ΑΚΟΜΗ ΤΟ 1821 (ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ) ΔΙΧΑΖΕΙ; ΙΙ. Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Πέτρος Πετράτος

ΙΙ. Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

[Συνέχεια από το προηγούμενο]

  • Μα, θα ρωτήσει κάποιος άλλος, δεν πρόσφερε τίποτε η επίσημη Εκκλησία κατά τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας και στη συνέχεια στην Ελληνική Επανάσταση; Δεν είμαστε από αυτούς που μηδενίζουν το προσφερόμενο έργο, που υποβαθμίζουν την πραγματική προσφορά. Στο χώρο της εκπαίδευσης, και μάλιστα τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατοχής, η Εκκλησία συνεισέφερε δραστήρια με τη δημιουργία σχολείων και τον ορισμό δασκάλων. Διέθεσε χώρους από εκκλησιαστικά ή μοναστηριακά συγκροτήματα για τη λειτουργία εκπαιδευτηρίων. Επρόκειτο, βέβαια, για μια εκπαίδευση εκκλησιαστικού κυρίως χαρακτήρα. Πέρα από τις εκτιμήσεις που γίνονται ότι η Εκκλησία θα μπορούσε να είχε οργανώσει πολύ νωρίτερα και σε μεγαλύτερη έκταση των υπόδουλων περιοχών ένα πιο ευρύτερο εκπαιδευτικό δίκτυο, ωστόσο η λειτουργία εκείνων των εστιών μάθησης βοήθησαν τους υπόδουλους στη διαφύλαξη της γλώσσας και των παραδόσεών τους.

Από την πρώτη περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης ιδρύεται η Μεγάλη του Γένους Σχολή, με αποτέλεσμα η Εκκλησία να αντλεί από εκεί τους λειτουργούς της. Ο πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ ιδρύει την Αθωνιάδα Σχολή, όπου δίδαξαν σπουδαίοι Δάσκαλοι του Γένους, όπως ο Κερκυραίος Ευγένιος Βούλγαρης και ο Αθηναίος Θεόφιλος Κορυδαλέας. (Σημειώνουμε εδώ ότι στο μοναστήρι των Θεμάτων, στην Πύλαρο, σώζονται τέσσερα χειρόγραφα με σχόλια του Θεόφιλου Κορυδαλέα πάνω σε έργα του Αριστοτέλη, γραμμένα από κάποιον Κεφαλονίτη ονόματι Γεώργιο).

Από τα μέσα, όμως, του 17ου αιώνα τα ανερχόμενα αστικά στοιχεία του υπόδουλου ελληνισμού πήραν στα χέρια τους το έργο της εκπαίδευσης, στην οποία έδωσαν κοσμικό χαρακτήρα. Εισήχθηκαν τώρα τα μαθήματα της φυσικής, των μαθηματικών, της φιλοσοφίας, γεγονός που δε θα αργήσει να προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση της Εκκλησίας. Η τελευταία θα επιτεθεί και θα στοχοποιήσει αρκετούς διαφωτιστές. Αποκορύφωμα αυτής της σύγκρουσης υπήρξε η εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε΄ εναντίον των φιλοσοφικών μαθημάτων. Σύμφωνα με αυτήν οι φυσικές επιστήμες και η φιλοσοφία διέδιδαν την αθεΐα και επομένως έπρεπε να απαλειφθούν από τα εκπαιδευτικά προγράμματα και να αποβληθούν οι δάσκαλοι που τα διδάσκουν. Τότε ήταν που έκλεισε η Σχολή της Χίου (τότε αριθμούσε 700 μαθητές), στην οποία δίδασκε ο Νεόφυτος Βάμβας και φοιτούσε ο «δικός» μας Κωνσταντίνος Τυπάλδος Ιακωβάτος. Επέστρεψαν στην Κεφαλονιά, όπου ο Βάμβας θα μείνει διδάσκοντας μέχρι το 1827.

  • Και κάτι ακόμη: δεν είχε στεγνώσει το αίμα από την εκτέλεση του Ρήγα (Ιούνιος 1798), και ο πατριάρχης με εγκύκλιό του προς τους κατά τόπους μητροπολίτες στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία ζητούσε να συγκεντρώσουν όσα βιβλία του Ρήγα κυκλοφορούσαν στις περιοχές τους και να τα στείλουν στο Πατριαρχείο, για να καούν. Και νεκρός ακόμη ο Ρήγας ήταν ενοχλητικός… (Τώρα γιατί το ελληνικό κατεστημένο αποφάσισε να στήσει έξω από το κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου στην Αθήνα τους δύο «εχθρούς», τον Ρήγα και τον Γρηγόριο Ε΄, είναι μια άλλη … ιστορία).

 

►     Όλα τα παραπάνω αφορούν στην ανώτατη ιεραρχία, αφορούν στο Πατριαρχείο. Και αυτήν  την αντεπαναστατική στάση του Πατριαρχείου – την οποία δε θέλουν ακόμη να παραδεχτούν  κύκλοι μελετητών από τον εκκλησιαστικό χώρο – τη γνώριζαν πολύ καλά οι Έλληνες επαναστάτες του 1821, και λαϊκοί και κληρικοί.

Να, κάποια στοιχεία:

Με την έναρξη της Επανάστασης οι Έλληνες αποκόβονται από το Πατριαρχείο, ακριβώς επειδή το θεωρούν εχθρό της Επανάστασης. Έχει μήπως κανείς αντιληφθεί αν σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης είχε καταγραφεί κάποια σχέση των επαναστατών με το Πατριαρχείο;  Ή μήπως έπαψαν οι επαναστατημένοι Έλληνες να είναι ορθόδοξοι;  Είναι γνωστό, εξάλλου, το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» – ναι, το «μάχου υπέρ πίστεως» εξακολουθούσε να ισχύει για τους επαναστάτες,  αλλά όχι μαζί με το προδοτικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Κόβονται, λοιπόν, οι δεσμοί των επαναστατημένων περιοχών με το Πατριαρχείο. Χαρακτηριστικό είναι τούτο το γεγονός: όταν το 1822 ο πατριάρχης Ευγένιος Β΄ έστειλε στην Εθνοσυνέλευση στο Άστρος τα νέα διοριστήρια μητροπολιτών, δεν τα δέχτηκε η Εθνοσυνέλευση. Με την έναρξη του Αγώνα σε όλες τις επαναστατημένες περιοχές έπαψε να έχει διοικητική δικαιοδοσία ο πατριάρχης. Γι’ αυτό, εξάλλου, οι Εθνοσυνελεύσεις διόριζαν τώρα και «μινίστρο της Θρησκείας», υπουργό δηλαδή αρμόδιο για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα.

Τον Απρίλιο του 1828 – άραγε, το ξέρει κανείς αυτό το περιστατικό; – ενώ ήδη ο Καποδίστριας είναι Κυβερνήτης της Ελλάδας και η Επανάσταση προχωρεί προς την ολοκλήρωσή της, το ανεκδιήγητο Πατριαρχείο, προσπάθησε να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο μέσα στη νεοσύστατη ελληνική επικράτεια. Με ποιον τρόπο; Με επιστολή του καλούσε τους Έλληνες να επιστρέψουν στους κόλπους της «νόμιμης» οθωμανικής εξουσίας (δηλαδή να απαρνηθούν το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος), καθώς ο σουλτάνος θα παραχωρούσε αμνηστία στους «μετανοούντας». Έστειλε, μάλιστα, κάποιους «δικούς» του μητροπολίτες στην Πελοπόννησο, για να προπαγανδίσουν αυτήν τη «μετάνοια». Σημειώνουμε εδώ ότι όποιος διαβάσει τη συγκεκριμένη αυτήν επιστολή θα φρίξει, δε θα θελήσει να ξανακούσει για Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και για επίσημη ορθόδοξη Εκκλησία…

Σημειώνουμε εδώ ότι αυτή η όλη συντηρητική, αντεπαναστατική, αντεθνική στάση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης δεν είναι άμοιρη της τελικής κατάληξης, που οδήγησε στο Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Αλλά όλα αυτά ηθελημένα αποκρύβονται από την πλειοψηφία της κυρίαρχης πνευματικής, πολιτικής και εκκλησιαστικής ελίτ του τόπου μας, η οποία, αντίθετα, με διάφορες λαθροχειρίες έχει κατορθώσει να πείσει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού για τη θετική συμβολή της επίσημης Εκκλησίας στην Ελληνική Επανάσταση («κρυφό σχολειό», «ύψωση του λαβάρου από τον Π.Π. Γερμανό στην Αγία Λαύρα, «εθνομάρτυρας» και «άγιος» ο Γρηγόριος Ε΄, κ.λπ.).

►      Επομένως, η Ελληνική Επανάσταση και η συνακόλουθη απελευθέρωση και ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους έγινε χωρίς την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία ή, ορθότερα, έγινε ενάντια στη θέλησή της – μας αρέσει, δε μας αρέσει. Τα γεγονότα είναι συγκεκριμένα και η κατάσταση δεν μπορεί να ωραιοποιηθεί.

 

  • Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν έχουν καμιά σχέση με το μεγαλύτερο μέρος του ορθόδοξου κλήρου. Δεν έχουν καμιά σχέση με ιερωμένους, που εξελίχθηκαν σε άξιους διαφωτιστές-Δασκάλους του Γένους, όπως ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ακόμη και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος πέρασε και δίδαξε στην Κεφαλονιά, αλλά και πολλοί άλλοι, υποστηρικτές της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, σταθεροί υπέρμαχοι της Επανάστασης. Δεν έχουν καμιά σχέση με πληθώρα ιερωμένων αγωνιστών, όπως ο  Παπαφλέσσας, ο Αθανάσιος Διάκος, ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας, ο Άνθιμος Γαζής, ακόμη και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, αλλά και πολλοί άλλοι κληρικοί και μοναχοί. Δεν έχουν καμιά σχέση με τα μοναστήρια, που προστάτευσαν διωκόμενους επαναστάτες, που περιέθαλψαν αγωνιστές, που αποθήκευαν τρόφιμα και πολεμοφόδια, που μετατράπηκαν σε αρχηγεία του αγώνα, όπως το μοναστήρι του Προυσού στην Ευρυτανία, ή το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στην Πέτρα της Βοιωτίας.

►      Επομένως, ούτε συγχέουμε, ούτε συμψηφίζουμε τη συντηρητική, αντεπαναστατική στάση του κορυφαίου θεσμού της ορθοδοξίας με την τολμηρή και ριψοκίνδυνη δράση και με την αυτοθυσία επώνυμων και ανώνυμων κληρικών. Υπήρξε δηλαδή πολυδιάστατη η συμβολή κληρικών και μοναχών στην Επανάσταση.

►       Και ακόμη:

Όταν τα υποψήφια μέλη της Φ.Ε. ορκίζονταν στο Ευαγγέλιο, δεν έπαιρναν υπόψη τους την αντεπαναστατική ιδεολογία του Πατριαρχείου.

Όταν οι Έλληνες αγωνιστές έφτιαχναν στα επαναστατικά τους λάβαρα το σημείο του σταυρού, δεν τους ενδιέφερε η φιλοοθωμανική άποψη του Πατριαρχείου.

Όταν το προσκυνημένο Πατριαρχείο καλούσε τους πιστούς του να δείχνουν υπακοή στον σουλτάνο, οι Έλληνες επαναστάτες ψήφιζαν στη Β΄ Εθνοσυνέλευση το 1822 τη διακήρυξη που έλεγε: «[…] εις το όνομα του ελληνικού έθνους, του οποίου νομίμως φέρει την πληρεξουσιότητα και κηρύττει σήμερον κατ’ επανάληψιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν των Ελλήνων ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν […] από τον άρπαγα Σουλτάνον και να ανεξαρτηθώμεν εντελώς […] διά την δόξαν της αγίας ημών πίστεως και την ευτυχίαν των ανθρώπων».

Όταν ο ηγούμενος του μοναστηριού του Μεγάλου Σπηλαίου Δαμασκηνός απαντούσε στον Ιμπραήμ τον Ιούνιο του 1827 «ημείς διά να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον, διότι ήμεθα ορκωμένοι εις την πίστιν μας ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν πολεμούντες», έχει διαχωρίσει διά παντός τη σχέση του με τους δουλόφρονες πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης.

 

►   Τελικά: Για ποιους αγώνες της επίσημης Εκκλησίας στην Ελληνική Επανάσταση μπορούμε να μιλάμε; Μάλλον για αγώνες κατά της Επανάστασης. Εάν, όμως, με τον όρο Εκκλησία εννοούμε τους απλούς ορθόδοξους Έλληνες, τότε, ναι, αυτοί, παρά τις δυσκολίες τους και τους φόβους τους, συμμετείχαν στον Αγώνα. Εάν εννοούμε τους μοναχούς στα μοναστήρια, τους κατώτερους κληρικούς αλλά και ένα σοβαρό ποσοστό των ιεραρχών που ζούσαν δίπλα στο ποίμνιό τους, ναι, προσέφεραν στον Αγώνα.

►       Και ενώ είναι απόλυτα τεκμηριωμένη η αντεπαναστατική στάση του Πατριαρχείου, τόσο η εκπαίδευση όσο και η δημόσια σφαίρα συνεχίζουν να προβάλλουν μια παραποιημένη εικόνα. Η Εκκλησία έχει κατορθώσει να ιδιοποιηθεί την Επανάσταση, δίνοντας αποκλειστικά θετική εικόνα για το ρόλο της. Πώς τα κατάφερε;

►    Διαπιστώνοντας η Εκκλησία ότι, παρά την αρνητική της στάση απέναντι στην Επανάσταση, η τελευταία πέτυχε, αποφάσισε να συμπορευτεί με το νέο κράτος στην κατασκευή μιας κυρίαρχης εθνικοθρησκευτικής ιδεολογίας. Έτσι, από κοινού Κράτος και Εκκλησία από τη μια προέβαλαν μύθους, που τους παρουσίασαν ως ιστορικά γεγονότα («ύψωση του λαβάρου στην Αγία Λαύρα», «κρυφό σχολειό», «εθνομάρτυρας Γρηγόριος Ε΄» κ.λπ.), και από την άλλη συστηματικά υποβάθμισαν ή αποσιώπησαν ή και διαστρέβλωσαν γεγονότα που αποδείκνυαν την αντεπαναστατική στάση της Εκκλησίας (αφορισμός των κλεφτών του Μοριά, αφορισμός της Ελληνικής Επανάστασης, καταδίωξη διαφωτιστών, προπαγάνδα κατά του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους κ.λπ.).

►         Η επίσημη Εκκλησία φρόντισε να προστατεύσει πρώτα και κύρια τον εαυτό της. Γιατί διαφορετικά υπήρχε πληθώρα γεγονότων και παραδειγμάτων, που αποδείκνυαν τη συμβολή του κλήρου στην Επανάσταση, όπως αναφέραμε παραπάνω. Όμως, δεν την ενδιέφερε τόσο ο Αθανάσιος Διάκος και ο Παπαφλέσσας όσο ο Καλλίνικος Ε΄ και ο Γρηγόριος Ε΄. Και για να καλύψει την αντεπαναστατική της στάση, έπρεπε να πείσει πως αυτή ξεκίνησε τον Αγώνα στην Αγία Λαύρα. Και για όλα αυτά έδωσε και δίνει μάχες…

 

Υ.Γ.

Ας μη βιαστούν κάποιοι να με … διαολοστείλουν με όσα παραπάνω έχω αναφέρει για το Πατριαρχείο. Θα τους παρακαλούσα να μελετήσουν πρώτα με μεγάλη προσοχή όσα κείμενα/πηγές ανέφερα. Ας προσπαθήσουν να βρουν και να διαβάσουν κι άλλες σχετικές με το θέμα αυτό μελέτες.

 

Αργοστόλι, 4-4-2022                                                                          

  [Στο επόμενο η ενότητα ΙΙΙ]