αφετηρία, προτρωική, αφού  ως  αιτιολογία  μνημονεύεται ο Φρίξος και  η  παγίδευσή του,  συνεπώς   οι  τελετουργίες  που  αφορούσαν  αρχέγονες  πρακτικές  ανθρωποθυσιών  προς  χάρη  της  ευφορίας  και  της  ευυδρίας.

Είναι περίπου  βέβαιο  ότι  οι  πληθυσμοί σ’  όλη αυτή  την γεωγραφική ζώνη μέχρι  την Βοιωτία,  έχουν  κοινά  σημεία  αναφοράς, γενάρχες,  λατρείες,  κοινή  παράδοση, πρόσωπα  διοίκησης   και  όπως  είναι  πιθανόν  τα  ονόματα  και  τα  τοπωνύμια   εκεί  αποκτούν  μια  συχνότητα  εμφάνισης  και  η  χρήση  τους  ένα  κοινό  νόημα.

Εκείνο  όμως  που  δεν πρέπει  να  μας  διαφύγει  διότι  αποτελεί  στοιχείο  εντυπωσιακό (και  μια  παράμετρος  που  μπορεί να  βοηθήσει  στην  ετυμολογία)  είναι  το  «νόημα»  που έχουν  τα  κύρια  ελληνικά  ονόματα  των  γεναρχών.

Οι   πρώτες συλλογικές ονομασίες  των  ελληνόγλωσσων  φύλων «Αχαιοί  ή  Δαναοί»  που  χρησιμοποιεί  ο  Όμηρος  και  οι  οποίες,  όπως  όλα  βεβαιώνουν, αποτελούν  παράλληλες  στον  όρο «Έλληνες»,  προέρχονται,  ως   ελληνικές  λέξεις, από  ρίζες   που  σημαίνουν  «νερό» .

Έτσι :

Ο  γενάρχης  Δευκαλίων,  από  το  δευ, του  ρήματος  δεύω που σημαίνει  βρέχω.

Ο Αχαιός, ο  εγγονός  του, από  το  akw=νερό, ενώ  το  ίδιο το όνομα  δινόταν  και  σε  ποταμούς,  υπήρχε  ο «Αχαιούς»  ποταμός  και  μια  πηγή  «Αχαϊα».

Ο  Δαναός (Δαναοί), από  την  ινδοευρωπαϊκή  ρίζα  «danu» που  σημαίνει  νερό, μάλιστα   συναντάται  στα  ονόματα  πολλών  ποταμών π.χ. Απιδανός,  Δάνουβις (=Δούναβης), Ιάρδανος, Δάναστρης, Ροδανός…

Ο Ίωνας, από  την ινδοευρωπαϊκή ρίζα  is που σημαίνει θεραπεία, ορμή, όμως με  την  ίδια  λέξη «Ίων « ονομάστηκε  και  ο  ποταμός  Αλφειός,  στην  Πελοπόννησο, αλλά   και  στην Θεσσαλία  ένας  παραπόταμος  του  Πηνειού(ο  Ίων).

Σχέση  όμως με το νερό  έχει  και  το  όνομα  του  επίσημου  βασιλιά  των Ελλήνων  που  συναντάμε  στον  Όμηρο, του Αχιλλέα  το  οποίο  παράγεται  από  την  ίδια  ρίζα  με  την λέξη  Αχαιός  το  akw= νερό, ενώ  και  ο  ίδιος  λατρεύτηκε  και   ως  «Ποντάρχης» θεότητα  των  υδάτων.

Πέραν αυτού, εντυπωσιακή  είναι  η  σχέση  της  βασιλικής  γενιάς  των  Ελλήνων / Μυρμιδόνων  της  Ιλιάδας   με  το  νερό  και  τις  Νηρηίδες, αφού ο  Αιακός  είναι  ο γιός  του  ποταμού Ασωπού, παντρεύεται  την  Ψαμάνθη (Νηρηίδα) και  ο γιος  του  Πηλέας  την  Θέτιδα (Νηρηίδα) !(και ο Αχιλλέας  θεότητα  των υδάτων).

Θα  μπορούσε  λοιπόν  με  την ονομασία  «Έλλην / Ελλάς»  πράγματι  να  ονομασθεί  κάποιος  ποταμός  και  αυτός  όπως  όλα  δείχνουν  ήταν  ο  Σπερχειός ο  οποίος  φέρει αυτό  το  όνομα  διαπιστωμένα  μετά  την αρχαιότητα.

Πολλά, λοιπόν,  από  τα  ελληνικά  μυθικά  ονόματα  των γεναρχών  έχουν  νοηματική σύνδεση  με  το  νερό, η  οποία  δεν  χάνεται  από  γενιά  σε  γενιά: Δευκαλίων – Έλλην- Αχαιός, (Δαναοί), Ίωνες…

Μια  άλλη  παρατήρηση  αφορά   ονόματα  από  τον  μύθο  του  κατακλυσμού, τα  οποία  ενώ  απηχούν  κάποιο  χρόνο  πανάρχαιο, εντούτοις  παράγονται με  έναν  τρόπο  αρκετά  «ελληνικό».

Τα   ονόματα  αυτά, κατά  περίεργο  τρόπο  είναι  νοηματικά  και  σύνθετα  όπως  συνήθως συμβαίνει  με  τα  μεταγενέστερα  ελληνικά  ονόματα (π.χ. Δημοσθένης, Αριστογείτων…) κάτι  που  σημαίνει  ότι  δηλώνουν  ξεκάθαρα  ένα  νόημα (είτε  αποτελούν  την μετάφραση  ξενόγλωσσων  ονομάτων στην  ελληνική).

Ο  Δευκαλίων, προέρχεται  από  το  ρήμα  δεύω= βρέχω, μουσκεύω, υγραίνω, έτσι  από το  θέμα  «δευ» (ή  την λέξη  δευκός= ο γλυκής + την λέξη άλιος<αλς).

Η  Πύρρα  σημαίνει  η «κοκκινόξανθη», ενώ  Πύρρα   ονομάστηκε  και ο Αχιλλέας  στην Σκύρο, και  με  την ίδια  ονομασία  «Πύρρος» ο  γιος  του  ο  Νεοπτόλεμος .

Ο Αμφικτύων, προέρχεται από το «αμφί» και το ρήμα «κτίζω» που σημαίνει  συνοικίζω  χώρα, ιδρύω πόλη, όμως  εκ του  κτίζω  προέρχεται  και η λέξη κτοίνη = ο δήμος , άραγε  ο  Αμφικτύων  είναι αυτός  που  ιδρύει  δήμους  κάνοντας  συνοίκιση γύρω  από  κάποιο  μέρος, (ιερό;)

Η  Πρωτογένεια, προέρχεται  από  το αριθμητικό  «πρώτος» και  τη λέξη  «γένος»  και  σημαίνει  η  πρωτογεννημένη.

Ο  Έλλην  έχει  πιθανόν σύνθετο  όνομα  και  το  νόημά  της  λέξης  προέκυψε  από  την  ιαπετική  ρίζα «fελ», ρίζα  του  ρήματος «είλω» και  «ειλέω»,  που  δηλώνει ανάμεσα στ’ άλλα (συμπίεση, συσσώρευση,  περιστροφή <έλιξ…) και συγκέντρωση. Από  το  ίδιο ρήμα  προέρχεται  η  λέξη «ελλεδανός» που  σημαίνει  «δεσμός»  και  στην  συγκεκριμένη  περίπτωση  ως  συνθετικό  θα  μπορούσε  να  παραπέμπει σε  κάθε  κοινό  δεσμό αδελφών  πόλεων, της  μητρικής  γης («δελφίς», εθνικής μήτρας), συνεπώς  από  το «ελ» (= συσσώρευση) και τη λέξη «λάας/λας(= λίθος – λαός)»  προήλθε  αρχικά  λέξη  «έλλα»  για  να  δηλώσει  μια  περιοχή, κοντά  στον  Σπερχειό, που  ήταν  «χώρος  συγκέντρωσης  των  ομομήτριων  λαών».

Ο χώρος  αυτός  απετέλεσε πιθανόν   λατρευτικό  και  διοικητικό κέντρο παραποτάμιο, αλλά  όχι  παρόχθιο, που  σταδιακά  εξελίχτηκε  σε  πόλισμα  και  έδρα  του  βασιλιά(ή  της  αμφικτιονικής  αρχής) . Αυτή η  πόλη  ονομάστηκε  «Έλλα» και  η  ονομασία  αποτύπωνε  το  κέντρο  της  πρώτης  αρχέγονης  «αμφικτιονίας»   των  Ελλήνων, όπου  η  κοινή  λατρεία  αφορούσε  ιεροπραξίες για  την  γονιμότητα  και  την  ευυδρία  των  παροικούντων  κοντά  στον  ποταμό.

Σταδιακά  όλη  η  περιοχή  ονομάστηκε  «Ελλάς»  και οι  συμμετέχοντες  στις  κοινές  λατρείες  Έλληνες, ενώ  ο  βασιλιάς  – τελεστής  που  σύναζε τους  ομοφύλους  ήταν ο «Έλλην»…

Η  λέξη  εμπλουτίστηκε  και  μ’  άλλες  σημασίες  γι’  αυτό  και  ο ποταμός  Σπερχειός  ή  ένα  μέρος  της  ροής, ονομάστηκε  αργότερα  Ελλάς.

Συμπερασματικά

Εάν  λοιπόν  οργανώσουμε  τα  σημεία  που  εντοπίσαμε  στον  μακρύ  δρόμο  της  έρευνας διαπιστώνουμε  ότι :

1.Υπήρξε  προκατακλυσμιαίο  όνομα  ή  έστω  προμυκηναϊκό  των  Ελλήνων  που  ίσως  ήταν «Γραικοί», διότι  ο  Γραικός  ήταν  ο  γιός  της  Πανδώρας  αδελφής  του  Έλληνα κατά  τον  Ησίοδο, και πιθανόν  στην αρχή  επικράτησαν  ως  ισχυρότεροι  αυτοί, (όμως  η  γνωστή  Πανδώρα ;), αλλάζει  όμως  κατά  την  περίοδο  σημαντικών γεωλογικών μεταβολών  και   της  σημαντικής  ελάττωσης  του  πληθυσμού.

  1. Ο  Δευκαλίων  δεν  έδωσε  το  όνομά  του  στους  απογόνους  λαούς (Δευκαλίωνες), αν και  υπήρξε  «δημιουργός» τους  και  ο πατριάρχης, αλλά  ούτε  ο  Αμφικτύων, ούτε  η Πρωτογένεια, αλλά  μόνο  ο Έλλην, που  σημαίνει  ότι  μόνο  το  1/3 (ή  το  1/4) των απογόνων  του  υπήρξαν  οι  Έλληνες, οι  άλλοι  ήταν  Λοκροί και Βοιωτοί (Γραικοί),  γι’ αυτό το όνομα  άργησε  να  εξαπλωθεί.
  2. Υπήρξαν  όμως  όλοι  Αμφικτύονες, γείτονες  και  συγκάτοικοι  της  μήτρας  γης  κατά  τον  μύθο  με  τις  πέτρες (λαας) του  Δευκαλίωνα  ή μια  πόλης  συνάθροισης  και  ενός    ιερού, της  γονιμότητας, και  της  ευυδρίας  κοντά  στον  Σπερχειό που  λεγόταν Ελλάς .
  3. Η  πόλη  Έλλα, που  δημιουργήθηκε  ήταν διοικητικό  κέντρο  μια  περιοχή  όπου  υπήρχε  χώρος  αρχέγονων  τελετουργιών. Οι  τελετές  ίσως συνδέονται  με τις αναφερόμενες  στη  Άλο  αιματηρές  θυσίες  και  είχαν  χαρακτήρα  γονιμότητας  και  φυλετικό για  (δεσμοί  συγγένειας  και  ευφορίας, ίσως  αφορούσαν  την  Έλλη…).

Συνεπώς  ο  μόνος  βασιλιάς  που  σχετίζεται άμεσα  (καταγωγή) με  περιοχή  που  αποδεδειγμένα  ονομάζεται «Ελλάς»  και  λαό  που  αποδεδειγμένα  ονομάζεται «Έλληνες»  είναι  ο Αχιλλέας, αυτός  εκπροσωπεί  το συγκεκριμένο  φύλο  πολιτικά- στρατιωτικά  και  γεωγραφικά.

Η  σύνδεσή  τους με  τους  Δαναούς -Αχαιούς που τη μνημονεύει έμμεσα  ο  Όμηρος, προβάλλεται  και  από  τοπικούς  μύθους, π.χ  τον  Φθίο, τον επώνυμο  ήρωα  της  περιοχής.

Πηγή: https://www.janus.gr/