Δεν είναι η πρώτη φορά, σε καμία περίπτωση. Φυσικά, όπως έχει δείξει πλειστάκις η ιστορία, δεν πρόκειται να είναι και η τελευταία. Όχι, το ζήτημα θα συνεχίσει να μας απασχολεί ενδεχομένως στον αιώνα τον άπαντα και σ’ αυτό φέρουν πρωτίστως ευθύνη οι «απέναντι», χωρίς, ωστόσο, να αποποιούμαστε κι εμείς τις δικές μας.
Για νιοστή τρίτη φορά (αν μετράμε σωστά), λοιπόν, ανέκυψε ζήτημα στον Έβρο. Όπως έγινε γνωστό από το βράδυ της Παρασκευής (22/5) στρατεύματα της Τουρκίας βρίσκονται εδώ και μερικές μέρες σε ελληνικό έδαφος στα σύνορα, στη θέση Μελισσοκομείο, η οποία βρίσκεται σε ένα σημείο το οποίο πλημμυρίζει κάθε χρόνο τους χειμερινούς μήνες. Με βάση τους χάρτες που υπάρχουν από το 1923, το συγκεκριμένο μέρος εντάσσεται στην Ελλάδα.
Μάλιστα, οι πληροφορίες αναφέρουν πως 35 άτομα της τουρκικής στρατοχωροφυλακής και των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας της Τουρκίας βρίσκονται εκεί και (φαίνεται πως) έχουν υψώσει και μια τουρκική σημαία στο χώρο.
Βέβαια, με αρκετή καθυστέρηση είναι η αλήθεια, το Υπουργείο Εξωτερικών σχολίασε (απαντώντας, έτσι, στην «επίθεση» που δέχτηκε η κυβέρνηση από τον ΣΥΡΙΖΑ) πως οι Τούρκοι ουδέποτε πάτησαν ελληνικό έδαφος, όμως η αντιπολίτευση επιμένει, δημιουργώντας έναν πολιτικό- και όχι μόνο- μύλο, τον οποίον βλέπουμε με μεγαλύτερη συχνότητα κι από τον Δον Κιχώτη.
Η γειτονική χώρα, από την πλευρά της, συνεχίζει τη γνωστή πολεμοχαρή ρητορική, καθώς δια στόματος του Υπουργού Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, τονίστηκε πως πρώτιστος στόχος είναι η διαφύλαξη και η προστασία της «Γαλάζιας Πατρίδας», παρά το γεγονός πως η Τουρκία πλήττεται βάναυσα από την πανδημία.
Κάπου εδώ γεννάται το σημαντικό ερώτημα: τι πρέπει να κάνει τη δεδομένη χρονική στιγμή η Ελλάδα;
Υπήρξαν πολλοί οι οποίοι έψεξαν τον τρόπο που χειρίστηκε την κατάσταση η κυβέρνηση, λέγοντας ότι προσπάθησε να αποσιωπήσει το γεγονός της κατάληψης ελληνικού εδάφους από ξένους στρατιώτες, καθώς τα νέα έγιναν ευρέως γνωστά από ξένα ΜΜΕ (πράγματι, το θέμα έφερε στο φως εφημερίδα της Βρετανίας).
Η πάγια τακτική της χώρας μας για ήπια προσέγγιση των πραγμάτων και το να μην ανέβουν οι τόνοι κατακρίθηκε ξανά εντόνως, ιδίως απ’ όσους πιστεύουν πως πρέπει ν’ απαντήσουμε στο ίδιο ύφος (θέση που υποστηρίζεται με ιερό φανατισμό από συγκεκριμένη μερίδα των πολιτών του τόπου μας).
Το επιχείρημα είναι πως όσο διακατεχόμαστε από αυτή την «ηττοπάθεια» ο Σουλτάνος το εκμεταλλεύεται και συνεχίζει να προκαλεί, εκλιπαρώντας, σχεδόν, για ένα θερμό επεισόδιο που θ’ αλλάξει πλήρως τα δεδομένα σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.
Ωστόσο, ποια είναι η έτερη επιλογή; Αν δεν παραμείνουμε ψύχραιμοι (όχι, βέβαια, να φτάνουμε στο επίπεδο της συγκάλυψης γεγονότων ή παραποίησης της αλήθειας- όποια κι αν είναι, εν προκειμένω, αυτή) και αντεπιτεθούμε, τότε φαίνεται πως υπάρχει μόνο ένας δρόμος: η σύρραξη, η οποία θα φοράει τον μανδύα ενός πολέμου λίγων ημερών και ουδείς γνωρίζει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα όταν θα κατακαθίσει η σκόνη.
Το πράγμα, μην ξεχνιόμαστε, ίσως και να οδηγείτο εκεί προ δύο μηνών στα επεισόδια του Έβρου (όταν ο Ερντογάν «έσπρωξε» μυριάδες πρόσφυγες και μετανάστες στα σύνορα, προσπαθώντας να εκβιάσει καταστάσεις) αν δεν σάρωνε τα πάντα στο σκοτεινό του πέρασμα ο κορωνοϊός, που έβαλε, κατ΄ ουσίαν, λουκέτο σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Είναι, επομένως, μια σφόδρα αντιπαράθεση σε διπλωματικό και, αν δεν βρεθεί λύση, σε πολεμικό επίπεδο με τους Τούρκους; Το να τάσσεται υπέρ κανείς από την ασφάλεια του πληκτρολογίου του και την ανωνυμία που προσφέρει μια άψυχη IP είναι εύκολο, όμως τι θα συμβεί αν κληθεί μια χειμαζόμενη χώρα όπως η Ελλάδα να πολεμήσει;
Γιατί τα δύο προαναφερθέντα δεδομένα είναι αυτά και δεν αλλάζουν. Υπάρχει είτε το ένα μονοπάτι είτε το άλλο.
Το ποιο θα διαλέξουμε ως έθνος απέναντι στην συνεχιζόμενη προκλητικότητα των Τούρκων (και, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δε μιλάμε μόνο για το ζήτημα στο Μελισσοκομείο που μπορεί ν’ αποδειχθεί και απλό «λάθος») αποτελεί το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου.
Το θέμα είναι ποιος θα τραβήξει την πολιτική σκανδάλη, θέλοντας να γίνει εκατομμυριούχος
Πηγή: menshouse.gr