Γενναία προσαύξηση στην οριστική τους σύνταξη, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον διπλασιασμό του ανταποδοτικού ποσού δικαιούνται περίπου 100.000 ασφαλισμένοι που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν σε βάθος 15ετίας.
Πρόκειται για 8 κατηγορίες ασφαλισμένων, εργαζόμενοι σε πρώην ΔΕΚΟ και Τράπεζες που ασφαλίζονταν στα λεγόμενα ευγενή Ταμεία, αυτοαπασχολούμενοι αλλά και παράλληλα διπλοασφαλισμένοι, οι οποίοι κατέβαλλαν υψηλότερες εισφορές από το γενικό ασφάλιστρο του 20%, που ίσχυε ως γενικός κανόνας στο ΙΚΑ.
Ανεξάρτητα από την επερχόμενη επιβολή πλαφόν στις κύριες συντάξεις, οι εν λόγω ασφαλισμένοι είναι αυτοί που κερδίζουν την προσαύξηση του νόμου Κατρούγκαλου, ακριβώς επειδή πλήρωναν υψηλές εισφορές. Οι αποφάσεις του ΕΦΚΑ για την οριστική παροχή ασφαλισμένων σε πρώην ειδικά Ταμεία, αποδεικνύουν πως ο τρόπος υπολογισμού της εν λόγω προσαύξησης καταλήγει σε γενναία ποσά, κατά περιπτώσεις υψηλότερα από αυτά που θα δικαιώνονταν οι ασφαλισμένοι με το παλαιό σύστημα. Κερδισμένοι είναι όσοι έχουν γράψει πολλά χρόνια ασφάλισης με υψηλές εισφορές.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος ασφάλισης κατά την διάρκεια του οποίου ο ασφαλισμένος κατέβαλλε εισφορές άνω του 20% τόσο μεγαλύτερη προσαύξηση δικαιούται. Αναλυτικά, οι κατηγορίες των ασφαλισμένων που κατέβαλλαν υψηλότερες εισφορές και δικαιούνται την εν λόγω προσαύξηση είναι:
- Ασφαλισμένοι στο πρώην ΤΑΠ – ΟΤΕ (εργαζόμενοι στον όμιλο ΟΤΕ, εργαζόμενοι ΕΛΤΑ, εργαζόμενοι ΟΣΕ).
- Ασφαλισμένοι στο πρώην ΟΑΠ – ΔΕΗ (εργαζόμενοι στον όμιλο ΔΕΗ).
- Ασφαλισμένοι στο πρώην ΤΣΠ – ΕΤΕ (εργαζόμενοι στον όμιλο τη Εθνικής Τράπεζας).
- Ασφαλισμένοι στο πρώην ΤΣΑΥ που κατέβαλλαν την εισφορά του μονοσυνταξιούχου.
- Ασφαλισμένοι στο πρώην ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ που κατέβαλαν εισφορές στον Ειδικό Λογαριασμό Πρόσθετων Παροχών.
- Ασφαλισμένοι στον πρώην ΟΑΕΕ που κατέβαλλαν εισφορές σε προαιρετικές κατηγορίες.
- Ασφαλισμένοι παράλληλα σε 2 φορείς ασφάλισης για την ίδια αιτία (π.χ. Δημόσιο και ΤΣΑΥ)
- Ασφαλισμένοι παράλληλα σε 2 φορείς ασφάλισης για διαφορετική αιτία (π.χ. ΙΚΑ και ΟΑΕΕ)
»Για όσους ασφαλισμένους έχουν καταβληθεί εισφορές ανώτερες των προβλεπομένων στο ΙΚΑ, δηλαδή 20% επί των μεικτών αποδοχών για εργοδότη και εργαζόμενο, χορηγείται προσαύξηση στη σύνταξη που υπολογίζεται σε 0,075% για κάθε ποσοστιαία μονάδα που υπερβαίνει τις αντίστοιχες εισφορές του ΙΚΑ για κύρια σύνταξη», διευκρινίζει ο δικηγόρος, Διονύσης Ρίζος, ειδικός σε θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης.
Για παράδειγμα, προσθέτει ο ίδιος, παλαιοί ασφαλισμένοι (πρώτη ασφάλιση μέχρι 31/12/1992) σε πρώην Ταμεία ΔΕΚΟ – Τραπεζών πλήρωναν μέχρι 31/12/2015 εισφορές άνω του 30%. Ακόμη και το 2018 η συνολική εισφορά για κύρια σύνταξη για τους εν λόγω ασφαλισμένους παρέμενε στο 24%.
“Με δεδομένο ότι για τους ανωτέρω ασφαλισμένους ο χρόνος ασφάλισης με υψηλές εισφορές είναι μεγάλος το αποτέλεσμα είναι μια προσαύξηση στην κύρια σύνταξή που υπολογιζόμενη με τον ανωτέρω συντελεστή οδηγεί ακόμη και σε διπλασιασμό της ανταποδοτικής σύνταξης”. Αντίστοιχη προσαύξηση δικαιούνται και όλοι οι παράλληλα ασφαλισμένοι σε 2 ή περισσότερους φορείς (π.χ. ΙΚΑ και ΟΑΕΕ, Δημόσιο και ΤΣΜΕΔΕ) των οποίων η συνδυαστική χρήση των εισφορών ξεπερνά κατά πολύ το 20% του ΙΚΑ και φτάνει και σε αυτές τις περιπτώσεις σε σημαντικές προσαυξήσεις στην ανταποδοτική.
Η εφαρμογή της διαδικασίας προσαύξησης της σύνταξης γίνεται με την εξαγωγή ειδικού ετήσιου συντελεστή που υπολογίζεται σε 0,075% για κάθε μονάδα επιπλέον εισφορά που κατέβαλε ο ασφαλισμένος και για το σύνολο των ετών που έχουν καταβληθεί επιπλέον εισφορές. Δεν ξεκινά δηλαδή ο εν λόγω υπολογισμός από το 2002 όπως γίνεται με την εξαγωγή του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών αλλά επεκτείνεται στο σύνολο του ασφαλιστικού βίου. Αθροίζονται δηλαδή οι έξτρα ποσοστιαίες μονάδες εισφορών επιπλέον του 20% που έχει πληρώσει ο εργαζόμενος. Με τον τρόπο αυτό εξάγεται ένας πρόσθετος συντελεστής αναπλήρωσης που προστίθεται στον γενικό συντελεστή αναπλήρωσης και προσαυξάνει συνολικά την ανταποδοτική σύνταξη.
Αυτό σημαίνει πως ενώ ο γενικός συντελεστής αναπλήρωσης ανέρχεται σε 46,80% για 42 χρόνια ασφάλισης, οι εν λόγω 8 κατηγορίες ασφαλισμένων μπορούν να εξασφαλίσουν αναπλήρωση που προσεγγίζει ή ξεπερνά ακόμη και το 65% του συντάξιμου μισθού για τον ίδιο ή και μικρότερο ασφαλιστικό βίο. Γι αυτό και σε απόλυτους αριθμούς, το αποτέλεσμα μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε διπλασιασμό της ανταποδοτικής.
Παραδείγματα
- Εργαζόμενος στον ΟΤΕ έχει συμπληρώσει συνολικό χρόνο ασφάλισης στο πρώην ΤΑΠ-ΟΤΕ 35 έτη και πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί το 2018 με πλήρη σύνταξη. Οι αποδοχές του για την περίοδο 2002 – 2018 θα είναι, αφού συμπεριληφθούν τα δώρα εορτών και επιδόματα αδείας στα 2.950 ευρώ. Το ποσό της κύριας σύνταξης του ανωτέρω εργαζόμενου θα υπολογιστεί με συντελεστή για 35ετία και προσαύξηση για τα έτη που έχουν καταβληθεί εισφορές για κύρια σύνταξη άνω του 20%. Έτσι στον ανωτέρω εργαζόμενο το ποσό κύριας σύνταξης θα είναι περίπου 2.094 ευρώ μεικτά.
- Εργαζόμενη στην Εθνική Τράπεζα μητέρα ανηλίκου με 30 έτη ασφάλισης δικαιούται πλήρη σύνταξη το 2018. Οι αποδοχές της για την περίοδο 2002 – 2018 είναι στα 1.980 ευρώ. Το ποσό της κύριας σύνταξης θα υπολογιστεί με συντελεστή για 30ετία και προσαύξηση για τα έτη που έχουν καταβληθεί εισφορές για κύρια σύνταξη άνω του 20%. Έτσι στην ανωτέρω εργαζόμενη το ποσό κύριας σύνταξης θα είναι περίπου 1.505 ευρώ μεικτά.
- Ασφαλισμένος στο ΤΣΑΥ έχει συμπληρώσει συνολικό χρόνο ασφάλισης 40 έτη εκ των οπίων 20 καταβάλλει εισφορές μονοσυνταξιούχου και πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί το 2018 με πλήρη σύνταξη. Οι «αποδοχές» που θα εξαχθούν για την περίοδο 2002 – 2018 θα είναι στα 3.400 ευρώ. Το ποσό της κύριας σύνταξης του ανωτέρω εργαζόμενου θα υπολογιστεί με συντελεστή για 40ετία και προσαύξηση για τα έτη που έχουν καταβληθεί εισφορές για κύρια σύνταξη άνω του 20%. Έτσι στον ανωτέρω εργαζόμενο το ποσό κύριας σύνταξης θα είναι περίπου 2.320 ευρώ μεικτά.
Η εφαρμογή του εν λόγω τρόπου υπολογισμού αφορά κατά τον κ. Ρίζο και περίπου 50.000 ήδη συνταξιούχους πριν από την 12/5/2016 (ημερομηνία εφαρμογής του ν. Κατρούγκαλου) των οποίων οι συντάξεις πρέπει να τραβήξουν την… ανηφόρα μέσα από τη διαδικασία του επανυπολογισμού. Η εν λόγω προσαυξητική προσωπική διαφορά πρέπει να καταβληθεί σε 5 δόσεις σε βάθος 5ετίας, αρχής γενομένης από φέτος, δηλαδή από τον Ιανουάριο του 2019.
Πηγή: Έθνος/Γ.Φώσκολος