«Λες αλήθεια, 11 τόνοι;»: Η αληθινή ιστορία που ενέπνευσε το απαγορευμένο ρεμπέτικο του Τσιτσάνη

Εδώ και σχεδόν μισό αιώνα δεν υπάρχει «κουτούκι», φοιτητικό στέκι ή λαϊκή μουσική σκηνή μέσα στην οποία να μην ακουστεί κατά την διάρκεια της βραδιάς το «Βαπόρι απ’ την Περσία». Το κάποτε απαγορευμένο ρεμπέτικο του Τσιτσάνη που θα το τραγουδήσεις κι εσύ με την παρέα, είτε το… κατέχεις το «σπορ», είτε όχι!

«Λες αλήθεια; Βάζεις το χέρι στο βαγγέλιο ότι άκουσες καλά; Έντεκα τόνοι μαύρη! Πρωτοφανές!»… Αυτή φημολογείται ότι ήταν η αντίδραση του Βασίλη Τσιτσάνη όταν πληροφορήθηκε από μια φίλη του πως στον Ισθμό της Κορίνθου οι ελληνικές διωκτικές αρχές είχαν κατασχέσει 11 τόνους ινδικής κάνναβης, από πλοίο το οποίο το μετέφερε στα αμπάρια του.

Έχοντας -ως ρεμπέτης και ελεύθερο πνεύμα- ξεκάθαρη γνώση και αντίληψη των συνεπειών ενός τέτοιου περιστατικού, ο Τσιτσάνης στάθηκε να αναλογίζεται τι θα συμβεί με τα «αλάνια» που περίμεναν πώς και πώς το μυρωδάτο χασίς. Μέσα από τις εφημερίδες που όπως είναι φυσικό προέβαλαν το γεγονός με πομπώδεις τίτλους, έμαθε 2-3 λεπτομέρειες και βάλθηκε να τις μετατρέψει σε τραγούδι. Χωρίς να γνωρίζει ούτε ο ίδιος εκείνη την ώρα ότι θα έγραφε ένα κομμάτι-ύμνο για την αποποινικοποίηση της χρήσης που ακόμη τότε ήταν απόλυτο ταμπού, με τους χρήστες να αντιμετωπίζονται σαν εγκληματίες.

«Λες αλήθεια, 11 τόνοι;»: Η αληθινή ιστορία που ενέπνευσε το απαγορευμένο ρεμπέτικο του Τσιτσάνη

«Ήταν Σάββατο… Πιάνω από δω, πιάνω από κει… Δεν μου άρεσε το τέμπο. Μετά έγραψα τη δεύτερη στροφή πίσω από ένα αγγελτήριο γάμου. Μετά μου ήρθαν στο νου οι μουσικές που γύρευα και όλα πήγαν ρολόι», διηγείται ο Βασίλης Τσιτσάνης ο οποίος με το γνωστό του στυλ μετέφερε τα γεγονότα, με τρόπο άμεσο και στακαριστό.

Για την ιστορία αναφέρουμε πως το «βαπόρι από την Περσία» πιάστηκε όντως στην Κορινθία στις 7 Ιανουαρίου 1977. Ωστόσο το πολύτιμο φορτίο του δεν το είχε φορτώσει στο σημερινό Ιράν, αλλά στον Λίβανο. Εκεί ο Τσιτσάνης έκανε μια μικρή έκπτωση για χάρη της ρίμας, στη συνέχεια όμως λέει τα πράγματα με το όνομά τους! «Ήταν προμελετημένη, καρφωτή και λαδωμένη» γράφει, καθώς όντως την πληροφορία την είχε δώσει ο ίδιος ο καπετάνιος του πλοίου «Γκλόρια», Νίκος Ξανθόπουλος. Έχοντας στην πλάτη του παλιότερες συλλήψεις για λαθρεμπόριο, συνεργαζόταν με την DEA, την αμερικανική υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών ως πληροφοριοδότης και αντιλήφθηκε ότι ένα τέτοιο tip θα ήταν το διαβατήριό του για την ελευθερία.

«Λες αλήθεια, 11 τόνοι;»: Η αληθινή ιστορία που ενέπνευσε το απαγορευμένο ρεμπέτικο του Τσιτσάνη

Έτσι, στις 23 Δεκεμβρίου στέλνει τηλεγράφημα στους πράκτορες, δίνοντας το ακριβές δρομολόγιου του καραβιού που θα έδενε βάσει συμφωνίας στην Αμβέρσα. Το μπλόκο στήθηκε τελικά στην Κορινθία και ο Ξανθόπουλος όχι μόνο δεν αντιμετώπισε ποινικές συνέπειες, αλλά εισέπραξε και αμοιβή ύψους 1,5 εκατομμυρίου δραχμών για τις υπηρεσίες του.

Εκείνοι για τους οποίους δεν εξελίχθηκε με τον καλύτερο τρόπο η ιστορία ήταν οι δύο Τούρκοι ναυτικοί οι οποίοι συνελήφθησαν. «Δυο Μεμέτια τα καημένα, μεσ’ το κόλπο ήταν μπλεγμένα», γράφει ο Τσιτσάνης αναγνωρίζοντας ότι για ακόμη μία φορά σε ανάλογες υποθέσεις, τα μικρά «ψάρια» ήταν εκείνα που θα πλήρωναν την «νύφη», την ώρα που οι πραγματικοί εγκέφαλοι θα συνέχιζαν να διακινούν πραγματικά ναρκωτικά και να θησαυρίζουν…

Το κομμάτι κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1977, με την Λιζέτα Νικολάου στις «δεύτερες», αλλά όπως ήταν φυσικό «έφαγε» εμπάργκο από τα ραδιόφωνα που τότε έτσι κι αλλιώς είχαν μια δυσανεξία στο μπουζούκι γενικότερα, στο ρεμπέτικο ειδικότερα και έβγαζαν… φλύκταινες εάν υπήρχε στίχος που να αναφέρεται στα… χασίσια!

Ακόμη κι έτσι, το «Βαπόρι απ΄την Περσία» δεν χρειάστηκε κανένα… πρόμο για να γίνει επιτυχία. Η πραγματικότητα στον κανονικό κόσμο ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που αντιλαμβάνονται (ακόμη) νομοθέτες και διάφοροι άλλοι που αποφασίζουν για το τι είναι νόμιμο ή πρέπον και ηθικό για τις κοινωνίες. Ίσως, μάλιστα, αυτή η απαγόρευση να είναι και μία από τις αιτίες που το έκαναν «ύμνο»…

«Λες αλήθεια, 11 τόνοι;»: Η αληθινή ιστορία που ενέπνευσε το απαγορευμένο ρεμπέτικο του Τσιτσάνη

Πάντως, ο συντηρητισμός δεν είχε πει την τελευταία του λέξη στην προσπάθεια να θαφτεί το κομμάτι. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Τσιτσάνη τον Ιανουάριο του 1984, ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σπύρος Κανίνιας το άκουσε σε μία εκπομπή της ΕΡΤ και δίχως να χάσει χρόνο αποστέλλει έγγραφό στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στις 2 Φεβρουαρίου 1984. Μέσω αυτού ζητεί ζήτησε να γίνουν όλες οι «νόμιμες ενέργειες», θεωρώντας ότι το τραγούδι παραβαίνει το άρθρο 3 παρ. 6 του ν.δ. 743/70, περί διάδοσης της χρήσης ναρκωτικών, αλλά το άρθρο 12 παρ. 2 του Συντάγματος, περί «κακής ποιότητας».

Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Δημήτριος Μαλακάσης έπραξε τα… δέοντα και τελικά υπέβαλε το πόρισμά του στις 26 Ιουλίου 1984 στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Εκεί αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το τραγούδι «δεν μπορεί να παρωθήσει στη χρήση και διάδοση ναρκωτικών», αλλά ταυτόχρονα κάνει λόγο για «άτυχη στιγμή του συνθέτη» από καλλιτεχνική άποψη και καταλήγει: «φρόνιμο θα είναι να μην εκπέμπεται από την τηλεόραση, γιατί τα μεταδιδόμενα από αυτή πρέπει να είναι ποιοτικής στάθμης».

Πηγή: menshouse.gr