Υποψήφιος για τον Χρυσό Φοίνικα Μικρού Μήκους στις Κάννες, ο Βασίλης Κεκάτος μιλάει στο Flix για όσα ενώνουν τους ανθρώπους. Στο σινεμά και τη ζωή.
Σε μια ιλιγγιώδη πορεία που ξεκίνησε με υπόσχεση τον «Ανάδρομο» και το Φεστιβάλ Δράμας, συνεχίστηκε με περγαμηνές με το «Zero Star Hotel» που είχε διακριθεί μέσα στις 15 καλύτερες απ’ όλον τον κόσμο στο διαγωνισμό Sundance Ignite και αναγνωρίστηκε διεθνώς με το «Η Σιγή των Ψαριών Οταν Πεθαίνουν» και τις συμμετοχές του ανάμεσα σε πολλά άλλα, στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ του Λοκάρνο και στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ του Σάντανς, ο Βασίλης Κεκάτος φτάνει φέτος στο Φεστιβάλ των Καννών για να διεκδικήσει το Χρυσό Φοίνικα με την τέταρτη μικρού μήκους ταινία του «Η Απόσταση Αναμεσα στον Ουρανό κι Εμάς».
Η ταινία του, ένα love story – επίθεση τρυφερότητας που διαθέτει ένα από τα πιο ωραία φινάλε ταινίας μικρού μήκους που έχουμε δει τον τελευταίο (πολύ) καιρό, αφηγείται την ιστορία δύο αγνώστων που συναντιούνται ένα βράδυ κοντά στην Εθνική Οδό σε ένα ξεχασμένο βενζινάδικο. Ο ένας έχει σταματήσει για να βάλει βενζίνη στην μηχανή του. Ο άλλος έχει ξεμείνει εκεί. Για να γυρίσει στην Αθήνα του λείπουν 22.50€.
Η συνάντησή τους θα είναι κάτι παραπάνω από μια στιγμή μέσα στο χρόνο. Οπως η διαδρομή για τη δημιουργία της ταινίας όπως την περιγράφει ο Βασίλης Κεκάτος στο Flix λίγες μέρες πριν φτάσει στις Κάννες.
Ο Βασίλης Κεκάτος στα γυρίσματα
Τι είναι το «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς»;
Η «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς” είναι μια ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα βενζινάδικο. Είναι συγχρόνως μια ταινία για την απόσταση που μας χωρίζει από ο,τιδήποτε πιστεύουμε οτι δε θα πλησιάσουμε ποτέ. Από ό,τι κι αν θαυμάζουμε ή επιθυμούμε αλλά για εμάς αστράφτει απρόσιτο. Στην προκειμένη, αυτό είναι ο έρωτας στην πιο τρυφερή και ρομαντική μορφή του. Η στιγμή της μαγείας σε έναν τόπο και χρόνο όπου ο,τιδήποτε όμορφο μπορεί να φαντάζει παράταιρο, ανέλπιστο κι απροσδόκητο.
Που συναντάει αυτή η ταινία το «Η Σιγή των Ψαριών Οταν Πεθαίνουν»;
Στο πολύ νεαρό, άρα και μικροκαμωμένο, σώμα της έως τώρα εργογραφιάς μου θα μπορούσε κάποιος να πει πως η «Σιγή των Ψαριών Όταν Πεθαίνουν» είναι το μυαλό και η «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς» είναι η καρδιά. Με την έννοια ότι η πρώτη ταινία προκαλεί περισσότερο το θεατή να σκεφτεί πράγματα, ενώ η δεύτερη να αισθανθεί. Διαφορετικά μέλη λοιπόν του ίδιου σώματος, εξίσου όμως αναπόσπαστα. Αν θα έπρεπε τώρα, εκ των υστέρων, βλέποντας τες να εντοπίσω θεματικά ένα κοινό τόπο ανάμεσα τους θα ήταν το πως ένας άνθρωπος μπορεί να χαθεί αν δε βρεθεί κάποιος άλλος να τον κρατήσει.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας;
Η κύηση της ιδέας ξεκίνησε πριν από σχεδόν δύο χρόνια σε ένα βενζινάδικο του Τέξας. Εκεί αισθάνθηκα για πρώτη φορά πως τα βενζινάδικα εκπέμπουν μια μελαγχολία. Βρίσκονται συνήθως στο πουθενά και περιμένουν τους ανθρώπους να σταθούν εκεί για μια στιγμή, να πάρουν αυτό που θέλουν και να ξαναφύγουν, να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Κανείς δεν σταματάει εκεί για να μείνει ή για να πάρει μαζί του κάτι που θα κρατήσει. Είναι ένας χώρος όπου ποτέ τίποτα όμορφο, τίποτα ποιητικό δε συμβαίνει και νομίζω πως για αυτό τα βενζινάδικα μελαγχολούν. Κι όμως, μέσα στη νύχτα αν τα πετύχεις απο μακριά σε έναν άδειο δρόμο, όπως στην παλιά εθνική οδό ή στην έρημο της αμερικανικής ενδοχώρας όπου εγώ άρχισα να τα παρατηρώ, μοιάζουν κάπως μεταφυσικά, έτσι οπως φέγγουν και αιωρούνται στο σκοτάδι. Και η ερημιά που τα περιβάλλει φαντάζει αρκετά ευρύχωρη ώστε να μπορεί να χωρέσει το θαύμα ενός απρόσμενου έρωτα.
Από τα γυρίσματα της ταινίας
Είναι η ταινία μια εξερεύνηση μιας ομοερωτικής επιθυμίας που ξεκινάει από ένα βίωμα, μια ιστορία που έχεις ακούσει, μια φαντασία ή μια φαντασίωση;
Ολα μου τα σενάρια ξεκινούν από ένα τοπίο που με έχει συγκινήσει. Φαντάζομαι ιστορίες που θα ήθελα να αφηγηθώ μέσα σε αυτό. Γιατί όλα τα τοπία είναι κενά αν δεν τα έχει ακουμπήσει το ανθρώπινο αποτύπωμα. Σε δεύτερο χρόνο και κυρίως από περιέργεια μπαίνω πάντα στη διαδικασία να αναρωτηθώ ποιο είναι αυτό το προσωπικό μου βίωμα που βρίσκεται πίσω από το τοπίο που με συγκίνησε και από την ιστορία που φαντάστηκα. Η “Απόσταση” λοιπόν εν προκειμένω εκκινεί από το ότι υπήρχε στην οικογένεια μου ένας άνθρωπος, ο αδερφός του πατέρα μου, ο οποίος ήταν ομοφυλόφιλος. Από πολύ μικρός συνήθισα να βλέπω τους γονείς μου να τον αγαπούν άνευ όρων, χωρίς ποτέ η σεξουαλική του προτίμηση να καθορίσει ή να επηρεάσει τη σχέση τους. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι αυτό ακριβώς ήταν που κράτησε το θείο μου όρθιο απέναντι σε όλη την περιρρέουσα ασχήμια που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει. Αν λοιπόν η “Σιγή των Ψαριών” ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα ομάζ στον παππού μου, τότε η “Απόσταση” είναι ένα ομάζ στον θείο μου. Και στις δύο ταινίες, χωρίς φαντάζομαι να πρωτοτυπώ, στην ουσία δεν κάνω τίποτε άλλο από το να αποκαθιστώ μέσω της φαντασίας μου τα παιδικά βιώματα που με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα.
Στο τέλος της ημέρας όμως, η ιστορία αυτή αφορά δυο άνδρες, αλλα θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά δυο γυναίκες, ή έναν άνδρα και μια γυναίκα. Αρκεί να επρόκειτο για δύο ανθρώπους που έλκονται μεταξύ τους και τους αξίζει κατι παραπάνω απο τη μοναξιά τους.
Που ακριβώς τοποθετείς την ταινία σε μια ελληνική και μια διεθνή κινηματογραφική queer κουλτούρα;
Η ταινία αυτή είναι μια ταινία με gay χαρακτήρες που το πρόβλημα το οποίο έρχονται να αντιμετωπίσουν δεν έχει να κάνει με το ότι είναι gay. Δεν τίθεται ποτέ ζήτημα γι’ αυτό. Κατά αυτή την έννοια, θα έλεγα ότι τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή queer κουλτούρα, η ταινία τοποθετείται σε μια σχετικά νέα περιοχή, όπου το ζήτημα δεν είναι αμιγώς η σεξουαλική ταυτότητα των ηρώων αλλά τα υπόλοιπα στοιχεία που τους συνθέτουν ως χαρακτήρες και δημιουργούν τριβές στη συνύπαρξή τους με τους άλλους. Ταινίες που αντιμετώπισαν με παρόμοιο τρόπο τους ήρωες τους και μου έρχονται κατευθείαν στο μυαλό, είναι προφανώς η ελληνική «Στρέλλα» καθώς και το βρετανικό «Weekend». Και στις δύο περιπτώσεις, η προβληματική δεν τοποθετείται γύρω από τη σεξουαλική ταυτότητα των ηρώων, αλλά γυρώ από άλλα καθολικά ζητήματα της ζωής, όπως ο χρόνος που έχουν στη διάθεσή τους, η καταγωγή τους, ή οι οικογενειακοί δεσμοί τους. Προσωπικά, στο queer αυτό ακριβώς είναι που με γοητεύει: ότι -και ετυμολογικά μόνο αν το δεις όπως υφίσταται στην αγγλική γλώσσα- με αφορμή κάτι «γοητευτικά παράξενο», αποκαλύπτονται πυρηνικές πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης. Αυτό νομίζω ήταν πάντα το queer· να δίνεις στον άλλον μια οπτική των πραγμάτων που εώς τότε δεν είχε φανταστεί ότι υπάρχει. Κάποτε queer στην τέχνη ήταν ένας άντρας ντυμένος γυναίκα. Κι ακόμα πιο πριν queer ήταν ένας άντρας που ξυπνάει μεταμορφωμένος σε κατσαρίδα. Σήμερα, στον Δυτικό κόσμο τουλάχιστον, ακριβώς λόγω των χρόνιων αγώνων και θυσιών που έχουν γίνει σε εποχές που ήταν έγκλημα να αγαπάς όποιον θες και να διαθέτεις αυτοβούλως το σώμα σου, queer μπορεί να είναι ότι ένας άντρας, ένας άντρας που μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα και ένας άντρας ντυμένος γυναίκα, μπορούν να είναι εξίσου μόνοι ή να αναζητούν την αγάπη με τον ίδιο τρόπο που την αναζητούν όλοι οι υπόλοιποι. Queer είναι να ζεις στην εποχή της επικοινωνίας και να μην μπορείς να επικοινωνήσεις· ό,τι κι αν φοράς, όποιον κι αν φιλάς, μ’ όποιον κι αν κοιμάσαι. Κι αυτό είναι εν τέλει και το μεγάλο μάθημα που δίνει η παγκόσμια lgbtq+ κοινότητα: ότι όλοι έχουμε τις ίδιες αγωνίες και οντολογικές ερωτήσεις πάνω στη ζωή.
Η ταινία είναι μια ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα βενζινάδικο. Είναι συγχρόνως μια ταινία για την απόσταση που μας χωρίζει από ο,τιδήποτε πιστεύουμε οτι δε θα πλησιάσουμε ποτέ. Από ό,τι κι αν θαυμάζουμε ή επιθυμούμε αλλά για εμάς αστράφτει απρόσιτο. Στην προκειμένη, αυτό είναι ο έρωτας στην πιο τρυφερή και ρομαντική μορφή του. Η στιγμή της μαγείας σε έναν τόπο και χρόνο όπου ο,τιδήποτε όμορφο μπορεί να φαντάζει παράταιρο, ανέλπιστο κι απροσδόκητο.»
Γιατί διάλεξες τους δύο ηθοποιούς σου; Ποιο χαρακτηριστικό του Νικολάκη Ζεγκίνογλου και του Ιώκο Ιωάννη Κοτίδη ήταν αυτό που σε έκανε να τους θεωρήσεις ιδανικούς για τους δύο ρόλους της ταινίας;
Τα δύο αυτά αγόρια είναι σαν μια καταιγίδα εν νηνεμία. Οι φυσιογνωμίες τους είναι συναρπαστικές λόγω ενός σπάνιου εκρηκτικού συγκερασμού αντιθέσεων. Από την αγριάδα και την ηρεμία που συγκατοικούν στο βλέμμα του Νικολάκη, μέχρι την τρυφερότητα και τη φιληδονία που βρίσκονται ανάγλυφες στα χαρακτηριστικά του προσώπου του Ιώκο. Η επιλογή τους από μέρους μου ήταν καθαρά ενστικτώδης. Η πλαστικότητα, η φαντασία και η καλοσύνη τους ήταν οι αρετές τους αυτές που μου αποκαλύφθηκαν στην πορεία και επιβεβαίωσαν με τον καλύτερο τρόπο το ένστικτο μου. Δεν θεωρώ ότι είναι ιδανικοί για τους ρόλους της ταινίας που φτιάξαμε. Θεωρώ ότι είναι ιδανικοί άνθρωποι για να συνεργαστεί ο οποισδήποτε σε οποιαδήποτε ταινία.
Είναι οι μεγάλοι τίτλοι των ταινιών σου (τουλάχιστον των δύο τελευταίων) ένα μοτίβο που συμβολίζει κάτι;
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Ισως ασυνείδητα να συμβολίζουν την επιθυμία μου να πω περισσότερα από όσα μου επιτρέπει ο χρόνος της συγκεκριμένης φόρμας. Όσο μεγαλώνουν οι διάρκειες, δεσμεύομαι να μικραίνουν οι τίτλοι. Αφού όμως για την ώρα οι ταινίες είναι μικρές, ας είναι τουλάχιστον μεγάλοι οι τίτλοι.
Τι ακριβώς σου έχει δώσει το πέρασμα εκτός συνόρων, με τη συμμετοχή της «Σιγής» στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και του Σάντανς και τώρα με τη συμμετοχή της «Απόστασης» στις Κάννες;
Το πέρασμα εκτός συνόρων μου έχει δώσει την αίσθηση ότι οι ταινίες μου δεν αρέσουν μόνο σε εμένα και τους φίλους μου και την ψευδαίσθηση ότι τώρα θα είναι πιο εύκολος ο δρόμος προς τη δημιουργία μιας μεγάλου μήκους ταινίας.
Η παραγωγός, Ελένη Κοσσυφίδου, στα γυρίσματα
Τι έχεις μάθει για το σινεμά και τη ζωή από την εμπειρία αυτών των πρώτων ταινιών;
Οτι όλα στο σινεμά, όπως και στη ζωή, γίνονται πιο εύκολα αν έχεις καλή παρέα.
Ποιο είναι το επόμενο βήμα προς την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία;
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου θα είναι η συνέχεια της «Απόστασης». Δουλεύω ήδη πάνω στο σενάριο και για την ώρα προσπαθώ να ανακαλύψω τι δρόμους πήραν αυτοί οι δύο χαρακτήρες, έχοντας αφήσει πίσω τους αυτό το βενζινάδικο και έχοντας βρει ο ένας τον άλλον. Δεν ξέρω ακόμα πολλά για την ιστορία τους ή για το τι απόσταση έχω να διανύσω μέχρι να αρχίσω να την κάνω πραγματικότητα, ξέρω όμως πως σε αυτή τη διαδρομή θέλω να έχω πλάι μου την παραγωγό μου, την Ελένη Κοσσυφίδου, τον φωτογράφο μου, τον Γιώργο Βαλσαμή, και όλους όσοι με κάνουν να αισθάνομαι πως αυτή τη φορά θα τα καταφέρω λίγο καλύτερα από την προηγούμενη.
Δείτε εδώ το τρέιλερ για το «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς»:
Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς του Βασίλη Κεκάτου | Σενάριο – Σκηνοθεσία: Βασίλης Κεκάτος | Παραγωγή: Ελένη Κοσσυφίδου (Blackbird Production) | Συμπαραγωγή: Delphine Schmit, Guillaume Dreyfus, Authorwave | Ηθοποιοι΄: Νικολάκης Ζεγκίνογλου, Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης | Διεύθυνση Φωτογραφία: Γιώργος Βαλσαμής | Μοντάζ: Στάμος Δημητρόπουλος | Μουσική: The Boy | Ηχος: Γιάννης Αντύπας | Σχεδιασμός – Μίξη Ηχου: Περσεφόνη Μήλιου | Μοντάζ Ηχου: Βάλια Τσέρου | Σκηνικά – Κοστούμια: Ελεάνα Θαλασσούδη | Α’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Δημήτρης Νάκος | Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη – Σκριπτ: Ράνια Πάρδου | Διεύθυνση Παραγωγή; Ευα Κεκάτου | Α’ Βοηθός Κάμερας : Μάριος Ντέλιας | Β’ Βοηθός Κάμερας: Στέλιος Μυλωνάς | Ηλεκτρολόγος: Σάκης Κωστής | Βοηθός Ηλεκτρολόγου: Αιμίλιος Τάδρος | Βοηθός Παραγωγή: Παναγής Μαγδαληνός | Εργαστήριο Εικόνας: Authorwave | Υπεύθυνος Εργαστηρίου: Πάνος Μπίσδας | Color Correction: Αλέξανδρος Καπιδάκης | DCP Mastering: Παναγιώτης Καραχάλιος | Υπεύθυνος Υποτιτλισμού: Λίζα Χρυσοχόου | Σχεδιασμός Τίτλων: Νίκος Πάστρας | Σχεδιασμός Αφίσας: Ανέστης Νείρος (Astroneir Design) | Script Consultant: Ηλέκτρα Ελληνικώτη | International Sales: Short/Cuts | Φιλική Συμμετοχή: Πασχάλης Καραντζάς