Παραμονή Πρωτοχρονιάς στο Λιθόστρωτο.
Ο περίεργος τούτος δρόμος του Αργοστολίου, αποτέλεσε από τις πρώτες στιγμές ύπαρξης της πόλης, έναν από τα κεντρικά σημεία της ζωής της. Τι αλλόκοτο κι αυτό…
Στα περισσότερα νησιά, η παραλιακοί δρόμοι είναι αυτοί που μαζεύουν την βουή της ενέργειας και της οικονομικής δράσης. Κι όμως εδώ ,τα πιο σημαντικά πράγματα, σε τούτο το εσωτερικό πλακόστρωτο, το στρωμένο, με πέτρινους πελεκητούς κυβόλιθους από την Φάλαρη, σε δυο διαδοχικά έργα επί δημαρχίας Παναγή Βινιεράτου (1870-1874) και Βικέντιου Καρύδη (1874-1881),οι οποίοι μετά τους σεισμούς θα μπορούσαν να είχαν σωθεί.
Όμορφες οικοδομές στόλιζαν αυτά τα χίλια μέτρα , πριν από την Καμπάνα και μέχρι εκεί που διασταυρωνόταν με την οδό Θεάτρου. Το αρχοντικό των Μεταξάδων, η οικοδομή Πινιατώρου, του Μαρκάτου, το τριώροφο Δεστούνη , το αρχοντικό Τρίτση, του Βανδώρου, του Ευαγγελάτου. Εδώ υπήρχε πιο παλιά και το αναγνωστήριο «Κοραής». Αλλά και ο πύργος τση Καμπάνας, η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη των Μεταξάδων, η παλιά μητρόπολη του Σωτήρα, η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα με το καταπληκτικό καμπαναριό της, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Λατίνων. Σε αυτόν τον δρόμο υπήρξε η πρώτη πλατεία , το πρώτο θέατρο της πόλεως.
Και αν πεις από μαγαζιά. Εμπορικά, παπουτσάδικα , ραφεία, πιλοποιεία, αρωματάδικα, φωτογραφεία, ζαχαροπλαστεία, όπως του Καππάτου κοντά στην πλατεία του Αι Σπυρίδωνα που σέρβιρε αχνιστές λουκουμάδες με μέλι και κανέλα. Εδώ ήταν και τα μαγαζιά του Τσιρόλια,του Νικολάτου, του Πανά, του Λαυρέντη Βανδώρου, του Βαλσαμίδη, του Ερωτόκριτου Καλογεράτου, του Καλαβίτη, του Στίβα, και αργότερα του Τζανετάτου, του Τσιλιμιδού, του Singer , του Δεμπόνου, του Δραγώνα. Να θυμηθούμε όμως και το κομμωτήριο του Λαμπρινού, εκεί που κτενίσθηκε η πρωταγωνίστρια τση ταινίας «Το κλειδί της ευτυχίας» . Ότι καλύτερο υπήρχε στην Αθήνα αλλά και στην Ευρώπη, θα μπορούσες να το βρεις στο Λιθόστρωτο. Ακριβές πορσελάνες , πιάτα «Τζόνσον», κασμήρια, καπέλα «Μπορσαλίνο» ακριβά και φίνα κρύσταλλα Βοημίας, ρολόγια Ελβετικά μεγάλης αξίας, χρυσαφικά , αρώματα από το Παρίσι, πένες και σύνεργα γραφής, ακριβά πούρα και καπνό.
Οδός Κράνης, Μπουλεβάρη, Πρίγκηπος Πεδεμοντίου , οδός Διαδόχου Κωνσταντίνου ,άλλαξε πολλά ονόματα , όμως στο πέρασμα του χρόνου, ένα πράγμα δεν άλλαξε…..
Την παραμονή πρωτοχρονιάς. Την ημέρα αυτή πλημμύριζε από αγοραστές. Μόλις όμως σκοτείνιαζε , τότε άρχιζε η γιορτή. Σε αυτόν τον δρόμο μαζεύονταν όλοι για να αποδιώξουν , να αποκόψουν τον παλιό χρόνο και να υποδεχθούν τον νέο. «Καλή αποκοπή» να αναφωνήσει ο ένας στον άλλο. Όπως μαθαίνουμε και από την εφημερίδα «Ζιζάνιον» στις αρχές του 1900,υπήρχε και το έθιμο του κομφετί.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Μολφέτας:
«Κατεβήκαν τ΄ ασκέρια απ΄ την κάθε γειτονιά
Και γρηα δεν έχει μείνει να συμπίση την γωνιά
Κι ένας πόλεμος λυσσώδης αρχινά με κομφετί
Που με δαύτο βουλωθήκαν όλοι μας οι οχετοί»
Εκτός όμως από το κομφετί που σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε, θέση σε αυτήν την γιορτή είχαν και τα τριζόνια, οι ροκάνες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αγγελοδιονύσης Δεμπόνος στο βιβλίο του «Το Αργοστόλι διασκεδάζει» : «Μερικά κάνανε ένα ρυθμικό χτύπο σαν πυροβόλο. Άλλα σαν κροτίδες. Μερικά όμως χτυπούσαν δαιμονισμένα σαν πινιάτες και ξεσηκώνανε ολόκληρη γειτονιά.» Υπήρχαν και οι σφυρίχτρες, που οι κάτοχοί τους, προσπαθούσαν μάλλον πρόωρα, να διώξουν τους καλικάτζαρους από το νησί.
Τέτοια δύναμη είχε η σφυριξιά τους. Μα το μεγάλο όπλο μικρών και μεγάλων ήταν οι ψεκαστήρες. Αυτό το καταπληκτικό μεταλλικό σύνεργο , το οποίο γέμιζε και ξαναγέμιζε κολώνια (παντός τύπου) και σαν στόχο είχε τα αντίπαλα μάτια. Και αν τα μάτια άνηκαν και σε έτερο φύλλο και δάκρυζαν, ιδού η Νίκη. Τα περισσότερα εμπορικά ,πούλαγαν διαφόρων τύπων και μεγέθους ψεκαστήρες, αλλά κοινή παραδοχή όπως βρίσκουμε και στην σχετική βιβλιογραφία, ήταν ότι θα έβρισκες τα πάντα, στον Τσαμιναράκη. Όσο πέρναγε η ώρα το πλήθος μεγάλωνε και η ανάγκη σε «πολεμοφόδια» γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη. Από τα τραπεζάκια και τα φαρμακεία εξαντλούνταν παντός είδους κολώνια και το νερό, από τις βρύσες της Καμπάνας και του Αγίου Σπυρίδωνα έβρισκε την θέση του. Ακόμα και από την Ρακατζή , εδεκεί απέναντι από το μαγαζί του Μαρή Τρεντή. Τόσο πολύ νερό έπεφτε, που όταν τελείωνε η γιορτή ,ο δρόμος έμοιαζε σαν να έβρεχε μέρες. Για να διασχίσεις λίγα μέτρα, ήθελε προσπάθεια.
Η μεγαλύτερη μάχη γινόταν στα «στενά του Μπον Μαρσέ», διασταύρωση Βύρωνος & Λιθοστρώτου, «επειδή εκεί στένευε το Λιθόστρωτο και η νεολαία ευχαριστιόταν να περνά από τα Δαρδανέλια του Μπομαρσέ ,για ευνόητους λόγους» όπως αναγράφει ο Λουκάτος στο βιβλίο του «Εικόνες & Θύμησες από την παλιά Κεφαλονιά». Οι φιλαρμονικές, και τότε , έδιναν τον εορταστικό τόνο παίζοντας τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Και οι καλύτερες φωνές, ξεδιπλώνονταν σε αυτόν τον δρόμο , από τις κομπανίες των κανταδόρων που όμως απόψε δεν σταματούσαν κάτω από τα μπαλκόνια για καντάδα σε κάποια όμορφη σιόρα, αλλά έφερναν βόλτα όλο το πλακόστρωτο, μη φειδόμενοι την μάχη .Όποιος περπάταε στο πλακόστρωτο αυτήν την ώρα, ήξερε ότι θα βραχεί, αλλά και θα καταβρέξει. Η ώρα περνούσε . Η αλλαγή του νέου έτους πλησίαζε. Και στο τέλος της γιορτής, έμενε ένας δρόμος βρεγμένος και «αρωματισμένος» . Για πόλεμο αρωμάτων μιλάει και ο δημοσιογράφος –συγγραφέας Γιάννης Βούλτεψης :
«Ήταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1940, στο Αργοστόλι. Στην Ευρώπη, ο πόλεμος είχε αρχίσει. Αλλά στο στενόμακρο δρόμο του Αργοστολιού, που ονομαζόταν Λιθόστρωτο, εμείς είχαμε τον τελευταίο “πόλεμο των αρωμάτων”
Ήταν ένα παλιό, Αργοστολιώτικο έθιμο της νεολαίας. Εκεί στο Λιθόστρωτο, όπου γινόταν το φλερτ στην πολύωρη ΄βόλτα΄, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι παρέες των αγοριών και των κοριτσιών ήταν ¨οπλισμένες¨ με μικρούς μεταλλικούς ψεκαστήρες, σαν ρολόγια της τσέπης, γεμάτους κολώνια. Και αντάλλασαν, τα αγόρια και τα κορίτσια, τα αρωματικά ‘πυρά’ τους, σκοπεύοντας ίσα στα μάτια. Και τα μάτια έτσουζαν, τα νεανικά γέλια αντηχούσαν μέσα στο βουερό, φωτισμένο δρόμο, τα μάγουλα φλογίζονταν και οι νεανικές καρδιές χτυπούσαν στο ρυθμό μιας ευτυχισμένης ζωής, που για μια βραδιά έσβηνε τις έγνοιες μιας δύσκολης και ανήσυχης εποχής.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στο Λιθόστρωτο, κυρίαρχος ήταν ο αρωματοβόλος Έρωτας» .
Τι περίεργη μάχη , τι μυστήρια όπλα….Όμως , ήταν και αυτό κάτι που ζήσαμε στο Αργοστόλι της καρδίας μας. Με κόσμο χαρούμενο και στα γύρω καντούνια, τις φωνές των κανταδόρων που συνέχιζαν να ψέλνουν τα κάλαντα, τονίζοντας:
«Εσφάξαμε τον κόκορα, εσφάξαμε την κότα
Δώστε κι εμάς τον κόπο μας να πάμε σε άλλη πόρτα».
Ευχές για Καλή Aποκοπή.
Τα στοιχεία προέρχονται από την ακόλουθη βιβλιογραφία:
«Παγκεφαλληνιακόν ημερολόγιον έτους 1938» του Σ. Σκηνιωτάτου
«Αναμνήσεις & προοπτικές τ ΄ Αργοστολιού» του Παναγή Αντίπα
«Εικόνες & Θύμησες από την παλιά Κεφαλονιά» του Γεράσιμου Σ. Λουκάτου
«Ιστορία του Θεάτρου εν Κεφαλληνία 1600 – 1900» του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, αντίγραφο από το αρχείο George Giannakis
«Η γένεση και τα πάθη μιας πολιτείας » του Αγγελοδιονύση Δεμπόνου
«Το Αργοστόλι Διασκεδάζει» του Αγγελοδιονύση Δεμπόνου
«Γεώργιος Μολφέτας» του Γεωργίου Καββαδία , από το αρχείο Yangos Metaxas
«Αργοστόλι η χαμένη πόλη» του Σπύρου Αντωνάτου
«Προσεισμική Κεφαλονιά» της Διονυσίας Πουλάκη – Κατεβάτη
«Σατυρική Εφημερίδα Ζιζάνιον» 5 / 1 / 1901 του περίφημου Γεώργιου Μολφέτα
Η φωτογραφία υπάρχει στο βιβλίο «Η προσεισμική Κεφαλλονιά μέσα από καρτ – ποστάλ», βιβλίο από το αρχείο της Poly Apostolatou