«Μαγνητικά πεδία»: Πώς η «μικρή» ταινία του Γιώργου Γούση που γυρίστηκε στην Κεφαλονιά, έγινε από στόμα σε στόμα η επιτυχία της χρονιάς

Το ρομαντικό κομψοτέχνημα που γυρίστηκε με λίγα λεφτά στην πανδημία ήταν η ελληνική ταινία που αγαπήθηκε πιο πολύ φέτος.

Oταν ο Γιώργος Γούσης ξεκίναγε να φτιάχνει τα Μαγνητικά Πεδία, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα πετύχαινε με αυτή την ταινία, όχι επειδή δεν είχε όνειρα αλλά επειδή είναι καλύτερα να μην έχεις μεγάλες προσδοκίες και η επιτυχία να σε βρίσκει απρόσμενα.

Τα Μαγνητικά Πεδία, μια «μικρή» ταινία που συνολικά κόστισε 6.500 ευρώ και φτιάχτηκε μέσα στην πανδημία, σάρωσε στα βραβεία του περσινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας έξι (Χρυσό Αλέξανδρο >> Film Forward, της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου για ελληνική ταινία, της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της ΕΡΤ, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, καθώς και αυτό του Location Manager), και τον φετινό Ιούνιο ήταν ο μεγάλος νικητής στα βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, όπου κέρδισε πέντε συνολικά: Καλύτερης Ταινίας Μεγάλου Μήκους Μυθοπλασίας, Α’ Γυναικείου Ρόλου, Σεναρίου και Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Λίγο αργότερα επελέγη για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 95η διοργάνωση των βραβείων Όσκαρ στην κατηγορία Διεθνούς Ταινίας Μεγάλου Μήκους.

Αν έλεγες πριν από δύο χρόνια στον κομίστα Γιώργο Γούση ότι σύντομα θα είναι από τις πιο μεγάλες ελπίδες του ελληνικού σινεμά, θα σε περνούσε για τρελό. Κι ας είχε διακριθεί με την πρώτη του ταινία, το ντοκιμαντέρ Χειροπαλαιστής, στο 25ο φεστιβάλ κινηματογράφου «Νύχτες Πρεμιέρας».

Το κατόρθωμα των Μαγνητικών Πεδίων, όμως, δεν είναι τα βραβεία αλλά η ανταπόκριση του κόσμου όταν παίχτηκε το καλοκαίρι στα θερινά σινεμά, ένα τεράστιο κύμα αγάπης από ανθρώπους που γέμιζαν κάθε βράδυ κήπους και ταράτσες, κάνοντας την ταινία την πιο πετυχημένη ελληνική παραγωγή του φετινού καλοκαιριού. Στη Ριβιέρα, μάλιστα, έκανε ρεκόρ προβολών· παίχτηκε για δεκαέξι εβδομάδες σερί, από τις 21 Μαΐου, που ήταν η πρώτη προβολή, μέχρι το φθινόπωρο, κόβοντας 11.000 εισιτήρια μόνο εκεί (από τα 27.000 που έκοψε συνολικά). Μαζί με το Digger είναι οι δυο ταινίες που έκαναν διπλό sold out και στην απογευματινή και στη βραδινή προβολή.

Τα «Μαγνητικά Πεδία» είναι μια ανθρώπινη ταινία που έγινε επιτυχία στόμα με στόμα και σε έκανε να φεύγεις από το σινεμά λίγο καλύτερος άνθρωπος. Είναι από τις ταινίες που πήγαιναν να τη δουν μοναχικοί άνθρωποι αλλά και ολόκληρες παρέες, ήταν κάτι που είχες την ανάγκη να το μοιραστείς.

Ο Γιώργος Γούσης αντιμετωπίζει όλη αυτή την επιτυχία με απίστευτη ψυχραιμία. Δυο μέρες πριν ταξιδέψει στο Λος Άντζελες για την προώθηση της ταινίας είναι τόσο cool όσο είναι πάντα. Ή τουλάχιστον αυτό δείχνει. Η τεράστια αποδοχή και η αγάπη του κόσμου είναι αντιδράσεις που ομολογεί ότι δεν τις περίμενε, όπως δεν περίμενε και τη θριαμβευτική πορεία της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

«Στο φεστιβάλ οι πρώτες αντιδράσεις που έφτασαν σε μας ήταν κάποια σχόλια που αποθέωναν την ταινία. Τα πρώτα δείγματα ήταν πέρα από τις προσδοκίες μας και μετά, όταν παίχτηκε η ταινία, τα συναισθήματα ήταν πολύ έντονα. Έτσι το βιώναμε εμείς, δεν ξέρω πώς το εξελάμβανε ο κόσμος», λέει. Η συνέχεια ήταν ένα ξάφνιασμα για όλους τους συντελεστές της ταινίας.

«Για μένα ήταν μια τεράστια έκπληξη, γιατί, όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, δεν περίμενα κάτι», λέει η Έλενα Τοπαλίδου, η πρωταγωνίστρια της ταινίας· σύμφωνα με το σενάριο συναντάει στο φέρι για την Κεφαλονιά τον Αντώνη (Αντώνη Τσιοτσιόπουλο) και μαζί ξεκινούν μια απρόοπτη περιπλάνηση στο νησί για να θάψουν το μεταλλικό κουτί που μεταφέρει ο Αντώνης.

«Ήξερα πως από την εταιρεία παραγωγής το είχαν δει και ήταν πολύ ενθουσιασμένοι, όμως, ξαφνικά, στη Θεσσαλονίκη, αρχίσαμε να νιώθουμε ότι έκανε μεγάλο θόρυβο η αντίδραση του κόσμου, δημιουργήθηκε ένα κύμα σιγά-σιγά, από τον έναν στον άλλο, ακόμα και στον δρόμο μάς σταματούσαν, όπου πηγαίναμε, μας ξάφνιασε πολύ όλο αυτό».

«Μετά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έγινε μια παύση», προσθέτει ο Γιώργος, «γιατί είχαμε αποφασίσει ότι λόγω Covid η ταινία θα έβγαινε το καλοκαίρι, ενώ το φεστιβάλ ήταν τον Νοέμβριο. Αυτή η παύση βοήθησε κιόλας να συνειδητοποιήσουμε ότι κάτι έχουμε καταφέρει με την ταινία. Από τον Μάιο και μετά, που βγήκε στα σινεμά, ζούσαμε καταστάσεις τρελής χαράς, αγάπης και τρυφερότητας, μας έβλεπαν έξω και μας θεωρούσαν όντως φίλους τους, επομένως η ταινία είχε εκπληρώσει κατά ένα μεγάλο μέρος τον σκοπό της, δηλαδή να είναι καλή παρέα. Από μια παρέα ξεκίνησε άλλωστε. Φτιάξαμε την ταινία επειδή θέλαμε να κάνουμε παρέα μεταξύ μας. Δεν ξέραμε καν αν θα ήταν μια μεγάλου μήκους ταινία, λέγαμε ότι μπορεί να ήταν μικρού ή μεσαίου μήκους. Ο σκοπός μας ήταν να πάμε στο φεστιβάλ και με ό,τι και να φεύγαμε θα ήμασταν ευχαριστημένοι. Τα άλλα ήρθαν σιγά-σιγά. Κάναμε τα Μαγνητικά Πεδία όντως για να ζήσουμε μια περιπέτεια μεταξύ μας».

Μαγνητικά τοπία: Γιώργος Γούσης – Έλενα Τοπαλίδου – Αντώνης Τσιοτσιόπουλος

Τα Μαγνητικά Πεδία, μια «μικρή» ταινία που συνολικά κόστισε 6.500 ευρώ και φτιάχτηκε μέσα στην πανδημία, σάρωσε στα βραβεία. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν & Νίκος Κατσαρός/LifO

Το καλοκαίρι του 2020, μόλις είχαμε βγει από το πρώτο lockdown, ο Γιώργος Γούσης σκηνοθέτησε για το Παιδί Τραύμα το βίντεο του κομματιού «Στοπ» κι εκεί γνώρισε την Έλενα Τοπαλίδου, κορυφαία χορεύτρια σύγχρονου χορού, έγιναν φίλοι και αποφάσισαν να συνεργαστούν ξανά.

«Αφού το πήρα απόφαση να κάνω την ταινία, το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να δουλέψουμε τον σκελετό του σεναρίου με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο και μετά μαζί και με την Έλενα, κουβεντιάζαμε και οι τρεις πάνω στους χαρακτήρες της ταινίας», λέει ο Γιώργος. «Αφού καταλήξαμε, το επόμενο δύσκολο task ήταν να αγοράσω και να βάψω τον τρίτο χαρακτήρα της ταινίας, το αυτοκίνητο».

Στην Κεφαλονιά πήγαν χωρίς σενάριο και εντυπωσιάστηκαν με το τοπίο. «Το νησί σού δίνει πολλές επιλογές για διαφορετικές λήψεις, ακόμα και σε πολύ μικρές αποστάσεις, και έτσι ήρθε η ιδέα του road movie», λέει. «Αποφασίσαμε να κάνουμε μια ταινία με πολύ μικρό συνεργείο, επτά μόλις άτομα, που ταξιδεύαμε, κοιμόμασταν, τρώγαμε, ζούσαμε όλοι μαζί. Δεν είχαμε έτοιμους διαλόγους, όλοι προέκυψαν εκεί, από τους ηθοποιούς, είχαμε μόνο περιλήψεις με το τι συμβαίνει σε κάθε σκηνή. Η Κεφαλονιά είναι ο τόπος που ζει ο Μαρίνος Σκλαβουνάκης, διευθυντής παραγωγής και γενικά άνθρωπος-κλειδί της ταινίας. Χωρίς τη βοήθειά του δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτή την ταινία με τόσο λίγα λεφτά. Μας ξενάγησε σε τοπία της Κεφαλονιάς, μας φιλοξένησε, μας άνοιξε πόρτες που δεν θα μπορούσαμε να ανοίξουμε ποτέ, όλοι οι β’ ρόλοι της ταινίας είναι φίλοι του και ο ίδιος δούλεψε με μεγάλη ζέση και κέφι. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν σε δύο εβδομάδες και στις 3 Γενάρη εγώ και ο Κουτσαλιάρης (ο διευθυντής φωτογραφίας) επιστρέψαμε στην Αθήνα με το ΚΤΕΛ, έχοντας στις αποσκευές μας μια ταινία που τότε είχε τη μορφή ενός κουτιού παπουτσιών με πολλές κασέτες μέσα. Στους επόμενους μήνες προστέθηκε στο δημιουργικό team ο μοντέρ Δημήτρης Πολύζος και, τέλος, όταν είχε ολοκληρωθεί και το μοντάζ πια, ο Γιώργος Καρναβάς και η Heretic αγκάλιασαν θερμά την ταινία και αποφάσισαν να την κάνουν κομμάτι της εταιρείας τους και να τη στηρίξουν».

«Ποιο είναι το πιο συγκινητικό σχόλιο που ακούσατε για την ταινία;»

«Περνούσε μια γυναίκα, φίλη μου, ένα πολύ μεγάλο πένθος στη ζωή της και ένιωθε ότι ήταν σε πολύ βαθιά θλίψη», λέει ο Έλενα Τοπαλίδου, «τόσο πολύ που, χωρίς υπερβολή, ένιωθε κάθε μέρα ότι θα μπορούσε ακόμα και να δώσει τέλος στη ζωή της. Την έσυρα να δει την ταινία και ήταν η πρώτη στιγμή μετά από πολύ καιρό που είδε μπροστά της φως».

Μαγνητικά πεδία: Γιώργος Γούσης – Έλενα Τοπαλίδου – Αντώνης Τσιοτσιόπουλος

«Για μένα ήταν μια τεράστια έκπληξη, γιατί, όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, δεν περίμενα κάτι», λέει η Έλενα Τοπαλίδου, η πρωταγωνίστρια της ταινίας. Φωτο: Σκηνή απο την ταινία.

Η παρεΐστικη ατμόσφαιρα που βγάζει η ταινία ήταν από τα μεγάλα πλεονεκτήματά της, έτσι πολύς κόσμος κατάφερε να ταυτιστεί με τους ήρωες. Τα Μαγνητικά Πεδία είναι μια ανθρώπινη ταινία που έγινε επιτυχία στόμα με στόμα και σε έκανε να φεύγεις από το σινεμά λίγο καλύτερος άνθρωπος. Είναι από τις ταινίες που πήγαιναν να τη δουν μοναχικοί άνθρωποι αλλά και ολόκληρες παρέες, ήταν κάτι που είχες την ανάγκη να το μοιραστείς.

 

«Δεν μπορείς να καταλάβεις τι ανάγκη έχει ο κόσμος κάθε φορά, αλλά φαίνεται ότι είχαν ανάγκη από παρέα, τρυφερότητα, από κάτι μικρό, κάτι λίγο, αυτό μάλλον έκανε την ταινία να αγαπηθεί τόσο από τον κόσμο», λέει ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος. «Εμείς κάναμε καλή παρέα όταν φτιάχναμε την ταινία και, κάπως, ο κόσμος που ήρθε στο σινεμά για να τη δει αισθανόταν ότι όντως, για μιάμιση ώρα, ήταν σαν να έκανε καλή παρέα με κάποιον. Μπορεί να υπήρχε ανάγκη γι’ αυτό· πώς γνωρίζεις έναν άγνωστο τυχαία ώρα στο μπαρ και για μιάμιση κάνεις καλή παρέα μαζί του; Κάτι τέτοιο νιώσαμε εμείς».

«Από δω και πέρα τι;» ρωτάω τον Γιώργο Γούση ‒ αφού η πρώτη ταινία του είχε τέτοια πορεία (και άγνωστο πού μπορεί ακόμα να φτάσει), οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί για την επόμενη δουλειά του είναι κάτι που τον αγχώνει;

«Δεν έχω προσδοκίες», λέει. «Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, όλοι οι συντελεστές εχουμε μια κοινή αντίληψη πάνω σε αυτό, είμαστε απλώς χαρούμενοι που θα ξανακάνουμε κάτι μαζί. Η απήχηση στον κόσμο, τα βραβεία κ.λπ. το μόνο που μπορούν να μας εξασφαλίσουν είναι το να κάνουμε μια ταινία ίσως με λίγο καλύτερους όρους, π.χ. να πληρωθούν επιτέλους όλοι, αλλά κανείς δεν σου εξασφαλίζει ότι η ταινία θα είναι καλή, κανένα βραβείο δεν σου δίνει οποιοδήποτε εχέγγυο γι’ αυτό. Εμείς χαιρόμαστε που θα μπούμε σε αυτή την περιπέτεια, θα ξαναμαζευτούμε ως παρέα και θα ξαναπεράσουμε τα ίδια, θα ξανακάνουμε κάτι».

«Έχεις κάτι στο μυαλό σου για τη συνέχεια;»

«Ναι, έχω πολλά, παίζουν διάφορα…»

Πηγή: lifo.gr