Η συζήτηση έχει ανάψει εδώ και πολύ καιρό. Οι για πολλούς και διάφορους λόγους αντιτιθέμενοι στον εμβολιασμό κατά του Covid-19 επικαλούνται το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματός τους. Η πολιτεία επικαλείται την προστασία της δημόσιας υγείας για να διευρύνει (είτε διά της πειθούς είτε διά της υποχρεωτικού χαρακτήρα) το ποσοστό των εμβολιασμένων επί του γενικού πληθυσμού.
Από τη μία έχουμε ένα ατομικό δικαίωμα (μια ελευθερία που “εμποδίζει” το κράτος να παρέμβει στην ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου), από την άλλη έχουμε ένα κοινωνικό δικαίωμα (τη δημόσια υγεία) που συνταγματικά ισοδυναμεί με υποχρέωση του κράτους να δράσει υπέρ της δημόσιας υγείας. Και τα δύο συνταγματικά κατοχυρωμένα. Το κοινωνικό κράτος οφείλει να παρεμβαίνει για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων (πράγμα που συνήθως δεν κάνει….)
Το παράδοξο είναι ότι και τώρα που το κράτος το κάνει, ένα μεγάλο μέρος του κόσμου δεν αποδέχεται το συγκεκριμένο αγαθό. Ενώ σε άλλα μέρη του κόσμου, υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που θα ήθελαν να εμβολιαστούν αλλά δεν υπάρχουν γι’ αυτούς διαθέσιμα εμβόλια. Επαναλαμβάνουμε το μοτίβο του καπιταλισμού. Στη Δύση πετάμε τρόφιμα και φάρμακα στα σκουπίδια, στον τρίτο κόσμο σκοτώνονται ψάχνοντας γι’ αυτά στα σκουπίδια.
Τί γίνεται λοιπόν τώρα που δυο συνταγματικά δικαιώματα συγκρούονται; Ποιο θα υπερισχύσει και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Θα πει κάποιος: Η ελευθερία του ατόμου προέχει. Και κάποιος άλλος: Η δημόσια υγεία προέχει. Ωστόσο πρέπει και τα δύο να συνυπάρξουν (αφού μιλάμε για κοινωνική συμβίωση) αλλά και να προστατευτούν.
Σε μια σύγκρουση μεταξύ δικαιωμάτων ποιο θα υπερισχύσει; Αν δεχόμαστε ότι είμαστε οργανωμένη κοινωνία και όχι σύνολο ιδιωτών, το “εμείς” υπερτερεί του “Εγώ”, το κοινωνικό δικαίωμα στη δημόσια υγεία υπερισχύει της ατομικής επιλογής. Η προστασία της δημόσιας υγείας από έκτακτες υγειονομικές καταστάσεις (όπως θανατηφόρες αρρώστειες) είναι ένας λόγος περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων που πολύ δύσκολα καταπίπτει στα δικαστήρια, γι’ αυτό και διεθνώς τα δικαστήρια δυσκολεύονται να κρίνουν αντισυνταγματικά τέτοια μέτρα.
Η δημόσια υγεία λοιπόν υπερισχύει της ατομικής επιλογής. Αλλά σε ποια έκταση; Σε ποιο βαθμό;
Κάθε μέτρο που λαμβάνει η πολιτεία, ειδικά όταν περιορίζει ατομικά δικαιώματα (π.χ. από το πολύ απλό “κυκλοφορούμε στη δεξιά πλευρά του δρόμου”) πρέπει να εφαρμόζεται με φειδώ και με μόνο στόχο την αποτελεσματική προστασία του συγκεκριμένου δικαιώματος που υπερισχύει, δηλαδή της δημόσιας υγείας, χωρίς να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος που “υποχωρεί”. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει ένα μέτρο, μια αναλογικότητα που θα προστατεύει με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες και τα δύο δικαιώματα. Ό,τι κάνει η πολιτεία δηλαδή το κάνει για να προστατεύσει το συλλογικό αγαθό και μόνον αυτό.
Αρμόδια βέβαια να κρίνουν την κατά περίπτωση συνταγματικότητα κάθε περιορισμού είναι τα δικαστήρια, καθώς οι πράξεις της διοίκησης, ακόμα και αν είναι αντισυνταγματικές, παράγουν τα νόμιμα αποτελέσματά τους μέχρι την ακύρωσή τους.
Από δω και πέρα, και με βάση το παραπάνω σκεπτικό, θα εκφράσω προσωπικές απόψεις για τη συνταγματικότητα ή μη κάποιων από αυτά τα μέτρα, με βάση όσες ταπεινές νομικές γνώσεις μού έχουν απομείνει. Θα τα πω όσο πιο απλά γίνεται…
1) Είναι συνταγματικός ο καθολικός υποχρεωτικός εμβολιασμός στον γενικό πληθυσμό;
Αν και είναι ευκταίο να εμβολιαστούν όλοι, ένα απολύτως οριζόντιο μέτρο πάντοτε είναι πιο “ευάλωτο” στο να παραβιάζει δικαιώματα των πολιτών, και καλύτερα να αποφεύγεται, αν και ο καθολικός υποχρεωτικός χαρακτήρας ενός μέτρου δεν είναι κατ’ ανάγκη αντισυνταγματικός (βλ. υποχρεωτικά εμβόλια στα παιδιά, υποχρεωτική εκπαίδευση, φορολογική υποχρέωση, τήρηση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, κλπ). Θεωρώ πολύ περισσότερο προβληματική συνταγματικά την οριζόντια καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας που είχε επιβληθεί τους προηγούμενους μήνες. Σ’ αυτή τη φάση, που περίπου οι μισοί πολίτες έχουν εμβολιαστεί με τη θέλησή τους και αρκετοί ακόμη έχουν νοσήσει, δεν πιστεύω ότι η θέσπιση ενός οριζόντιου υποχρεωτικού εμβολιασμού μπορεί να προσφέρει κάτι ουσιαστικό.
2) Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός σε συγκεκριμένες κατηγορίες πληθυσμού;
Κατά τη γνώμη μου μπορεί να σταθεί συνταγματικά. Άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου (ηλικιωμένοι κλπ), εργαζόμενοι σε ευαίσθητους κλάδους (ιδίως η υγεία και πρόνοια, αλλά και η εκπαίδευση ή η εστίαση, ή που έρχονται σε επαφή με μεγάλες και διαφοροποιούμενες ομάδες του κόσμου) μπορούν να ενταχθούν κατά τη γνώμη μου σε ένα τέτοιο καθεστώς, καθώς ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού είναι μεγαλύτερος και η ελευθερία της επιλογής κάμπτεται μπροστά στο συλλογικό αγαθό της δημόσιας υγείας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, εφ’ όσον δεν υπάρχει σοβαρός λόγος μη εμβολιασμού που πρέπει να διαπιστώνεται από δημόσια αρχή. Η κυβέρνηση επέλεξε περιορισμένη κλίμακα υποχρεωτικών εμβολιασμών σε σχέση με αυτή που πιστεύω ότι θα ήταν συνταγματικά ανεκτή (και καλά έκανε… το να είναι κάτι εντός των ορίων του Συντάγματος δεν σημαίνει ότι είναι και η μοναδική επιλογή – το Σύνταγμα βάζει το “ταβάνι”, η Διοίκηση καλό είναι να επιλέγει ήπια μέτρα και να μην εξαντλεί τα όρια)..
Η πρόβλεψη για εμβολιασμό ως προϋπόθεση για πρόσληψη θεωρώ ότι επίσης είναι εντός των ορίων του Συντάγματος, εφ’ όσον δικαιολογείται από τη φύση της εργασίας. Η επίκληση της απαγόρευσης ιατρικών πράξεων που έχει γίνει λιγάκι “καραμέλα”, εδώ δεν έχει κανένα νόημα. Θυμηθείτε πόσες ιατρικές εξετάσεις έχετε κάνει ως προϋπόθεση για να βγάλετε άδεια εργασίας, ή για να ταξιδέψετε σε κάποια χώρα…
3) Είναι θεμιτό να επιβάλλονται “κυρώσεις” στους μη εμβολιασμένους;
Εξαρτάται, πάντα κατά τη γνώμη μου. Ειδικότερα: Η υποχρεωτική διενέργεια τεστ στους μη εμβολιασμένους (ως μέτρο πρόληψης και όχι ως τιμωρία) πιστεύω ότι μπορεί να σταθεί συνταγματικά, όπως και η πραγματοποίησή τους με δαπάνες των ιδίων, καθώς το κράτος παρέχει στους πολίτες του μέσω του δημοσίου συστήματος υγείας τη δυνατότητα εμβολιασμού, αλλά και νοσηλείας σε περίπτωση που ασθενήσουν. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, δεν καλύπτει (αν και θα ήταν ευκταίο) στο σύνολό τους τις δαπάνες φαρμακευτικής περίθαλψης ή κλινικών εργαστηριακών εξετάσεων.
Η θέση σε καθεστώς άδειας άνευ αποδοχών επίσης μπορεί να σταθεί συνταγματικά αλλά για συγκεκριμένο, μικρό χρονικό διάστημα, και μόνον εφ’ όσον (α) η άσκηση των καθηκόντων του εργαζομένου από τη φύση της τον φέρνει σε επαφή με πολλά άτομα (β) δεν είναι δυνατή η τοποθέτηση του εργαζομένου σε άλλη θέση εργασίας, όπου δεν είναι συχνή η επαφή του με το κοινό.
Πολύ περισσότερο, η απόλυση εργαζομένου λόγω μη εμβολιασμού είναι φανερό, πιστεύω, ότι δεν προστατεύει το αγαθό της δημόσιας υγείας, θίγει το δικαίωμα της εργασίας και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Στον δημόσιο τομέα δεν προβλέπεται, στον ιδιωτικό τομέα ωστόσο ο εργαζόμενος είναι πιο απροστάτευτος (δεδομένου ότι η σύμβαση αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί – ωστόσο οφείλεται νόμιμη αποζημίωση). Θεωρώ επίσης απαραίτητη τη συνέχιση της ασφαλιστικής κάλυψης του εργαζομένου, τουλάχιστον στον κλάδο υγείας. στο διάστημα της αναστολής. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αξιοποιείται κάθε νόμιμο μέσο (π.χ. απόσπαση, ή δανεισμός εργαζομένου), πριν την αναστολή εργασίας.
4) Και οι περιορισμοί στους χώρους διασκέδασης, εστίασης κλπ.;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, εδώ το ζήτημα δεν είναι τόσο ο περιορισμός της ατομικής ελευθερίας όσο αν το συγκεκριμένο μέτρο είναι εφαρμόσιμο και ως εκ τούτου πρόσφορο να συμβάλει στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Και η ίδια η πράξη έχει δείξει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη και ακόμη δυσκολότερο να ελεγχθεί η εφαρμογή του. Θα έχουμε το φαινόμενο που έχουμε ξαναδεί. Ταμπέλες “μόνο για εμβολιασμένους” και μέσα όλοι, εμβολιασμένοι και μη, ανεξέλεγκτα. (όπως τα “Δεν δίνεται αλκοόλ σε ανηλίκους”, “Απαγορεύεται το κάπνισμα”). Απλώς, δηλαδή, θα κοροϊδευόμαστε. Η αυστηρή τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων (υποχρεωτική μάσκα, αποστάσεις, συγκεκριμένος αριθμός ατόμων κλπ.) πιστεύω ότι μπορεί να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Όπως προανέφερα, τα παραπάνω αποτελούν ταπεινές μου προσωπικές απόψεις, με τα λίγα που έμαθα στη Νομική Σχολή. Προσπάθησα να τα διατυπώσω όσο απλά γίνεται και χωρίς πολύπλοκους νομικούς συλλογισμούς και επίκληση διατάξεων. Ήθελα να δείξω ότι δεν υπάρχει “άσπρο” και “μαύρο”. Ότι καμία ελευθερία δεν είναι απόλυτη (αλλιώς θα σκοτώναμε ο ένας τον άλλο), αλλά και από την άλλη, η πολιτεία, ακόμα και για να προστατεύσει ένα ιερό δικαίωμα σαν αυτό στη δημόσια υγεία, δεν μπορεί να προσβάλλει τον πυρήνα των ατομικών ελευθεριών, και σε κάθε περίπτωση η παρέμβασή της πρέπει να στοχεύει αποκλειστικά στο να προασπίσει το συλλογικό δικαίωμα για χάρη του οποίου περιορίζει την ατομική ελευθερία.
Βιώνουμε μια έκτακτη συνθήκη – κι αυτό χρειάζεται προσοχή. Στην έκτακτη συνθήκη, το συλλογικό καλό υποχωρεί ενάντια στην ατομική επιλογή. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται επ’ αόριστον. Γιατί οι όποιοι περιορισμοί δεν μπορούν να συνεχιστούν μετά την άρση της έκτακτης συνθήκης. Η αγωνία μας σε αυτό θα πρέπει να εστιαστεί.
Πηγή: ionica.gr