Η κυβέρνηση και η υπουργός Εργασίας απέρριψαν το αίτημα των κοινωνικών εταίρων για την επαναφορά της εθνικής διαπραγμάτευσης, επικαλούμενες ότι οι εργοδότες που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό δεν αντιπροσωπεύουν όλους τους εργαζόμενους. Έτσι, προχώρησαν στην υποστήριξη ενός νέου μηχανισμού, που σχεδιάστηκε από το υπουργείο και αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή το 2028.
Μετά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Πέμπτης, η υπουργός Εργασίας παρουσίασε ένα σχέδιο δράσης με στόχο την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ έως το 2027.
Σύμφωνα με την κ. Κεραμέως, βασική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων και της αγοραστικής τους δύναμης, με την προσαρμογή των μισθών στον πληθωρισμό και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Από το 2028, προβλέπεται ότι ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται βάσει ενός μαθηματικού τύπου, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό, ειδικά για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, καθώς και την αύξηση της παραγωγικότητας, χρησιμοποιώντας αντικειμενικούς δείκτες που θα παρέχει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Το νέο σύστημα καθορισμού του προσφέρει τέσσερις ουσιαστικές καινοτομίες:
- Ασφάλεια. Προβλέπεται ότι ο Κατώτατος Μισθός δεν μπορεί να μειωθεί, αν τα στοιχεία της οικονομίας είναι αρνητικά.
- Σύνδεση με την οικονομία. Το ύψος του κατώτατου μισθού συνδέεται με πραγματικά οικονομικά μεγέθη, δηλαδή τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα.
- Διαφάνεια και αξιοπιστία. Το ύψος του Κατώτατου Μισθού βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στο σύστημα.
- Κάλυψη και των δημόσιων υπαλλήλων. Για πρώτη φορά προβλέπεται η προστασία του κατώτατου μισθού και στους εργαζόμενους στο Δημόσιο.
Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Δημιουργείται Επιτροπή Διαβούλευσης με τη συμμετοχή όλων των εθνικών κοινωνικών εταίρων και της ΑΔΕΔΥ. Η Επιτροπή αυτή θα διατυπώνει γνώμη με θεσμικό και ενιαίο τρόπο κατά τη μεταβατική διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, όπως επίσης και σε περίπτωση που στοιχειοθετείται, από την Επιστημονική Επιτροπή, παρέκκλιση από τον αυτόματο μηχανισμό αναπροσαρμογής του Κατώτατου Μισθού, σε περίπτωση π.χ. μεγάλων οικονομικών αναταράξεων. Σημειώνεται ότι και σε αυτήν την περίπτωση το ύψος του Κατώτατου Μισθού δεν θα μπορεί να μειωθεί.
Ως προς την ενίσχυση των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, προβλέπεται η εκπόνηση Σχεδίου Δράσης εντός ενός έτους από την ψήφιση του νόμου, με σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα, κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους.
Στόχος είναι η ενίσχυση των Συλλογικών διαπραγματεύσεων και η αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάρτιση του Σχεδίου Δράσης θα βασιστεί σε ουσιαστική και εκτενή διαβούλευση με τους Κοινωνικούς Εταίρους.
Διευκρινίζεται ότι το 2025 η διαδικασία καθορισμού του Κατώτατου Μισθού θα παραμείνει ίδια, ενώ η δεύτερη, ενδιάμεση φάση θα ξεκινήσει την 1η Ιουνίου 2025, ώστε εντός του 2025 να διεξαχθεί η διαβούλευση σύμφωνα με τις νέες προθεσμίες και τη νέα σύνθεση των Επιτροπών για τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο, που θα ισχύσει από την 1/1/2026. Η ενδιάμεση φάση θα διαρκέσει έως την 31η/12/2027.
Να σημειωθεί ότι η κοινοτική οδηγία θέτει στόχο να αυξηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις στο 80%. Στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από σύμβαση κυμαίνεται από 25% έως 30%.
Να σημειωθεί ότι η κ. Κεραμέως χαρακτήρισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για επαναφορά των διαπραγματεύσεων στους κοινωνικούς εταίρους ανεδαφική, καθώς στους εταίρους δεν εκπροσωπούνται οι άνεργοι και οι νέοι εργαζόμενοι και ως εκ τούτου θα υπήρχε «τρύπα» στην υποχρεωτικότητα της εφαρμογής της σύμβασης.