Σε είχα ρωτήσει, πριν από ενάμιση χρόνο, όταν είχα επισκεφθεί τα γυρίσματα του «Milky Way», γιατί επέλεξες η πρώτη σου μεγάλης κλίμακας δουλειά να είναι μια μίνι τηλεοπτική σειρά και όχι μια μεγάλου μήκους ταινία, και μου είχες απαντήσει πως δεν θα ήθελες η πρώτη σου ταινία να κινδυνέψει να μην παιχτεί στον φυσικό της χώρο, τότε που τα σινεμά ήταν κλειστά λόγω Covid. Τώρα που το «Milky Way» είναι έτοιμο να συναντήσει το τηλεοπτικό κοινό, είσαι τελικά ικανοποιημένος από αυτή την επιλογή;
Είμαι πολύ ευτυχής που αμέσως μετά τις ταινίες μικρού μήκους πέρασα στο φορμά της μίνι σειράς, διότι ήταν ένα μεγάλο σχολείο. Είχα τη δυνατότητα να πειραματιστώ κινηματογραφικά, στον τρόπο που δουλεύω με τους ηθοποιούς, με το φως, την πλανοθεσία, και στην ουσία να αποκτήσω όλη τη δύναμη που χρειαζόμουν ώστε να μπορέσω να κάνω σινεμά. Γιατί σινεμά είναι και τα δέκα λεπτά, όμως όλοι γνωρίζουμε ότι οι πάντες είναι επιεικείς με τους μικρομηκάδες, αλλά κανένας δεν είναι επιεικής με έναν μεγαλομηκά.
— Ξέρουμε ότι η τηλεόραση απαιτεί κάποιες συμβάσεις. Εσύ φαίνεται να μην ακολουθείς καμία σύμβαση εδώ, τουλάχιστον από αυτές που γνωρίζουμε.
Η μόνη σύμβαση που με αφορά να ακολουθήσω είναι αυτή με τον εαυτό μου και το πώς βλέπω την τέχνη μου. Θεωρώ ότι έχω σεβαστεί το φορμά της τηλεόρασης, υπό την έννοια ότι αυτό που έχω κάνει είναι, τουλάχιστον για τα δικά μου δεδομένα, αρκετά εμπορικό και ποπ. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να απαρνηθώ τις ρίζες μου, που είναι ο κινηματογράφος, και την τάση να πηγαίνω προς τα σκοτεινά μιας τέχνης, θέλοντας να την εξερευνήσω. Δεν ήθελα απλώς να πω μια ιστορία, ήθελα να βρω ποιος θα είναι ο τρόπος που θα τη διηγηθώ. Νομίζω ότι αυτό οδηγεί στη ρήξη με πολλές συμβάσεις της τηλεόρασης.
Υπάρχει η Ελλάδα μέσα μου, με τα σκατά της, τα μπετά της, της κολόνες, τις βλαστήμιες, τα τσιφτετέλια της, τα κομπολόγια της και τα ιμάμ μπαϊλντί της. Και αυτή την Ελλάδα βγάζω. Αυτή που με προβληματίζει, με σκοτεινιάζει, με κάνει να αισθάνομαι χαρούμενος, περήφανος για όλους τους λόγους που δεν αισθάνονται περήφανοι οι φασίστες.
— Γιατί επέλεξες να πεις την ιστορία της Μαρίας, μιας 17χρονης που μένει έγκυος στην ελληνική επαρχία;
Μεγαλώνοντας στην επαρχία, βρισκόμουν κοντά σε πολλά κορίτσια που στα χρόνια του γυμνασίου και του λυκείου έμεναν έγκυες και παρατούσαν το σχολείο, εξαφανίζονταν και δεν τις ξαναβλέπαμε ποτέ ξανά. Θυμάμαι και τα ονόματά τους, αλλά θα προτιμήσω να μην τα πω.
— Άρα, πάλι το βίωμα παίζει ρόλο στο σενάριο που έγραψες. Σε είχα ρωτήσει παλιότερα γιατί ασχολείσαι με queer ιστορίες και μου είχες μιλήσει για τον θείο σου.
Φυσικά, οτιδήποτε γράφω είναι ένα κομμάτι της δικής μου ζωής, δεν είναι προϊόν καθαρής φαντασίας. Η Μαρία είναι μια κοπέλα που την ξέρω, γνώριζα κορίτσια που δεν μπόρεσαν να φύγουν ποτέ από τον τόπο τους, και συγχρόνως η Μαρία είναι εγώ, με άλλους τρόπους. Όταν ο κολλητός μου είδε το πρώτο επεισόδιο μού είπε συγκινημένος «αυτή η παρέα είμαστε εμείς». Εμείς ήμασταν παρέα αγοριών, δεν σκεφτόμασταν τον χορό και τη Φουρέιρα, σκεφτόμασταν άλλα πράγματα, το σινεμά, τον Αγγελόπουλο, αλλά είχαμε την ανάγκη να φύγουμε. Ακόμα κι αν οι δυνατότητες υπάρχουν, δεν είναι βέβαιο ότι θα φύγεις. Όταν είσαι από έναν μικρό τόπο, αυτός αποκτά ένα ειδικό βάρος και σε τραβάει προς τα εκεί. Είσαι στους πρόποδες. Το να μπορέσεις να ανυψωθείς είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι όταν ξεκινάς από την πόλη, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου. Αυτή η αγωνία των παιδιών που θέλουν να φύγουν από την επαρχία για να δουν κάτι άλλο ήταν η αγωνία η δική μου και της παρέας μου.
Όλη η οικογένειά μου με κάποιον τρόπο είναι το «Milky Way». Στον χαρακτήρα του Τζο βλέπω πάλι τον θείο μου. Στον χαρακτήρα του μπαμπά του Τζο βλέπω τον παππού μου. Και μάλιστα, επειδή είναι και δύο νεκροί, τους δίνω μια ευκαιρία να συμφιλιωθούν. Αντίστοιχα, η αστρονομία, ο τρόπος με τον οποίο διαβάζουμε την ιστορία της Μαρίας, έρχεται από τον άλλο μου παππού, που μου μάθαινε τα αστέρια όταν ήμουν παιδί. Η γιαγιά της οικογένειας είναι η δική μου προγιαγιά από τη Σμύρνη, η Άννα. Είχε τρομερές μεταφυσικές ανησυχίες, όπως γνωρίζω από αφηγήσεις, ζούσε δύσκολα και κλειστά και πήρε διαζύγιο το 1947 επειδή γούσταρε να είναι αυτό που θέλει, διώχνοντας τον άντρα της που ήταν μέθυσος και ενδεχομένως βίαιος, λέγοντάς του να πάει να γαμηθεί. Αυτό το rock’n’roll πρότυπο για μένα υπάρχει.
Επίσης, όλη αυτή η σιωπή, η ησυχία και το βάλτωμα αυτού του τόπου είναι η απομόνωση της Κεφαλονιάς τον χειμώνα. Όλο το «Milky Way» με κάποιο τρόπο είναι μικρά αποσπάσματα της ζωής μου μεταφρασμένα σε κάτι άλλο. Νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο μιλώ για οποιοδήποτε τραύμα ή οποιαδήποτε χαρά έχω γνωρίσει. Δεν είμαι υπέρ του αυτοψυχαναλυτικού σινεμά, όπου κάποιος μιλά πράγματι για το τραύμα του. Η ιστορία της Μαρίας ήταν ο τρόπος να πω την ιστορία όλων αυτών των κοριτσιών που ξέρω και όλων εκείνων που δεν ξέρω, που καταπιέστηκαν από έναν πατέρα, μια μητέρα, έναν γκόμενο, από την ίδια τους την ύπαρξη…
— … τη θρησκεία, την Ελλάδα…
… το κράτος, τις κοινωνικές συμβάσεις εν γένει, και δεν έγιναν όλα αυτά τα εκατομμύρια πράγματα που θα μπορούσαν να έχουν γίνει. Φυσικά έγιναν μητέρες, δεν λέω ότι αυτό είναι λίγο, αλλά νομίζω ότι η μητρότητα, που μπορεί να είναι πράγματι το πιο μαγικό πράγμα στον κόσμο, για να αποκτήσει αυτές τις μαγικές διαστάσεις θα πρέπει να συμβεί στον χρόνο και στον χώρο που μια γυναίκα έχει επιλέξει και όχι απλώς επειδή της συνέβη.
— Η σειρά έρχεται σε μια χρονική συνθήκη που το κεκτημένο δικαίωμα στην έκτρωση και στην αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος έχει τεθεί πάλι υπό αμφισβήτηση.
Φοβάμαι που το «Milky Way» θα προβληθεί στην Ελλάδα, γιατί η Ελλάδα είναι ένας πολύ συντηρητικός τόπος, όπως και η Αμερική. Βλέπουμε τι συμβαίνει σε πολλές Πολιτείες όπου η έκτρωση θεωρείται πλέον έγκλημα. Η κοινωνία δεν πάει πίσω στα μόνο Βαλκάνια αλλά και στον φιλελεύθερο σύγχρονο δυτικό κόσμο.
— Στα δικά μου μάτια, οι σκηνές που δείχνουν τον εγκλωβισμό της Μαρίας είναι σκηνές θρίλερ. Οι συζητήσεις για τη μητρότητα με ένα κορίτσι 17 χρονών, που δεν της δίνεται ούτε ως ιδέα η οποιαδήποτε επιλογή, όπως σ’ εκείνη την καταπληκτική σκηνή του τρίτου επεισοδίου, μετά τον υπέρηχο, στην ταβέρνα, μου προκάλεσαν ασφυξία.
Ο μοντέρ μου, ο Λάμπης, αυτήν τη σκηνή τη λέει gangbang. Είναι ένα κορίτσι στη μέση και έχει τους πάντες να την πηδάνε. Επειδή όμως αυτό συμβαίνει χωρίς τη θέλησή της, είναι μάλλον ομαδικός βιασμός. Ήταν η μοναδική σκηνή που ζήτησα να τη γυρίσουμε μία μέρα ολόκληρη. Ήθελα όλες τις πιθανές γωνίες, να νιώθει ότι αυτοί οι άνθρωποι έρχονται από παντού γύρω της, χωρίς όμως να είναι απειλητικοί – είναι χαρούμενοι, τρυφεροί.
Ο τρόπος που ήθελα να προσεγγίσω γενικά τη συνθήκη της οικογενειακής ασφυξίας και της γονεϊκής καταπίεσης είναι μακριά από το πρότυπο του Οικονομίδη, όπου οι άνθρωποι είναι πολύ σκληροί και τραχείς. Αυτό που θέλω να δείξω εγώ για την οικογένεια είναι ότι η βία μπορεί να έχει πολύ γλυκό πρόσωπο. Οι γονείς μπορούν να σε τσακίσουν ακόμα κι αν είναι τρομακτικά ευγενικοί και κατανοητικοί. Αντιθέτως, υπάρχουν τραχείς γονείς που μπορεί να κρύβουν απίθανη ζεστασιά.
— Πολύ βίαιη για μένα είναι και η σκηνή που το νεαρό ζευγάρι, η Μαρία και ο Τάσος, είναι στο αμάξι και να αναρωτιούνται τι να κάνουν, πού να πάνε για να περάσει η ώρα. Δυο παιδιά που θα έπρεπε να έχουν άπειρες δυνατότητες προσπαθούν απλώς να καλύψουν νεκρό χρόνο.
Έτσι είναι τα πράγματα, το ξέρεις κι εσύ, έχοντας μεγαλώσει σε νησί, ότι το αμάξι είναι ένας τρόπος να καλύψεις τον νεκρό χρόνο. Ακολουθείς διαδρομές που δεν οδηγούν πουθενά και κάνεις κύκλους γύρω από τον εαυτό σου για να περάσει η ώρα. Έχει κάτι καφκικό αυτό.
— Για μένα μεγάλη επιτυχία της σειράς είναι ότι βλέπουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα –περιλαμβάνει και το σινεμά αυτό που λέω– εφήβους να μιλούν όπως ένας σημερινός έφηβος. Είναι τεράστιο πρόβλημα των ελληνικών σεναρίων αυτό. Πώς τα κατάφερες, ενώ δεν ανήκεις στην GenZ, να την προσεγγίσεις;
Όταν ξεκίνησα να γράφω, ήρθα αντιμέτωπος με ένα μικρό στην πραγματικότητα δίλημμα, αν θα υπηρετήσω την αλήθεια ή το κοινό. Πήρα την απόφαση να υπηρετήσω την αλήθεια. Είπα ότι τα παιδιά, όσο άβολα κι αν αισθανθούν οι μεγάλοι όταν θα το δουν, θέλω να μιλάνε όπως μιλάνε. Δεν είναι δύσκολο να τα ακούσεις, γιατί δεν μιλάνε πλέον στο arcade ή στο mall αλλά στο ίντερνετ, οπότε όλοι γνωρίζουμε ποια είναι η γλώσσα τους. Αν την αφουγκραστούμε, μπορούμε να την αναπαραγάγουμε, κατά προσέγγιση φυσικά. Θα μου πει κάποιος «τα παιδιά στην επαρχία έτσι μιλάνε;». Φυσικά και μιλάνε έτσι, γιατί μιλάνε την παγκόσμια γλώσσα του ίντερνετ. Το TikTok είναι το λεξιλόγιο του σήμερα, δεν είναι η λογοτεχνία ή οι κουβέντες των γονιών, όπως ήταν σ’ εμάς, που ήμασταν κάπως φερέφωνα των μεγαλύτερων. Τα παιδιά τώρα έχουν τη δική τους γλώσσα και αυτό είναι φοβερά ελεύθερο και αξιοθαύμαστο.
Συγχρόνως, είχα φοβερή βοήθεια σε αυτό το κομμάτι από τη Νεφέλη Αθανασάκη, που είναι η βοηθός σεναριογράφου και μικρότερή μου είναι τώρα 25, όταν γράφαμε τη σειρά ήταν 22– και από τη Γλυκερία Παππά, που χωρίς αυτήν το «Milky Way» δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Η Γλυκερία, με τις συμβουλές της, έκανε πιο θηλυκό το βλέμμα μου, πιο βαθύ, κάτι που ήταν παραπάνω από απαραίτητο για να διηγηθώ αυτή την ιστορία. Μαζί της συνυπογράφω και το σενάριο του τελευταίου επεισοδίου, όπου οι ιδέες της είναι όσες και οι δικές μου. Με βοήθησε πολύ και η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη στο κομμάτι του σχηματισμού της πλοκής και του χωρισμού των γεγονότων σε επεισόδια.
Όταν αποφάσισα να κάνω τη σειρά, έγραψα μόνος μου την πρώιμη σκαλέτα, πώς προχωράει η ιστορία και ποιοι είναι οι χαρακτήρες, και τον πιλότο. Όταν πήραμε το πράσινο φως, είχα 4 μήνες για να γράψω όλα τα επεισόδια, που είναι απειροελάχιστο διάστημα, οπότε χρειάστηκα βοήθεια. Το καθένα από αυτά τα τρία κορίτσια με βοήθησε με σημαντικό και εντελώς διαφορετικό τρόπο. Χωρίς αυτά ο γαλαξίας μου δεν θα έλαμπε το ίδιο στον σκοτεινό ουρανό.
— Από την άλλη, χαρακτήρες που θα περιμέναμε να είναι σε κάποιο βαθμό στερεοτυπικοί, όπως η γιαγιά της οικογένειας ή ο πατέρας του queer αγοριού, είναι πολύ διαφορετικοί. Ήθελες να παίξεις με τις προσδοκίες του θεατή;
Αυτό με ενδιαφέρει πολύ και στις ταινίες. Νομίζω ότι και στην «Απόσταση…» εν τέλει αυτό που λειτούργησε ήταν ότι η ταινία, ξεκινώντας με έναν αγοραίο τρόπο, δεν προετοίμαζε τον θεατή ότι η κατάληξη θα μπορούσε να είναι τρυφερή. Αγαπώ πολύ τα κλισέ και μου αρέσει να παίζω με αυτά. Σκέφτομαι ότι το σινεμά που θέλω να κάνω είναι στην πραγματικότητα cliché with a twist. Κάτι με το οποίο ο θεατής θα αισθανθεί ασφάλεια, επειδή το γνωρίζει, και στο τέλος θα του βάλω μια μικρή τρικλοποδιά.
Θυμάμαι, όταν είχα πρωτογνωρίσει την παραγωγό των ταινιών μου και ίσως τον πιο αγαπημένο μου άνθρωπο, την Ελένη Κοσσυφίδου, τότε που ήμουν πραγματικά πιτσιρικάς και της έλεγα όλες τις ιδέες μου, με κοίταζε χωρίς να μιλάει. Μου λέει κάποια στιγμή: «Βασίλη, ξέρεις τι είσαι; Ένας φοβερά δεξιοτέχνης επιπλοποιός που θέλει να φτιάξει την τέλεια ξύλινη καρέκλα και μόλις τη φτιάξει παίρνει ένα μικρό πριόνι, αρχίζει να πριονίζει τα πόδια και κάθεται από απόσταση να παρατηρήσει αν αυτός που θα καθίσει θα πέσει ή θα καταφέρει να ισορροπήσει». Κάπως με έχει στοιχειώσει και σχηματίσει αυτό το πράγμα, γιατί μπορεί να μην ήμουν ακριβώς έτσι, αλλά από τη στιγμή που ένας άνθρωπος που σέβεσαι σού αποκαλύπτει κάτι για σένα, επηρεάζεσαι και έστω, άθελά σου, εκπληρώνεις την προφητεία. Αυτό που είχε εντοπίσει η Ελένη σε μένα νομίζω πως το κάνω πλέον συνειδητά: χτίζω μια συνθήκη όπου ο θεατής αισθάνεται ασφάλεια, για να του πω στο τέλος «μήπως δεν είναι αυτό που νομίζεις;».
— Κλισέ κι αυτή η φράση!
Ναι, τη λατρεύω! Κάποιες φορές δεν είναι όντως αυτό που νομίζεις.
— Προσεγγίζεις με έναν περίεργο τρόπο το θέμα της ελληνικότητας σε αυτήν τη σειρά. Είναι μια ιστορία που τοποθετείται σε έναν απροσδιόριστο τόπο της επαρχιακής Βόρειας Ελλάδας κι ενώ υπάρχουν ελληνικά στοιχεία, όπως ένα τραγούδι του Παπάζογλου σε μια πολύ κομβική στιγμή, δεν είναι καθόλου φολκλόρ. Θα μπορούσε να διαδραματίζεται π.χ. στην επαρχιακή Γαλλία.
Είναι αφομοιωμένα τα ελληνικά στοιχεία. Κοίτα, εγώ είμαι ένας Έλληνας δημιουργός. Συνήθως υπάρχει μια ενοχή και μια μικρή ντροπή όταν κάποιος λέει κάτι τέτοιο. Το έχω πει και παλιότερα, εγώ δεν θέλω να χαρίσω την ελληνικότητά μου σε κανένα φασισταριό. Υπάρχει η Ελλάδα μέσα μου, με τα σκατά της, τα μπετά της, της κολόνες, τις βλαστήμιες, τα τσιφτετέλια της, τα κομπολόγια της και τα ιμάμ μπαϊλντί της. Και αυτή την Ελλάδα βγάζω. Αυτή που με προβληματίζει, με σκοτεινιάζει, με κάνει να αισθάνομαι χαρούμενος, περήφανος για όλους τους λόγους που δεν αισθάνονται περήφανοι οι φασίστες. Είμαι χαρούμενος που μου λες ότι υπάρχει ελληνικότητα στη σειρά.
— Αυτό φαίνεται και στη σκηνογραφία και στην ενδυματολογία, με επιλογές που διατηρούν την ελληνικότητα, αλλά συγχρόνως την τοποθετούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.
Αυτό που αποφασίσαμε με τον σκηνογράφο μου Κωνσταντίνο Σκουρλέτη και την ενδυματολόγο μου Εύα Γουλάκου ήταν να φτιάξουμε μια Ελλάδα που σε κάποιους να μοιάζει ξένη, αλλά, αν κοιτάξουν καλύτερα, θα δουν ότι αυτή είναι η Ελλάδα: μπετό, ξύλο και ένα εικονοστάσι. Αλλά δεν είναι μόνο το εικονοστάσι. Όταν αρχίσαμε να συζητάμε ποια είναι η ελληνική ταυτότητα, αρχιτεκτονικά και αισθητικά, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπάρχει. Είναι ένα κράμα επιρροών από τη Δύση, τα Βαλκάνια, την Ανατολή, τον χριστιανισμό, τη φτώχεια, την ακαλαισθησία, τον νεοπλουτισμό. Αυτό θέλαμε να χτίσουμε.
Νομίζω ότι γενικά το «Milky Way» ήθελα να είναι μια συνάντηση αντιφατικών στοιχείων. Νομίζω πως η μέρα που το συνειδητοποίησα περισσότερο από ποτέ ήταν η μέρα που κατά μοιραία σύμπτωση πέθαναν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο MadClip. Ο μεγαλύτερος, ενδεχομένως, Έλληνας μουσουργός και ο πιο διάσημος, ενδεχομένως, και ανερχόμενος Έλληνας τράπερ πέθαναν την ίδια μέρα και στην κηδεία τους συναντήθηκε όλη η Ελλάδα. Για μένα ήταν ένα σημείο στον χρόνο που θα πρέπει να το θυμόμαστε.
— Παράλληλα, η σειρά εξετάζει την επιρροή της θρησκείας στην Ελλάδα και έρχεται τη στιγμή που προχθές βλέπαμε τις εικόνες από το συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη με τις θρησκευτικές και παραθρησκευτικές ομάδες να διαδηλώνουν κατά των νέων ταυτοτήτων.
Εγώ είμαι Κεφαλονίτης. Οι Κεφαλονίτες έχουμε πολύ ιδιαίτερη σχέση με τα θεία. Υπάρχει ένας στίχος που λέει ότι «όλη μέρα βλαστημάμε και το βράδυ προσκυνάμε». Σε όλη την ενήλικη ζωή μου δεν πιστεύω σε τίποτα. Μέχρι τα 18 μου όμως ήμουν βαθιά θρησκευόμενος, πίστευα με έναν τρόπο οριακά ψυχαναγκαστικό που με βάραινε πολύ, γιατί έχω ιδεοληπτική διαταραχή. Αυτό άρχισε να φεύγει από μέσα μου όταν ήρθα σε γνωριμία με τη δυτική φιλοσοφία, διαβάζοντας Νίτσε, Χέγκελ, τους μεγάλους φιλοσόφους. Θυμάμαι ακόμα τις τύψεις μου τότε που άρχισα να μην πιστεύω. Έβλεπα ένα όνειρο, όπου βρισκόμουν μόνος μου σε ένα μέρος στην έρημο, μια στερεοτυπική Ναζαρέτ, κάτι ανάμεσα σε Ιουδαία και πίστα από το Counter-Strike, με πέτρινα λευκά κτίσματα, και χανόμουν στους διαδρόμους νιώθοντας ότι δεν θα βρω ποτέ διέξοδο. Τότε ξεπήδησε ένα ερώτημα στο κεφάλι μου: «Κι αν δεν υπάρχει Θεός;». Εκείνη την ώρα ο ουρανός συννέφιασε και απέκτησε μια υφή από γυαλί που άρχισε να σπάει πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ακόμα θυμάμαι τον τρόμο με τον οποίο ξύπνησα.
— Σε κάποιο σενάριο πρέπει να το βάλεις αυτό!
Ίσως. Είναι αληθινή εικόνα, πέρα για πέρα. Τότε άρχισα μέσα μου να αμφισβητώ τον Θεό. Ακόμα κι αυτό είναι κομμάτι του εαυτού μου στη σειρά. Γνωρίζω τη θρησκεία και ως βάλσαμο και ως βάρος. Θεωρώ ότι κοινωνικά, σε έναν μεγάλο βαθμό, με τον τρόπο που αφομοιώνεται στη χώρα μας, είναι δυστυχώς βάρος, παρόλο που θα έπρεπε να είναι ανύψωση. Όπως έλεγε ο συντοπίτης μου, ο Ανδρέας Λασκαράτος, «αντιπαθώ το σχήμα» της θεοκρατικής εξουσίας. Θα ήθελα πολύ να πιστεύω σε έναν θεό γλυκό και τρυφερό και όχι σε έναν αυστηρό κριτή που θα ρίξει την πύρινη ρομφαία πάνω στο σβέρκο μου καθώς θα σκύβω να δέσω τα κορδόνια μου επειδή έκανα μια κακή σκέψη.
Θα ήθελα πολύ ο κόσμος που πιστεύει να μην προσβληθεί από το «Milky Way». Η οικογένειά μου πιστεύει με έναν τρόπο ανθρώπινο, και τη σέβομαι που πιστεύει. Τα κορίτσια της σειράς πιστεύουν με έναν τρόπο που τις κάνει να φοβούνται. Η πίστη για μένα θα έπρεπε να είναι στήριγμα, και γι’ αυτά τα κορίτσια και για όλα τα κορίτσια και τα αγόρια αυτού του κόσμου. Το «Milky Way» είναι για μένα μια σύγχρονη ανάγνωση της Καινής Διαθήκης και μακάρι να βοηθήσει τον κόσμο να πιστέψει περισσότερο σε κάτι που έχει ανάγκη και όχι σε κάτι που του έχει επιβληθεί. Η Μαρία της Κορίννας Ντουλλάαρτ στο δικό μου μυαλό είναι μια σύγχρονη, κουνημένη και λίγο πανκ τζίντζερ Παναγία, και το λέω με έναν τρόπο που δεν έχει τίποτα βλάσφημο. Όπως λέει ο στίχος της Αλεξίου, «ένας Χριστός της γειτονιάς, που ξέρει τι θα πει χιονιάς».
— Μια και το αναφέρεις, έγραψες τον πρώτο queer (και όχι γκέι) χαρακτήρα στην ελληνική τηλεόραση, τον Τζο, που εκφράζει όλη τη σύγχρονη ρευστότητα στον σεξουαλικό προσανατολισμό και την έκφραση φύλου με τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί στην Ελλάδα.
Χαίρομαι πολύ που το αναγνωρίζεις. Ο Τζο είναι το παιδί της νέας γενιάς που δεν έχει σημασία αν τον παίρνει ή αν τον δίνει, βρίσκει καύλα τη διευθύντρια, έναν ντίλερ, τη Μαρία ή τον γκόμενό της, ή έναν τύπο που θα φέρει σανό στον πατέρα του – ίσως ακόμα και τον πατέρα του. Η καύλα δεν πρέπει να είναι ενοχή, αν δεν είναι παράνομη. «Εμένα μ’ ανάβει οτιδήποτε δεν σε βάζει φυλακή», λέει κάποια στιγμή στη Μαρία. Αυτό για μένα είναι ο σύγχρονος άνθρωπος και προς τα εκεί πρέπει να προσανατολιστούμε.
Θυμάμαι, όταν έβγαλα την Απόσταση…, έλεγαν ακόμα και σκηνοθέτες σημαντικοί στη χώρα, όχι μόνο ο εντός τεραστίων εισαγωγικών λαουτζίκος, αλλά και οι διανοούμενοι, «αυτός σίγουρα είναι πούστης», και το έλεγαν για κακό, ως κατηγορία. Όταν είδαν ότι δεν είμαι γκέι, βρήκαν κάτι άλλο. Για μένα το «Milky Way» είναι και ένα κωλοδάχτυλο στους διανοούμενους γιατί δεν τους γουστάρω, με τον ίδιο τρόπο που δεν γουστάρω τους φασίστες. Αυτή η τυραννία της ποιότητας τους ταράζει, επειδή υπάρχει στο ίδιο καστ η Φουρέιρα και ο Νίκος Καραθάνος. Για μένα αυτό είναι το πιο σπουδαίο, να συναντιούνται κάπου οι καλλιτέχνες και οι ωραίοι τύποι. Αισθάνομαι ότι ακόμα και η Ελένη Φουρέιρα δεν έχει μπει με χίπστερ τρόπο στη σειρά. Δεν τη διάλεξα για να πω κάτι προβοκατόρικο στο κοινό αλλά επειδή είναι πράγματι αυτό που είναι για τα παιδιά και είμαι σίγουρος ότι η 17χρονη Μαρία τη βλέπει ακριβώς όπως την έχω αποτυπώσει.
— Θα γραφτεί πολύ εύκολα ότι ο Κεκάτος έκανε το ελληνικό «Euphoria», αλλά οι επιρροές σου θεωρώ πως είναι πολύ περισσότερες, από το «Kids» μέχρι τα βιντεοκλίπ του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Εξάλλου έχεις φτιάξει ένα teen drama, είδος που είναι τεράστιο κομμάτι του αμερικανικού σινεμά.
Εμένα η επιρροή μου, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, δεν αισθάνομαι ότι είναι το «Euphoria». Υπάρχουν πράγματα που μου έχουν περάσει πολύ βαθιά μέσα στα χρόνια, δεν μπορεί μια επιρροή να αφομοιωθεί μέσα σε ένα εξάμηνο, χρειάζεται χρόνο. Οι επιρροές μου στην πραγματικότητα είναι αυτές που βλέπεις: ο Λάρι Κλαρκ, ο Χάρμονι Κορίν, η Άντρεα Άρνολντ, αυτοί που με επηρεάζουν και στο σινεμά, απλώς εδώ είχα τη δυνατότητα να είμαι λίγο πιο ποπ – που λέει και η Αριάν Λαμπέντ στις Άλπεις. Οι επιρροές μου είναι κυρίως η ζωή μου στην επαρχία και αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω. Με τον Γιώργο Βαλσαμή, τον διευθυντή φωτογραφίας μου, όπως δουλεύουμε, δεν κάνουμε καν ντεκουπάζ. Δεν ξέρουμε πώς θα είναι τα πλάνα, το αποφασίζουμε στο γύρισμα, και είναι αυτός ο τρόπος που έχουμε αποφασίσει να δουλεύουμε για να είμαστε ελεύθεροι.
— Αλλά αγαπάτε και οι δύο τον Βέντερς.
Σίγουρα τον Βέντερς και τον Ρόμπι Μιούλερ.
— Πού απευθύνεται η σειρά αυτή τελικά;
Θέλω να απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Δεν θεωρώ ότι είναι targeted η σειρά. Με μεγάλη ευκολία μπορεί να τη δει ένας 50άρης, αρκεί να έχει το μυαλό του ανοιχτό και να μη φοβάται, διότι ξέρω ότι θα προκαλέσει τεράστια δυσφορία στον θεατή, αλλά όχι με τον τρόπο που το κάνουν άλλοι δημιουργοί, όπως ο Λάνθιμος, όταν έκανε ελληνικές ταινίες, ή ο Οικονομίδης. Θεωρώ ότι θα νιώσει άβολα με πράγματα για τα οποία σύντομα θα καταλάβει ότι δεν θα έπρεπε να αισθάνεται έτσι, και όχι με πράγματα που έχουν χτιστεί για να σε κάνουν να νιώσεις άβολα. Και αυτό είναι το ζητούμενο για μένα: αν νιώσει άβολα, να νιώσει άβολα που ένιωσε άβολα.
Έχω άπειρους ανθρώπους να με περιμένουν στη γωνία και τη μαλακία που θα κάνω θα τη φωτίσει προβολέας, όχι λαμπάκι νυχτός.
— Αναγκαστικά θα μπεις και στο παιχνίδι της τηλεθέασης. Τι σημαίνει αυτό για σένα;
Με τον τρόπο που διαμορφώνεται, θα έπρεπε να μη μου λέει τίποτα, και ίσως σε ένα κομμάτι του εαυτού μου όντως δεν λέει τίποτα. Ωστόσο, όλοι έχουμε ανάγκη αυτό που φτιάχνουμε να αρέσει στο ευρύ κοινό. Εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης της υποτιθέμενης κουλτούρας, θεωρώ ότι η δουλειά μου είναι λαϊκή και άμεση, με τον τρόπο που είμαι κι εγώ λαϊκός και άμεσος. Θεωρώ ότι το «Milky Way» είναι μια προσβάσιμη σειρά και θα ήθελα πολύ ο κόσμος να τη δει και να μη φύγει στο πεντάλεπτο. Ακόμα κι έτσι, όμως, εγώ το ίδιο ήσυχος θα κοιμάμαι, γιατί ξέρω ότι έχω κάνει μια κατάθεση, μαζί με τους ανθρώπους που δουλέψαμε και τους παραγωγούς, τον Στέλιο (Κοτιώνη), τον Βασίλη (Χρυσανθόπουλο) και το Mega, που μου έδωσαν την ελευθερία και τον χώρο να αφηγηθώ μια ιστορία έτσι όπως ήθελα. Το τηλεκοντρόλ θα είναι εκεί και με μεγάλη ευκολία μπορεί ο καθένας να δει μια σαπουνόπερα. Εγώ κερδισμένος βγαίνω σε κάθε περίπτωση.
Δεν βγαίνουμε όμως κερδισμένοι ούτε εγώ ούτε οι άνθρωποι που φτιάξαμε το «Milky Way» επειδή με τον τρόπο που διαμορφώνεται πολιτικά αυτήν τη στιγμή η ελληνική κοινωνία αισθανόμαστε ανασφάλεια. Το γεγονός ότι ακροδεξιά κόμματα έχουν αποκτήσει τόσο ισχυρή φωνή στο ελληνικό Κοινοβούλιο, άρα και φοβερή εξουσία μέσα στην κοινωνία, είναι κάτι που θα έπρεπε να μας κάνει να θυμώνουμε. Παρ’ όλα αυτά φοβόμαστε λίγο. Εμένα δεν μου αρέσει να φοβάμαι. Έχουμε δει τι κάνουν αυτά τα στοιχεία. Δεν θεωρώ διόλου απίθανο η σειρά μας να δεχθεί επιθέσεις.
— Σκέφτεσαι ποτέ αν και πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα για σένα αν δεν είχες κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα;
Μπορεί σήμερα να έκανα τη δουλειά που έκανα κάποιους μήνες πριν από τον Φοίνικα, να πηγαίνω με τον Βαλσαμή και να χτυπάμε πόρτες σε νοικοκυρές σε όλη την Αττική για να γυρίσουμε testimonial απορρυπαντικών. Έτσι ζούσαμε. Το «Milky Way» είναι το λιγότερο που δεν θα είχε συμβεί. Οι Κάννες μού άλλαξαν τη ζωή με έναν τρόπο καλό και με έναν τρόπο σκληρό.
— Στην ηλικία που ήσουν, έχοντας ελάχιστο έργο πριν, έπρεπε να αντεπεξέλθεις σε τεράστιες προσδοκίες.
Ειλικρινά, όμως, δεν αισθάνθηκα ποτέ αυτή την πίεση και την ανασφάλεια. Εγώ ένιωθα ότι στη μικρού μήκους περιορίζομαι, όχι ότι θα δυσκολευτώ στη μεγάλη κλίμακα. Οπότε στην πραγματικότητα πήγα από τα 9 λεπτά στα 460 και αυτή μου φαίνεται μικρή διαδρομή. Τώρα που γύρισα στα περίπου 120 της ταινίας, νιώθω ότι περιορίζομαι και πάλι. Μου λέει ο μοντέρ μου ότι το rough cut της ταινίας θα βγει τρεισήμισι ώρες κι εγώ πρέπει να φτάσω στις δύο. Ο άθλος για μένα είναι να μειώνω, όχι να προσθέτω.
Από την άλλη, ξέρω ότι θα είχα πολύ λιγότερο άγχος, θα ήμουν πιο υγιής, αν δεν είχα κερδίσει τις Κάννες. Και ξέρω ότι σε τεράστιο κομμάτι της καλλιτεχνικής κοινότητας, επειδή περνούσα απαρατήρητος, ήμουν και συμπαθής. Είμαι βέβαιος ότι έπειτα κέρδισα μεγάλες αντιπάθειες επειδή ήμουν ο μικρότερος μιας γενιάς κινηματογραφιστών. Έχω άπειρους ανθρώπους να με περιμένουν στη γωνία και τη μαλακία που θα κάνω θα τη φωτίσει προβολέας, όχι λαμπάκι νυχτός. Είναι δύσκολο, αλλά γνωρίζω ότι με τους ανθρώπους που έχω πλάι μου θα τα καταφέρω, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
— Μόλις χθες (σ.σ. στις 3/9) ολοκλήρωσες τα γυρίσματα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας σου. Τι μπορούμε να πούμε γι’ αυτή;
Την έγραφα πριν από το «Milky Way». Αναγκάστηκα να τη σταματήσω – και ευτυχώς, γιατί αν την είχα κάνει τότε, θα το είχα μετανιώσει. Είχα τον χρόνο να ωριμάσω. Μετά τη σειρά, μου φάνηκε περίπατος, ευχάριστος και γλυκός. Στο «Milky Way» γυρίζαμε ασταμάτητα για επτά μήνες, μέσα σε δραματικές καιρικές συνθήκες. Η ταινία έγινε σε δύο μήνες, με 40 μέρες γύρισμα. Το ταξίδι που έζησα μαζί με τους συνεργάτες και τους ηθοποιούς ήταν αδιανόητο. Διασχίσαμε τη μισή ελληνική επαρχία, ζήσαμε νομαδικά, και έχει βγει κάτι που είναι σίγουρα για τη δική μας γενιά. Αισθάνομαι ότι δεν την προδώσαμε ούτε σε ένα καρέ.
Το crew είναι περίπου το ίδιο με του «Milky Way», παραγωγός είναι η Ελένη Κοσσυφίδου και πολλοί από το εξωτερικό. Πρωταγωνιστεί η Δάφνη Πατακιά και παίζουν ακόμα ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου, ο Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης, ο Σταύρος Τσουμάνης, ο Εμμάνουελ Ελόζιεουα, η Ναταλία Σουίφτ, η Πόπη Σεμερλίογλου και η Εύα Σαμιώτη. Δεν έχω τίτλο μέχρι αυτήν τη στιγμή, έχω αλλάξει πέντε το τελευταίο εξάμηνο. Εγώ έχω μανία με τους τίτλους σιδηροδρόμους, οπότε η συντομογραφία που έχουμε είναι το «Ονειρεύομαι σαν φάντασμα στις άδειες πόλεις». Θεωρώ πως θα έχει ολοκληρωθεί την άνοιξη του ’24. Θα δούμε πού θα κάνει πρεμιέρα.
— Αυτήν τη στιγμή είσαι με το ένα πόδι στην τηλεόραση και με το άλλο στο σινεμά. Μιλάς όμως πάντα για ταινίες, ακόμα και το «Milky Way» το αποκάλεσες πολλές φορές ταινία, εκ παραδρομής, γιατί έτσι το νιώθεις. Τι έπεται;
Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ. Υπάρχουν αυτήν τη στιγμή πολύ ωραίες προτάσεις που προέκυψαν από την Αμερική, λόγω του «Milky Way». Υπάρχει μια ανοιχτή πρόσκληση από μεγάλους παραγωγούς που θα ήθελαν πολύ να συνεργαστούμε. Όμως δεν ξέρω αν είμαι έτοιμος στην παρούσα φάση να κάνω μια μη ελληνική ταινία. Το μέλλον είναι ένα τοπίο πιθανοτήτων. Μια ταινία στην Αμερική, ή στην Αγγλία, ή οπουδήποτε αλλού; Μια δεύτερη σεζόν του «Milky Way»; Μια σειρά εκτός Ελλάδος; Μια ελληνική ταινία;
— Υπάρχει δηλαδή πιθανότητα για δεύτερη σεζόν;
Την ιδέα την έχω έτοιμη στο μυαλό μου, αλλά δεν ξέρω αν θέλω να την κάνω.
Milky Way
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Βασίλης Κεκάτος
Πρωταγωνιστούν: Κορίννα Ντουλλάαρτ, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Νικολάκης Ζεγκίνογλου, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Γιούλικα Σκαφιδά, Θέμις Μπαζάκα, Αργύρης Μπακιρτζής, Μαρία Καλλιμάνη, Σοφία Κόκκαλη, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Τόνια Σωτηροπούλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Στυλιάνα Ιωάννου, Ναταλία Σουίφτ, Αφροδίτη Καποκάκη, Ευαγγελία Καμάρα, Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης, Ξένια Ντάνια, Σταύρος Τσουμάνης, Βίκυ Μαϊδάνογλου, Τζέο Πακίτσας, Κασσιόπη Κλέπκου, Αλέξανδρος Βούλγαρης.
Guest stars: Λαέρτης Μαλκότσης, Νίκος Καραθάνος, Κίμων Κουρής, Ιβάν Σβιτάιλο, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Άλκηστις Πουλοπούλου, Ελένη Φουρέιρα
Παραγωγή: Foss Productions
Διεθνής διανομή: Fifth Season (πρώην Endeavor)
Πρεμιέρα στις 2 Νοεμβρίου στο Mega
To «Milky Way», μετά το τέλος κάθε επεισοδίου, θα είναι διαθέσιμο on demand αποκλειστικά στο Vodafone TV.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
πηγή: lifo.gr