Ένα από τα πλέον στυγερά εγκλήματα ήταν αυτό που είχε διαπραχθεί τον Αύγουστο του 1998 όταν ο Σπύρος Καββαδίας σκότωσε την 27χρονη τότε Τάνια Χαριτοπούλου, μπροστά στα μάτια της μόλις τριών ετών κόρης τους, στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης.
Το άψυχο κορμί της 27χρονης δεν βρέθηκε ποτέ μιας και ο δολοφόνος δεν ομολόγησε τι το έκανε. Εικοσιπέντε χρόνια μετά η κόρη της Τάνιας Χριστοπούλου Βάσω μιλώντας στο protothema.gr προσπαθεί να μάθει την αλήθεια αλλά και τι απέγινε το πτώμα της μητέρας αφού η επικοινωνία με τον πατέρα της δεν είναι καθόλου εφικτή παρόλο που αυτός αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους από το Κέντρο Κράτησης της Κέρκυρας το 2020 με την υποχρέωση να μην φύγει από το νησί που είναι άλλωστε και η γενέτειρά του.
Ο Σπύρος Καββαδίας, ο «σκληρός» ασπρομάλλης όπως τον είχαν χαρακτηρίσει από τα χρόνια της δίκης, αν και φαινομενικά ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, έκρυβε μέσα του την σκληράδα και την απανθρωπιά ενός στυγνού δολοφόνου. Πριν σκοτώσει την 27χρομνη Τάνια είχε κατηγορηθεί ότι σκότωσε και μια άλλη γυναίκα στην Ελβετία το 1992. Ο άνθρωπος αυτός καταδικάστηκε και για τις δυο δολοφονίες, αλλά μετά από σχεδόν 22 χρόνια στη φυλακή αποφυλακίστηκε εκτίοντας την ποινή των δύο ισόβιων καθείρξεων που του επιβλήθηκαν για κάθε μία από τις υποθέσεις. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, ύστερα από τέσσερις απορριπτικές αποφάσεις, έκρινε ότι μπορούσε να αφεθεί ελεύθερος με τους όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισής του στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του.
Η υπόθεση αυτή είχε απασχολήσει και την εκπομπή «Φως στο Τούνελ», όπου η ερευνητική δημοσιογραφική ομάδα είχε μπει στο διαμέρισμα του φονικού στη Θεσσαλονίκη και είχε δείξει ότι στο μπάνιο υπήρχαν ίχνη που μαρτυρούσαν εγκληματική ενέργεια. Βρέθηκαν υπολείμματα αίματος και ιστού τα οποία ανήκαν στην δολοφονημένη Τάνια Χαριτοπούλου. Μάρτυρας του φρικτού εγκλήματος ήταν η μικρή τότε Βάσω η οποία μιλώντας στους αστυνομικούς αργότερα περιέγραφε με την αθωότητα του παιδικού της μυαλού μια σκηνή αποτυπωμένη στο μυαλό της ρίχνοντας «φως»στη μυστήρια αυτή υπόθεση. «Ο μπαμπάς και η μαμά μάλωσαν. Την τράβηξε από τα μαλλιά και εκείνη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Μετά την έβαλε στο κρεβάτι, της έβαλε στο πρόσωπο δύο μαξιλάρια και η μαμά κοιμήθηκε».
Ο Σπύρος Καββαδίας οδηγείται στη φυλακή
Ο Σπύρος Καββαδίας οδηγήθηκε στη φυλακή στις 22 Σεπτεμβρίου του 1998 παρά το γεγονός ότι το πτώμα της Τάνιας Χαριτοπούλου δεν βρέθηκε ποτέ. Ένα μήνα νωρίτερα ο αδερφός της Τάνιας Χαριτοπούλου είχε δηλώσει την εξαφάνισή της στην Αστυνομία και περίμενε με αγωνία την εξέλιξη της έρευνας. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης ο Καββαδίας έπεσε σε πολλές αντιφάσεις, είπαν οι αξιωματικοί που ανέλαβαν την υπόθεση, ενώ δεν έδειξε και ιδιαίτερα ανήσυχος για την τύχη της. Μάλιστα, λίγες μέρες μετά την εξαφάνισή της, ζήτησε από την αδερφή του να φιλοξενήσει την κόρη τους ,Βασούλα στο σπίτι της στην Κατερίνη.
Όπως αποκαλύφθηκε, το Νοέμβριο του 1992 είχε σκοτώσει και την Ελβετίδα φίλη του, με την οποία συζούσε όταν ήταν μετανάστης στη Βασιλεία της Ελβετίας. Για χάρη της είχε χωρίσει από την πρώην σύζυγό του, με την οποία είχαν αποκτήσει δύο παιδιά. Τα καλοκαίρια κατέβαιναν στην Ελλάδα, όπου η 26χρονη Νικόλ Κίρχνερ εργαζόταν στην ταβέρνα του στην Κέρκυρα. Όταν η κοπέλα έμεινε έγκυος, ο Καββαδίας άρχισε να γίνεται βίαιος, ζητώντας της, με απειλές κατά της ζωής της, να μην ρίξει το παιδί. Εκείνη επέστρεψε στην Ελβετία και αναζήτησε καταφύγιο σε κέντρο φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών. Αργότερα νοίκιασε σπίτι και πίστευε ότι είχε χάσει τα ίχνη της.
Όμως ο Καββαδίας την εντόπισε, της έστησε καρτέρι και την πυροβόλησε εξ επαφής. Ο ίδιος είχε τη δική του εκδοχή και γι’ αυτό το έγκλημα. «Όταν την σκότωσαν, εγώ ήμουν φιλοξενούμενος σε μια θεία μου στην Αθήνα». Σε έρευνα που έγινε στο σπίτι του βρέθηκαν μια κυνηγετική καραμπίνα, μια κλεμμένη αστυνομική ταυτότητα και ένα πλαστό δίπλωμα οδήγησης, τα οποία όπως ομολόγησε ο ίδιος, χρησιμοποιούσε όλα αυτά τα χρόνια για να αποφύγει την Ιντερπόλ, που τον αναζητούσε για τη δολοφονία της Ελβετίδας. Εκτός από τις δύο υποθέσεις ανθρωποκτονίας, διωκόταν και με οκτώ εκκρεμείς καταδικαστικές αποφάσεις για παραβάσεις του αγορανομικού κώδικα, του υγειονομικού κανονισμού και άλλες.
Η δίκη για την Τάνια Χαριτοπούλου
Η δίκη για τη δολοφονία της Τάνιας Χαριτοπούλου άρχισε τον Μάρτιο του 2000 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Έδεσσας. Μία δίκη που σημαδεύτηκε από πολλές αντεγκλήσεις, ενστάσεις και διακοπές και το τέλος της βρήκε τον κατηγορούμενο αθώο, χάρη στις ψήφους των τεσσάρων ενόρκων, που δεν πείστηκαν για την ενοχή του. Ωστόσο, ο Εισαγγελέας εφετών Θεσσαλονίκης Ευάγγελος Κατσής άσκησε έφεση κατά της απόφασης, με το σκεπτικό ότι κατά την ακροαματική διαδικασία λανθασμένα οι ένορκοι τον έκριναν αθώο, σε αντίθεση με τους τακτικούς δικαστές, που ψήφισαν την ενοχή του χωρίς ελαφρυντικά και τον εισαγγελέα της έδρας, Βασίλη Χαλτούπη, ο οποίος έκανε λόγο για έναν «καθ’ έξιν φονιά».
Έτσι η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό το Νοέμβριο του 2002 στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπου και πάλι ο Σπύρος Καββαδίας απειλήθηκε με λιντσάρισμα από την οικογένεια της Τάνιας Χαριτοπούλου. Αυτή τη φορά η ετυμηγορία ήταν εντελώς διαφορετική. Το δικαστήριο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Τον Σεπτέμβριο του 2014 ο ισοβίτης δεν επέστρεψε στις φυλακές Χανίων μετά από πενθήμερη άδεια. Η Ασφάλεια είχε πληροφορίες ότι αρχικά πήγε στο χωριό του στην Κέρκυρα, μετά στη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στην Αθήνα, σε ένα διαμέρισμα στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα. Μάλιστα, πήγε σε Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών για να πάρει πιστοποιητικό γεννήσεως, δίνοντας τα πραγματικά του στοιχεία και τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου. Ο εντοπισμός και η σύλληψή του ήταν θέμα χρόνου.
Πριν από τρία χρόνια στην εκπομπή «Φως στο Τούνελ» αποκαλύφθηκε ότι ο δολοφόνος των δύο γυναικών κυκλοφορεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ο ίδιος είχε απειλήσει ότι θα σκότωνε όλους τους υπεύθυνους για τη συνωμοσία εναντίον του εννοώντας την ομάδα της Αγγελικής Νικολούλη, αλλά και την ίδια.
Ο «σκληρός» ασπρομάλλης
Ο Καββαδίας με χαρακτηριστικό τα άσπρα μαλλιά του από τα πρώτα χρόνια των δικαστηρίων του, έβγαζε τον χαρακτήρα ενός ήρεμου ανθρώπου. Πάντα όμως ήταν σκληρός, όπως τον περιέγραφαν τόσο αστυνομικοί οι οποίοι χειρίστηκαν τις δύο υποθέσεις δολοφονιών, όσο και οι δικαστές. «Είναι σίγουρο πως αν ήταν ελεύθερος θα σκότωνε και τρίτη γυναίκα», είχε πει τον Μάρτιο του 2000 ο εισαγγελέας της έδρας του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Έδεσσας. Του δικαστηρίου που τον έκρινε αθώο με τις ψήφους των ενόρκων, ύστερα από μία δίκη – θρίλερ με νομικές μάχες μεταξύ των συνηγόρων των δύο πλευρών και βροχή ενστάσεων και αιτημάτων. «Πού έκρυψες την κόρη μου φονιά;», φώναζε έξω από την αίθουσα του Κακουργιοδικείου Έδεσσας ο πατέρας της 27χρονης. «Δεν σεβάστηκε ούτε το παιδί του αφού εφόνευσε την Τάνια μπροστά στα μάτια του», είχε πει δύο χρόνια μετά ο εισαγγελέας του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης που καταδίκασε ομόφωνα σε ισόβια τον Καββαδία.
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα και την καταδικαστική απόφαση ο κατηγορούμενος σκότωσε τη φίλη του μπροστά στα μάτια του παιδιού και στη συνέχεια εξαφάνισε το πτώμα της. Συνελήφθη σχεδόν ένα μήνα μετά προσερχόμενος στο σπίτι της αδερφής του και ενώ διώκονταν για το φόνο Ελβετής από το 1992. Για τη δολοφονία της Ελβετής είχε καταδικαστεί σε ισόβια και γι’ αυτό όταν αθωώθηκε από το δικαστήριο της Έδεσσας έμεινε στις φυλακές. Ακολούθησε όμως η επικύρωση των ισοβίων από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθήνας και στη συνέχεια καταδικάστηκε σε ισόβια και από το Κακουργιοδικείο της Θεσσαλονίκης για τη δολοφονία της Χαριτοπούλου. Όλες οι δικαστικές ενέργειές του για την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης δεν τελεσφόρησαν. Τόσο η αναίρεση όσο και το αίτημα για επανάληψη της διαδικασίας. «Δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος της πιο πάνω πράξεως της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, για την οποία, εκτός των άλλων, καταδικάσθηκε αμετάκλητα. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη», ανέφερε στο σκεπτικό του ο Άρειος Πάγος το 2007, όταν απέρριψε το αίτημα για επανάληψη της διαδικασίας.
Η αποφυλάκιση
Ο άνθρωπος που είχε καταδικαστεί σε δύο φορές ισόβια αρχικά για τη δολοφονία της επί εφτά χρόνια συντρόφου του Νικόλ Κίρχνερ στην Ελβετία το 1992 και της μετέπειτα παρολίγο συζύγου του και μητέρα της κόρης του, Τάνιας Χαριτοπούλου στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους από το Κέντρο Κράτησης της Κέρκυρας το 2020 με την υποχρέωση να μην φύγει από το νησί που είναι άλλωστε και η γενέτειρά του.
Πηγή: protothema.gr