Αναστάσιος Γερμενής: Μετα-αλήθειες και ψεύδη της πανδημίας του κορονοϊού

Σχολιάζοντας τα υπεραισιόδοξα εμβολιαστικά σενάρια, ο Α. Γερμενής επισημαίνει: «Είναι βέβαιο ότι το εμβόλιο θα αναστείλει την πορεία της πανδημίας. Αλλο τόσο βέβαιο, όμως, είναι ότι δεν θα εκριζώσει τη λοίμωξη, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Η πρόκληση, μέσω του εμβολιασμού, παρατεταμένης παραγωγής εξουδετερωτικών αντισωμάτων, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία έναντι του ιού, δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί»

Πώς και κυρίως από ποιους διαμορφώνεται, την εποχή της πανδημίας, η δημόσια εικόνα της ιατρικής, των δυνατοτήτων και των ορίων της στην αντιμετώπιση του κορονοϊού; Πόσο επαρκώς ενημερωμένοι είναι οι πολίτες για τις πραγματικές θεραπευτικές δυνατότητες και για τις (αναπόφευκτες;) παρενέργειες που μπορεί να προκύψουν από την «κατ’ εξαίρεση» και εσπευσμένη μαζική εφαρμογή των νέων ιατρικών κατακτήσεων; Η απάντηση σε αυτά τα επίκαιρα ερωτήματα σχετίζεται άμεσα με τις διαχρονικά προβληματικές σχέσεις της επιστήμης με την κοινωνία.

Τους τελευταίους εννέα μήνες, η εντυπωσιακή ανάπτυξη των ιολογικών, ανοσολογικών ερευνών και η ταχύτατη μετάφρασή τους σε θεραπευτικές πρακτικές κατά της πανδημίας έχουν δημιουργήσει ένα βαθύτατο κοινωνικό χάσμα ανάμεσα σε όσους γνωρίζουν και σε όσους αγνοούν τη σημασία αυτών των επιστημονικών εξελίξεων. Ζητήσαμε τη συμβολή του ανοσολόγου και συγγραφέα Αναστάσιου Γερμενή, για να διερευνήσουμε τις δυνατότητες γνωσιακής «ανοσίας» απέναντι σε αυτή τη νέα πανδημική βαρβαρότητα.

Α. Γερμενής: περί της γνωσιολογικής ανοσίας στην COVID-λοίμωξη

 Υποστηρίζεται από πολλούς ότι τα δεινά που επισώρευσε η, εν πολλοίς, αντιεπιστημονική επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας COVID-19 οφείλονται στα διαχρονικά προβλήματα που προκύπτουν από τη δυσχερή επικοινωνία της επιστήμης με την κοινωνία. Θα θέλατε, κατ’ αρχάς, να ορίσετε το πλαίσιο αυτής της επικοινωνίας;

Η επικοινωνία της επιστήμης με την κοινωνία αντικατοπτρίζει τη μεταξύ τους σχέση, της οποίας, διαχρονικά, έχουν παρατηρηθεί διάφορες εκδοχές: από τη μη ύπαρξη κάποιας ανάλογης ανάγκης και, ως εκ τούτου, την πλήρη απουσία μιας τέτοιας σχέσης, ώς την ακριβώς αντίθετη, σύγχρονη αντίληψη. Σήμερα, θεωρείται ότι η σχέση επιστήμης και κοινωνίας πρέπει να κατατείνει στην ευρύτερη δυνατή συμμετοχή της κοινωνίας και να αποσκοπεί στο όφελος τόσο της τελευταίας όσο και των ερευνητικών φορέων, του ερευνητικού προϊόντος, αλλά και στη συμμόρφωση της επιστήμης με το ηθικό και το νομικό πλαίσιο λειτουργίας της.

Συμμέτοχοι σ’ αυτή τη διαδικασία, εκτός από τους επιστήμονες και το κοινό, είναι πολλοί άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, οικονομικών παραγόντων και, φυσικά, του κράτους. Αντίστοιχα, ευρύτατοι είναι και οι επιμέρους στόχοι αυτής της σχέσης που μπορεί να ποικίλλουν, από την αναγνώριση της κοινωνικής προσφοράς στην πρόοδο της επιστήμης μέχρι τη διαχείριση της επιστημονικής αβεβαιότητας.

Η επικοινωνία επιστήμης-κοινωνίας πρέπει να είναι κατανοητή, ακριβής και αποτελεσματική. Από την αποτελεσματικότητά της κρίνεται η δυνατότητα να αλλάξει τη στάση του κοινού απέναντι στην επιστήμη, να αυξήσει το ενδιαφέρον του για την επιστήμη, να προωθήσει την κατανόηση των επιστημονικών γεγονότων και μεθόδων και να διευκολύνει την αντίληψη των κοινωνικών επιπτώσεων της επιστήμης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ενημέρωση του κοινού για διάφορα επιστημονικά θέματα, αν και δεν είναι άσχετη, είναι διαδικασία διαφορετική από την επικοινωνία επιστήμης-κοινωνίας, όπως παρουσιάστηκε παραπάνω. Η Αγωγή Υγείας, επίσης, είναι μια μορφή επικοινωνίας της επιστήμης με την κοινωνία, κύριος στόχος της οποίας είναι η διαμόρφωση συμπεριφορών που προάγουν την υγεία.

Καταστάσεις, βέβαια, όπως η πανδημία της COVID-λοίμωξης, θέτουν σε δοκιμασία τις καθιερωμένες πρακτικές της Αγωγής Υγείας και ανάγουν το πρόβλημα της διαχείρισης των κοινωνικών συμπεριφορών σε πρωταρχικό πρόβλημα της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία.

 Σε τι συνίσταται η ιδιαιτερότητα της πανδημίας που μόλις αναφέρατε και γιατί κατά τη γνώμη σας η διαχείριση των κοινωνικών συμπεριφορών αναδεικνύεται, ειδικά στην κατάσταση της πανδημίας, σε πρωταρχικό πρόβλημα της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία;

Η πανδημία της COVID-λοίμωξης προκάλεσε μια απότομη ανάδυση των προβλημάτων που είχαν συσσωρεύσει η παγκοσμιοποίηση και ο μετακαπιταλισμός σε όλους όσοι εμπλέκονται στη σχέση της επιστήμης με την κοινωνία, είτε πρόκειται για την ίδια την επιστήμη είτε για τα κράτη, τη βιομηχανία ή όποιους άλλους. Μπροστά σ’ αυτά τα προβλήματα τόσο η επιστήμη όσο και η κοινωνία συνελήφθησαν παντελώς απροετοίμαστες.

 Σε ποια ακριβώς προβλήματα αναφέρεστε;

Πρωταρχικό πρόβλημα υπήρξε η ταχύτητα της επικοινωνίας. Από την αρχή της πανδημίας, από το πρωί μέχρι το βράδυ, όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μεταδίδουν, σε συνεχή ροή και σε πραγματικό χρόνο, όχι μόνο τα επιδημιολογικά δεδομένα από όλα τα μέρη του κόσμου αλλά και την πορεία των ερευνών για δοκιμές φαρμάκων ή για την ανακάλυψη εμβολίων. Ακόμη και εφαρμογή του Google υπάρχει (COVID-19 Community Mobility Reports) για να πληροφορεί το κοινό αναφορικά με τον συνωστισμό σε κάθε γωνιά της Γης.

Τέτοια ταχύτητα επικοινωνίας δεν είχε παρατηρηθεί και τέτοιος όγκος επιστημονικής πληροφορίας δεν είχε διακινηθεί σε σχέση με καμιά άλλη πανδημία και, γενικότερα, σε σχέση με κανένα άλλο επιστημονικό γεγονός. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η κοινωνία είναι αδύνατο να «μεταβολίσει» σε τακτό χρόνο όλη αυτή την πληροφορία.

Το πρόβλημα αυτό επικάθεται πάνω στα χρονιότερα χαρακτηριστικά που έχει η επικοινωνία της επιστήμης με την κοινωνία αυτή την εποχή. Ενα τέτοιο είναι η δημοκρατική επίφαση της μιντιακής επικοινωνίας των επιστημονικών γεγονότων, εξαιτίας της οποίας δημιουργείται η εντύπωση πως όλοι είναι ειδικοί και μπορούν να συμμετέχουν στον ίδιο βαθμό στη διαδικασία παραγωγής γνώσης. Γι’ αυτό το φαινόμενο έχει προταθεί ο όρος «democratainment» (democracy + entertainment), που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «δημοκρατία της επιστημονικής ψυχαγωγίας» και υποδηλώνει την παρέκκλιση της επικοινωνίας, η οποία μετατρέπει την πληροφόρηση σε θέαμα.

Η επιστημονική επικοινωνία που διεξάγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν έχει μεγάλη σχέση με την επιστήμη, αλλά γίνεται… διασκέδαση! Οχι μόνο στην επιστήμη αλλά σε οποιονδήποτε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, ο περιορισμός του πλαισίου έγκυρης διαμεσολάβησης των ειδικών αλλοιώνει τη σαφήνεια και την αξιοπιστία των πληροφοριών. Ετσι, η έλλειψη της κατάλληλης μεθόδου μειώνει την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας ή μπορεί ακόμη και να προκαλέσει βλάβη στο κοινό που απευθύνεται.

Πέρα απ’ αυτό, σε άρθρο του που εμφανίστηκε λίγο πριν από την έκρηξη της πανδημίας (Απρίλης 2019), με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η επιστημονική επικοινωνία στην κοινωνία της μετα-αλήθειας», το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Proceedings of the National Academy of Sciences» υποστήριζε ότι τον πυρήνα του προβλήματος δεν αποτελεί πλέον η ταχύτητα διάδοσης των πληροφοριών ούτε καν η λανθασμένη επικοινωνία.

Αντίθετα, υποστήριζε ότι στον χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης στις ΗΠΑ έχουν συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες επιτρέπουν την ευρεία διάδοση εσκεμμένα παραπλανητικών και προεπιλεγμένων πληροφοριών για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.

Ως αποτέλεσμα, μόνο το 21% των ενήλικων Αμερικανών έχει «μεγάλη εμπιστοσύνη» ότι οι επιστήμονες ενεργούν προς το συμφέρον του κοινού, ενώ για μια σειρά θεμάτων, όπως η κλιματική αλλαγή, τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και τα εμβόλια, υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των επιστημονικών θέσεων και των απόψεων του κοινού. Το ενδιαφέρον αυτό άρθρο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η επιστήμη οφείλει να αναλάβει δράση για την εξουδετέρωση της πολιτικά υπαγορευόμενης παραπληροφόρησης.

 Αν οι επιστήμονες αναλάμβαναν μια τέτοια δράση ενημέρωσης των πολιτών, αν μπορούσε να γίνει καλύτερη διαχείριση της ταχύτητας και του όγκου της παρεχόμενης πληροφορίας, θεωρείτε ότι η επικοινωνία μεταξύ επιστήμης-κοινωνίας θα ήταν αποτελεσματικότερη;

Φοβάμαι ότι τα παραπάνω πρακτικά προβλήματα της επικοινωνίας επιστήμης-κοινωνίας είναι αποτέλεσμα ή επιφαινόμενα θεμελιωδέστερων προβλημάτων που χαρακτηρίζουν την επιστήμη της εποχής μας. Η σύγχρονη επιστήμη αποτελεί τον κύριο μοχλό εξέλιξης ενός άκρως τεχνολογικού πολιτισμού, ενός πολιτισμού που καθημερινά απεμπολεί όλο και περισσότερο την ουμανιστική του διάσταση.

Οι ανακαλύψεις αποτελούσαν ανέκαθεν κριτήριο επιστημονικής προόδου και κοινωνικής καταξίωσης κάθε επιστήμης. Πολύ περισσότερο απ’ όλες τις επιστήμες αυτό είναι αλήθεια για την ιατρική και τις επιστήμες της υγείας. Από μόνες τους, όμως, οι ανακαλύψεις δεν μπορούν να καλύψουν το όρισμα και τους ουσιαστικούς στόχους της ιατρικής.

Καλύπτουν, ώς ένα σημείο μόνο, την αναφορά της στον άνθρωπο και πολύ λίγο την εξίσου απαραίτητη αναφορά της στην αλήθεια και στον χρόνο. Εκτός από τις ανακαλύψεις, η ιατρική επιστήμη έχει ανάγκη από μια θεωρητική γνωσιακή υποδομή. Μόνο οι επιστημονικές θεωρίες τής επιτρέπουν να διαμορφώνει θέση και άποψη για τη συγκρότηση της επιστημονικής «πραγματικότητας».

Προσκολλημένη αποκλειστικά στις ανακαλύψεις, η σύγχρονη επιστήμη δεν έχει να προβάλει μια τέτοια δική της άποψη. Οπως δεν έχει και η τεχνολογία που κι αυτή μπορεί να παρουσιάζει εξίσου επιτυχείς ανακαλύψεις.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η επιστήμη πλέον αναφέρεται κατ’ ευθείαν στην οικονομία, παραμερίζοντας όλο και περισσότερο τον άνθρωπο. Κατά συνέπεια και το επικοινωνιακό διακύβευμα της σύγχρονης επιστήμης είναι εν τέλει οικονομικής τάξεως και δεν μπορεί να προάγεται παρά μόνο με ανάλογους όρους.

 Συνήθως, όμως, η κοινωνική προσφορά της ιατρικής αποτιμάται και νομιμοποιείται από την «ανακάλυψη» νέων θεραπευτικών πρακτικών και φαρμάκων. Ειδικά εσείς, ως ανοσολόγος, πώς αποτιμάτε την επινόηση σειράς εμβολίων και τις μαζικές εμβολιαστικές πρακτικές που άλλαξαν το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων;

Ας αρχίσω από τα εμβόλια. Τα εμβόλια δεν ήταν μια κατ’ αρχήν επιστημονική ανακάλυψη. Η ανοσολογία ως επιστήμη άρχισε να αναπτύσσεται περίπου έναν αιώνα μετά την ανακάλυψη των εμβολίων. Θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι συνέβη το ακριβώς αντίθετο: η ανοσολογία οφείλει σε σημαντικό βαθμό τη διαμόρφωσή της ως ανεξάρτητη επιστήμη της ζωής στην ανακάλυψη των εμβολίων που είχε προηγηθεί.

Ας πάμε όμως στο βασικό σας ερώτημα. Η καταξίωση των επιστημονικών ανακαλύψεων δεν κρίνεται από την άποψη που έχει ο κάθε συγκεκριμένος λειτουργός της επιστήμης. Η ικανοποίησή μου ως γιατρού από τη δυνατότητα που μου δίνει το τάδε ή το δείνα φάρμακο να θεραπεύσω τον ασθενή μου ή, για να πούμε κάτι πιο επίκαιρο, να παρατείνω τη ζωή ενός ασθενούς 90 ετών -άραγε κατά πόσο;- δεν είναι κριτήριο καταξίωσης της επιστήμης.

Η καταξίωση της επιστήμης είναι κοινωνικό και όχι ψυχολογικό μέγεθος. Και με τον ίδιο τρόπο ορίζεται, φυσικά, και η ηθική της έναντι της ατομικής ηθικής των λειτουργών της. Οχι ως γιατρό, λοιπόν, αλλά ως μέλος της κοινωνίας με απασχολεί έντονα το γεγονός ότι το μέσο κόστος ανάπτυξης ενός φαρμάκου, μέχρι τη στιγμή που θα εγκριθεί η χρήση του, υπερβαίνει σήμερα το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα μιας σειράς χωρών.

Αυτό και μόνο δείχνει πολύ εύγλωττα την εμπλοκή της οικονομίας στα πράγματα της ιατρικής. Συγκρίνοντας, για παράδειγμα, την αποτελεσματικότητα των 10 εγκεκριμένων φαρμάκων με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στις ΗΠΑ, βρέθηκε ότι σε κάθε έναν άρρωστο που ωφελούν αντιστοιχούν 3-24 άλλοι, στους οποίους δεν έχουν καμιά θεραπευτική δράση. Εδώ το έλλειμμα της επιστημονικής θεωρίας είναι εμφανές, καθώς και το κόστος του για τις δυτικές κοινωνίες.

Η διαπλοκή επομένως της επιστημονικής παραγωγής με την οικονομία και η απουσία συμπαγούς θεωρητικής υποδομής ακυρώνουν, περισσότερο ή λιγότερο κατά περίπτωση, την ουμανιστική διάσταση των ανακαλύψεων και, κατά συνέπεια, την εγκυρότητα της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία.

 Αρα, στο πλαίσιο της νέας πανδημίας, η αποτυχία της επικοινωνίας της επιστήμης με την κοινωνία ήταν αναπόφευκτη;

Αναμφίβολα ναι! Στις μέρες μας, η επιστήμη, και στη συγκεκριμένη περίπτωση η ιατρική, από τη μια μεριά εθελοτυφλεί και από την άλλη αφήνεται άβουλη στον εναγκαλισμό της με την οικονομία. Ετσι, η προβλεψιμότητα, που είναι βασικό χαρακτηριστικό της επιστήμης, στην περίπτωση της πανδημίας παρουσίασε σημαντική υστέρηση.

Αυτό που δεν ήταν αναπόφευκτο και, ώς έναν βαθμό, επιβεβαιώνει τα προβλήματα της σύγχρονης επιστήμης που αναφέρθηκαν πιο πάνω, είναι η στρέβλωση των κανόνων της επικοινωνίας στο εσωτερικό της επιστήμης.

Υψηλού κύρους ιατρικά περιοδικά δημοσίευσαν άρθρα για την COVID-λοίμωξη δηλώνοντας ότι η δημοσίευσή τους δεν ακολουθούσε την από δεκαετιών αποδεκτή διαδικασία αξιολόγησης. Τα ίδια μάλιστα περιοδικά απέσυραν πολλές από αυτές τις δημοσιεύσεις τους, όταν στη συνέχεια διαπιστώθηκαν τα μεθοδολογικά τους προβλήματα. Είναι προφανές ότι η πρακτική αυτή, εκτός των άλλων, έτρωσε και την αξιοπιστία της επιστήμης απέναντι στην κοινωνία.

Το χειρότερο όμως είναι ότι, μετά το αρχικό σοκ της πανδημίας, δεν επιχειρήθηκε κανενός είδους αναπροσαρμογή της στάσης και της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία. Η ιατρική επιστήμη, τελικά, δεν αποδέχθηκε στον δημόσιο λόγο της το βασικό της χαρακτηριστικό, δηλαδή την εγγενή αβεβαιότητα και κατά συνέπεια την απουσία συμπερασμάτων ή ακόμη την ενδεχόμενη αναίρεση επιστημονικών δεδομένων που αυτή συνεπάγεται. Ετσι, η ιατρική επιστήμη εμφανίζεται μπροστά στην κοινωνία ασυνεπής ή και αδύναμη (π.χ. να υπόσχεται εμβόλια που δεν μπορεί να κατασκευάσει).

 Τελικά, πόσο ρεαλιστικό θεωρείτε το σενάριο της γρήγορης εξάλειψης της πανδημίας του νέου κορονοϊού, μέσω των κατάλληλων εμβολίων;

Η ανάπτυξη εμβολίων κατά του κορονοϊού θα μείνει στην Ιστορία ως ένα από τα μεγαλύτερα και επιτυχέστερα επιστημονικά εγχειρήματα της ανθρωπότητας. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, το θέμα παρουσιάζεται περισσότερο ως τεχνολογικό επίτευγμα και οικονομικό θαύμα και λιγότερο ως επιστημονικό γεγονός, με τις αυτονόητες επιφυλάξεις που υπαγορεύουν οι σχετικές επιστημονικές θεωρίες.

Σε ανύποπτο χρόνο (1988) ο νομπελίστας Joshua Lederberg υπενθύμιζε στην ιατρική κοινότητα ότι, όσον αφορά τα λοιμώδη νοσήματα, η εξελικτική θεωρία είναι το ίδιο σημαντική με τα εμβόλια, υπογραμμίζοντας πως «κανείς δεν μας εγγυάται ότι στον εξελικτικό ανταγωνισμό των ιών με τον άνθρωπο, ο άνθρωπος θα βγαίνει πάντα νικητής».

Είναι βέβαιο ότι το εμβόλιο θα αναστείλει την πορεία της πανδημίας. Αλλο τόσο βέβαιο, όμως, είναι ότι δεν θα εκριζώσει τη λοίμωξη, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Η πρόκληση, μέσω του εμβολιασμού, παρατεταμένης παραγωγής εξουδετερωτικών αντισωμάτων, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία έναντι του ιού, δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί. Επομένως, εξίσου απαραίτητη με την παρότρυνση για εμβολιασμό είναι και η ενημέρωση για την αναγκαιότητα τήρησης των κανόνων της Δημόσιας Υγείας.

Ο David Heymann, υπεύθυνος της μονάδας λοιμωδών νοσημάτων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατά τη διάρκεια της επιδημίας SARS το 2002-2003, υπογραμμίζει ότι «το κοινό δεν καταλαβαίνει τα πάντα για τα εμβόλια… συμπεριλαμβανομένου του ότι η COVID-19 μπορεί, ακόμη και με τα εμβόλια, να γίνει ενδημική» και προτείνει: «Αυτό που πρέπει να συμβεί είναι ένας νέος τρόπος επικοινωνίας που μπορεί να καταλάβει ο κόσμος».


Ποιος είναι

Ο Αναστάσιος Ε. Γερμενής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κεφαλονιά. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Εργάστηκε στα Κεντρικά Εργαστήρια της Υπηρεσίας Αιμοδοσίας του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού και στο Εθνικό Κέντρο Ιστοσυμβατότητας του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Αθηνών. Είναι ομότιμος καθηγητής Ανοσολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον κλάδο «Ιατρικές Επιστήμες-Εργαστηριακή Ανοσολογία».

Πηγή: https://www.efsyn.gr/