Καθώς το κόστος του σούπερ μάρκετ ανεβαίνει διαρκώς, ένα άλλοτε βασικό αγαθό, το ελαιόλαδο, έχει μετατραπεί για πολλούς σε είδος πολυτελείας.
Η έντονη αυτή αύξηση των τιμών έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της κατανάλωσης του συσκευασμένου ελαιολάδου, δημιουργώντας σοβαρές προκλήσεις για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές.
Η άνοδος των τιμών αποδίδεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι γεωπολιτικές αναταράξεις και οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, με το κόστος του ελαιολάδου να έχει αυξηθεί εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια.
Μόνο στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου, οι τιμές έφτασαν σε νέα επίπεδα ρεκόρ, σημειώνοντας αύξηση 91,33% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε κατά 24,6% την ίδια περίοδο. Προηγήθηκε κατά την περίοδο 2021-2023 αύξηση 55,06% στις τιμές και πτώση 18,19% στην κατανάλωση.
Τα στοιχεία της Circana δείχνουν επίσης ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία θεωρούνται συνήθως οικονομικότερες επιλογές, δεν αποτέλεσαν εξαίρεση στις αυξήσεις. Για παράδειγμα, μεταξύ 2021-2023 οι τιμές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στο ελαιόλαδο αυξήθηκαν κατά 87,59%, με την κατανάλωση να μειώνεται κατά 26,5%. Η μέση τιμή του ιδιωτικής ετικέτας ελαιολάδου έφτασε τα 10,24 ευρώ ανά λίτρο, σημειώνοντας αύξηση 58,26% για το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου.
Παρ’ όλα αυτά, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας κατάφεραν να αυξήσουν τις κατ’ όγκο πωλήσεις τους κατά 8,8%, παρά το γεγονός ότι η μέση τιμή τους υπολείπεται μόλις κατά 1,28 ευρώ της μέσης τιμής του επώνυμου προϊόντος. Αυτό από μόνο του επιβεβαιώνει ότι οι καταναλωτές είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις τιμές και προσπαθούν να εξοικονομήσουν και το τελευταίο ευρώ στις αγορές τους, είτε μεταπηδώντας στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είτε επιστρέφοντας στον τενεκέ ή στα φυτικά έλαια.
Τάση η οποία δεν φαίνεται να ανακόπτεται με αυτά τα επίπεδα τιμών. Πάντως οι Βρυξέλλες αισιοδοξούν ότι η παραγωγή τη νέα ελαιοκομική περίοδο θα αυξηθεί στην Ευρώπη κατά 32%, για να σταθεροποιηθεί στα 2 εκατομμύρια τόνους, από 1,53 εκατομμύρια το 2023/2024. Ωστόσο, η παραγωγή στην Ιταλία, χώρα η οποία απορροφά σημαντικές ποσότητες ελληνικού ελαιολάδου, δεν αναμένεται να ανακάμψει. Αντιθέτως εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά ένα τρίτο.
Σε ό,τι αφορά τις τιμές παραγωγού, έχουν αρχίσει να αποκλιμακώνονται, ιδιαίτερα στην Ισπανία. Η τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου από τα 9,03 ευρώ/κιλό που βρέθηκε τον περασμένο Ιανουάριο έχει υποχωρήσει στα 7,43 ευρώ/κιλό. Ωστόσο, αυτή η τιμή εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της πενταετίας των 5,05 ευρώ/κιλό.
Σύμφωνα με την ΕΕ, εάν οι τιμές συνεχίσουν να υποχωρούν και οι μειώσεις αυτές μετακυλιστούν στους καταναλωτές, η συνολική κατανάλωση θα μπορούσε να ανακάμψει έως και 7%. Η κατανάλωση στην Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα θα μπορούσε να φτάσει σχεδόν τους 987.000 τόνους το 2024/25, από 923.000 τόνους την προηγούμενη σεζόν.
Το ερώτημα ωστόσο παραμένει. Μπορεί η πτώση των τιμών παραγωγού να αναζωογονήσει την κάποτε ακμάζουσα κατανάλωση ελαιολάδου; Η ιστορία έχει δείξει ότι δύσκολα οι τιμές καταναλωτή επιστρέφουν στα επίπεδα από τα οποία ξεκίνησαν.