Δέκα ποιήματα του Γαβριήλ Παναγιωσούλη

Ο λογοτέχνης που θα σας παρουσιάσω σήμερα, λέγεται Γαβριήλ Παναγιωσούλης και διαμένει στην Αμερική. Εργάστηκε πολλά χρόνια ως ναυτικός, μέχρι που έκανε οικογένεια  στη Γουατεμάλα και μετά από χρόνια μετανάστευσε για πάντα στη Νέα Υόρκη. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία, κυρίως  πεζογραφήματα. Δυο απ’αυτά έχουν βραβευθεί στην Ελλάδα. Τα ποιήματα που έχει γράψει, είναι εμπνευσμένα από τη ναυτική  ζωή. Σε αντίθεση με τον μάστορα του είδους, τον Νίκο Καββαδία, που προτιμούσε τον ομοιοκατάληκτο στίχο, ο ποιητής Παναγιωσούλης ενδίδει στην ελεύθερη φόρμα. Τα ποιήματά του είναι βαθιά βιωματικά, με εξωτική ατμόσφαιρα, ζωντανές εικόνες, πραγματική συγκίνηση και νοσταλγία. Εμένα προσωπικά με συνεπήραν,τα λάτρεψα. Θα ταξιδέψουμε με δέκα απ’αυτά και θα ευχαριστήσω τον θαλασσόλυκο που μου τα εμπιστεύτηκε, μετά από παρότρυνσή μου. Να είστε πάντα καλά κύριε Γαβριήλ!

ΜΟΥΣΩΝΑΣ

Λυσσομανούσε ο Ινδικός.
είχε βαλθεί να μας βουλιάξει,
μέρες πολλές παλεύαμε,
με μινεράλι φορτωμένοι.

Η πλώρη βούταγε στον Άδη
Και γκρεμιζόταν σε θαλασσινές χαράδρες
Βαρύ το σκαμπανέβασμα
Μουσώνας στον αέρα.

Και βλέπαμε τα κύματα
βουνά μπροστά μας νάναι,
μέσα μας προσευχόμαστε,
χωρίς να μολογάμε.

Ξενέρωνε η προπέλα στον αέρα,
και το τρελό τρεμούλιασμα της πρύμης
θανατικό νανούρισμα ακουγόταν,
σα ν’ είμαστε σε σιδερένιο τάφο.

Τα καύσιμα τελείωναν
και μέσα στην παραζάλη
καυγάς στη γέφυρα άναψε
ποιος φταίει για το χάλι.

Στεριά να βρούμε να σωθούμε
το χώμα να φιλήσουμε το ιερό,
σε ξέρα επάνω πέσαμε
καραβοφάναρο στον Ινδικό.

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ

Η ανάσα της φάλαινας
ακουγόταν σαν τη
βουτιά της πλώρης
σε φουσκοθαλασσιά.

Τα χελιδονόψαρα πετούσαν
στην κουβέρτα ξεψυχούσαν
Τα δελφίνια τούμπες κάναν
Απ’ την πλώρη μας περνούσαν.

Η άχνη της αρμύρας
Στα χείλη μας επάνω

Ο γαλάζιος ορίζοντας
μου χάριζε τον ήλιο.
Η αγκαλιά των λιμανιών
κοπέλες της μιας νύχτας.

Τα απόνερα της προπέλας
έγραφαν τα πλάτη και τα μήκη.
Οι πολύχρωμες παντιέρες
τις ανθρώπινες κουλτούρες.

Η σφυρίχτρα εν πλω
το καρδιοχτύπι του πούσι.
Η γαλακτώδη θάλασσα
το φόβο της φουρτούνας.

Το καμπανάκι
της σκάντζα βάρδιας,
ναυτική αδελφοσύνη.

Μέσα σε αυτά μεγάλωσα,
από παιδί έγινα άνδρας.
Όλα αυτά τ’ αντάλλαξα
για το φιλί μιας γυναίκας.

 ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙ

Απ’ το ιερό φυτό των Μάγια,
το λευκό και κίτρινο καλαμπόκι,
δειλά, δειλά ξεφύτρωσε
το μπουμπούκι της αγάπης.

Καράβι αγκυροβόλησε
μπρος στο κλειστό μπουμπούκι
ο ναυτικός το μύρισε
κι άνθισε λουλούδι.
***
ΕΝ ΠΛΩ

Το βαπόρι γλιστρά σε ασημένιους αφρούς,
συνοδευόμενο από τους βόγγους των κυμάτων.
το φεγγάρι φωτισμένο ρολόι τ’ ουρανού
ξεγυμνώνει τους πόθους της νύχτας.

Εγώ στα βάθη του ωκεανού,
εκείνη στο μικρό λιμάνι,
οι ματιές μας συναντώνται μόνο
στον ολόφωτο καθρέφτη του φεγγαριού.

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Πλέω στο ποτάμι του χρόνου,
ψάχνοντας να βρω,
την αληθινή αγάπη.
Αυτή που δεν πουλιέται.

Περνώ στην απέναντι όχθη,
βρίσκω τον αέρα π’ αναπνέω,
το φως του ήλιου,
το γαλάζιο τ’ ουρανού.
Αυτά που δεν πουλιώνται.

Στην απλοχεριά του τοπίου,
στην παρθενία της ζούγκλας,
στο φιλί της γυναίκας,
βρίσκω την αληθινή αγάπη.
Αυτή που δεν πουλιέται.

Πλέω στο ποτάμι του χρόνου,
το ρεύμα της φθοράς,
παρασύρει την αληθινή αγάπη.
Αυτή που δεν πουλιέται.
***

ΑΒΑΝΑ

Την είδα που μου έγνεψε,
μες την παλιά Αβάνα,
το βλέμμα της περίεργο
μου έκοψε τον δρόμο.
*
-Ναυτικός, είπε, ξέρω τι ζητάς
μπορώ να σου το δώσω,
την κοίταξα καλλίτερα
μου άνοιξε μια πόρτα.
*
Της άφησα την πληρωμή
επάνω στο τραπέζι,
τελειώνοντας
πήρα την πληρωμή
κι έφυγα τρεχάτος.
***

 ΑΠΟΜΑΧΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ

Κάθε δάκρυ του γέρου που πέφτει,
ένα μπλε τριαντάφυλλο ανοίγει,
κάθε του ροδοπέταλο ένας καθρέφτης,
π’ αντανακλά μια ναυτική ιστορία.
***
Σκύβει ο γέρος να μαζέψει δάκρυα
με αρώματα της νιότης ποτισμένα,
φουρτούνες, αγάπες, αναμνήσεις
σε ροδοπέταλα τυλιγμένα.
*
Μιλιά δεν βγάζει, τι να πει;
Τ’ ασήμια στους κροτάφους το γνωρίζουν,
άπιαστα όνειρα περασμένα,
σε μπλε τριαντάφυλλα μαραμένα.

***

 Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ

Τα αστέρια πέφτουνε στη Γη
σαν κέρινες φλογίτσες
είναι οι ψυχές του ουρανού
που πλέουνε στον ποταμό τον Γάγγη

Χέρια κοκκαλιάρικα μ’ αγγίζουν
λερές παλάμες απλωμένες
σπαρακτικές φωνές:
–Θεέ μου! Δώσε μας Μπαξίσι

Θεός, ελπίδα των φτωχών,
στα μάτια τους είμαι κι εγώ
ένας περαστικός Θεός,
αφού είμαι ένας ναυτικός
***
 ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ ΕΝ ΠΛΩ!

Ο Κουμιώτης ο θερμαστής,
είχε την τράπουλα στην τσέπη,
σαν τελείωνε τη βάρδια την 4-8
φώναζε για 66 αγοραστό.

Μάζευε κοντά του κι άλλους,
κάπνιζαν σαν τα φουγάρα,
πίνανε καφέ, γράφανε πόντους,
αποτρέποντας ανίας φαγωμάρα.

Εκεί όμως εις την πρύμη,
μερικά χαρτόμουτρα
πόκα στρώνανε κρυφά,
φώναζαν και βλαστημούσαν
και βιδάνιο σκορπούσαν.

Μετά από τα μεσάνυχτα,
στου καραβιού τη μέση,
ακούστηκαν τρεχάματα,
φωνές και φασαρίες.

Ξύπνησα, πετάχτηκα επάνω,
ένας Μανιάτης φάνηκε
στο χέρι καραμπίνα,
Κεφαλλονίτη κυνηγούσε,
κλέφτη τον αποκαλούσε.

Ο Καπετάνιος κατέβηκε
ένας Καρδαμυλίτης
την καραμπίνα φούχτωσε,
την πήρε στο γραφείο.

Φωνές, κακό, διαπληκτισμοί,
έμοιαζε με λειτουργία.

Ως που φωνή λάλησε: “–Ω! τι ευτυχία!
“Δόξα τω Θεώ. Έσπασε η μονοτονία.”
***

 ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Ο Ντουκουμάνης της μηχανής,
είχε γεράσει στα βαπόρια
χωρίς ποτέ να παντρευτεί.
Στου λιμανιού τις αγκαλιές
ζητούσε παρηγόρια.

Την κάθε μια που έκανε παρέα,
ρωτούσε αν ήτανε καινούργια στο κλαρί
ελπίζοντας να βρει,
Της μοναξιάς του την συμπόνια.

–Μάνα φτωχή του έλεγε αυτή
και άντρα εκμεταλλευτή

Του ζήταγε να της πληρώσει τον αέρα,
ένας αέρας, μια φυγή,
ένα δωμάτιο όλο κι όλο
μόνο αυτόν να περιμένει
όταν το καράβι θα ξαναρθεί.

Κι έλεγε ο Ντουκουμάνης δακρυσμένα.
–Μου τόπε, θα κάνουμε παρέα,
ένα δωμάτιο όλο κι όλο,
αυτό μας λείπει για να χαρώ
μια ευτυχία στην καρδιά μου,
για να την έχω όσο ζω.

Βαθιά στο πέλαγος
τα κύματα χτυπούσαν το βαπόρι
το σκάντζα βάρδια ακούστηκε
το μπότζι είχε αρχίσει.

Με το μαντήλι της φωτιάς
εις το λαιμό δεμένο
τις γραδελάδες ανέβαινε
με βήμα κουρασμένο.

Κόκκινα μάτια πρόδιδαν
καρδιά που αιμορραγούσε
για ένα δωμάτιο ζεστό
αυτό π’ αναπολούσε.
***
Βιογραφικό 

Ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης γεννήθηκε στην Πύλαρο Κεφαλονιάς το 1933. Η ζωή του όλη μια περιπέτεια, που ξεκίνησε απ’ το νησί του το 1950 μπαρκάρισε ναυτικός, μεγάλωσε στην αγκαλιά της θάλασσας, έζησε στην Γουατεμάλα 10 χρόνια όπου απέκτησε οικογένεια, μετανάστευσε και ζει με την οικογένειά του στην Νέα Υόρκη. Έχει γράψει πολλά βιβλία. Δυο από αυτά βραβεύθηκαν στην Αθήνα. Το ΑΧ ΝΑ ΞΕΡΑ το οποίο απέσπασε το Α! λογοτεχνικό βραβείο μυθιστορήματος από το κοινωφελές ίδρυμα Πνευματική Εστία Π. ΤΡΑΝΟΥΛΗ 2003. Το δεύτερο βιβλίο του Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ Η ΟΜΙΧΛΗ απέσπασε ΕΠΑΙΝΟ στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Νίκος Καββαδίας», Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας Πειραιάς 2004. Είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της επιτροπής Πρωτοβουλίας για την Ένωση Λογοτεχνών Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων… Στον ελεύθερό του καιρό γράφει Πρόζα και ολίγο τι ποίηση… όλα του τα ποιήματα είναι από την ναυτική ζωή.

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr/