Αγκώνας: Οι μανάδες του χωριού μου

ΟΙ ΜΑΝΑΔΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ

 

Είχα γράψει αυτό το κείμενο τη μέρα της μητέρας. Μα θαρρώ πως η μέρα της Παναγίας είναι πιο ταιριαστή γι’ αυτό. Μιλάει για τις πολύτεκνες μανάδες του χωριού μου, του Αγκώνα. Η εκκλησιά μας είναι η Παναγία στο Λαγκάδι, μια και δίπλα της μια λαγκαδιά, “φουρτουνιασμένη” τους χειμώνες, ήσυχη το θέρος, συνυπάρχει ειρηνικά με το ναό. Κάποια στιγμή θα γράψω περισσότερα για την εκκλησιά μας, μα τώρα η σκέψη μου είναι σ’ αυτές τις αθόρυβες και βασανισμένες γυναίκες που, σαν την Παναγιά, την Πλατυτέρα, άνοιγαν κι ανοίγουν την αγκαλιά τους, που χωράει μέσα τους πολλά παιδιά, κάποτε κι εγγόνια και δισέγγονα.

Πάντα συλλογίζομαι τις πολύτεκνες μανάδες του χωριού μου… Τις παρούσες και τις απούσες (αλλά ωσεί παρούσες, χάρη στις ζωές που έφεραν στον κόσμο).
Σ’ ένα χωριό ορεινό, με την πλειοψηφία των κατοίκων να ασχολείται με την κτηνοτροφία, οι ζωές αυτών των μανάδων ήταν και είναι πολύ σκληρές. Χωρίς ωράρια, χωρίς διακοπές, χωρίς αργίες, μονίμως σε δράση στο σπίτι, στο χωράφι, στο μαντρί, στη στάνη (όσοι είμαστε έξω από το χορό νομίζουμε ότι τα τελευταία είναι αντρικές δουλειές… ρωτήστε μια από τις γυναίκες αυτές να σας πει…), και ταυτόχρονα στη φροντίδα των παιδιών (και ενίοτε και των γερόντων της οικογένειας).
 Μαγείρισσες, γιάτρισσες, μοδίστρες, μαστόρισσες, νοσοκόμες, εργάτριες, δασκάλες, σύζυγοι, όλα περνούσαν και περνούν από τα χέρια τους – οι εικοσιτέσσερις ώρες της ημέρας έπρεπε να χωρέσουν τα πάντα, τα πάντα εκτός από αυτό που λέμε σήμερα “λίγο χρόνο για τον εαυτό τους”.
Αυτές οι γυναίκες-ηρωίδες βιώνουν στη σιωπή τη δικιά τους οδύσσεια (με όλα τα κατορθώματα και όλες τις περιπέτειές της), αλλά πόσοι άραγε ποιητές έχουν περιγράψει το έπος μιας πολύτεκνης μάνας;. Κι όμως, είναι τόσες πολλές αυτές οι μανάδες…
Πέρα από τη δικιά μου μανούλα, αυτή τη μέρα δεν μπορώ να μην εκφράσω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλες εκείνες τις πολύτεκνες μανάδες που γνώρισα, που ανάστησαν τόσα παιδιά, μέσα σε συνθήκες που μόνο εκείνες γνωρίζουν… Τη Γιαννούλα, την Ευλαμπία, τη Μαρία, τη Ριγγίνα, τη Βαγγελιώ, τη Βούλα, τη Μέμα, τη Νικολέτα, την Τασία, τη Βαγγελιώ, τη Ναυσικά, τη Μαρία, την Αγγελική, την Πόπη, την Αρετή, την Ελένη, την Αγγελική, τη Στάμω, και τις πιο παλιές, τη Δήμητρα, την Αριστέα, τις νόνες μου, την Κατερίνα και την Ιουστίνα (από την Άσσο η τελευταία) κι άλλες πολλές που σίγουρα έχω ξεχάσει να αναφέρω…
Θα θυμηθώ δυο από αυτές που δεν είναι μαζί μας, αλλά τις αγαπούσα πολύ:
Τη θεια τη Γιαννούλα (Κουλουμπή), με το κελαριστό της γέλιο, και το χιούμορ της που σκόρπιζε σύννεφα, που την συναντούσα, μεγάλη πια, στο Αργοστόλι, να κάνει τους περιπάτους της στους κύκνους του Κούταβου – με τίποτα δεν το έβαζε κάτω.
Και τη θεια τη Ριγγίνα (Κουλουμπή), που όταν ερχόταν στην εκκλησιά περιτριγυρισμένη από τα εγγονάκια της, ένιωθες ότι βλέπεις ζωντανή την εικόνα της Πλατυτέρας των Ουρανών. Μια μεγάλη αγκαλιά, σαν εκείνη που οι εικονογράφοι της Πλατυτέρας ονειρεύονταν ότι ανοίγει η Παναγία-μάνα σε όλα τα παιδιά της.
Αύριο, της Παναγίας,  ας ανάψουμε ένα κερί και γι’ αυτές τις γυναίκες-ηρωίδες της σιωπής…
(Η φωτογραφία της Παναγίας του Αγκώνα, από άρθρο των κ.κ. Ευαγγελίας Σαμόλη και Κατερίνας Φωκά στο kefalonianews.gr )
Πηγή: ionica.gr