Είναι Χριστούγεννα, παιδί μου, σήμερον και δεν έχει καιρό.

Γεμάτη από κόσμο η αγορά. Όλοι έτρεξαν εκεί, με τα καλάθια στο χέρι,
να τα γεμίσουν από κότες, πετεινούς, με φρούτα διάφορα
τυλιγμένα μέσα στα χρυσά της γιορτής φύλλα.
Είναι Χριστούγεννα. Είναι η μεγάλη εορτή που μας φέρνει ο χρόνος
στο τελευταίο του ψυχορράγημα.

Μια γυναίκα μ’ ένα παιδί στο χέρι
γυρίζει μέσα σ’ όλον τον κόσμο, στριμώχνεται, σπρώχνει, σπρώχνεται
και περνάει χαζεύοντας μπροστά σ’ όλα τα μαγαζιά.

Το παιδάκι είναι γεμάτο χαρά.

Βλέπει όλη εκείνη την εικόνα γελαστό
και πότε – πότε ρωτάει τη μαμά του για ότι του φαίνεται παράξενο.

– Κοίτα, μαμά, τι ωραίος αυτός ο πετεινός. Αχ! τον πήρανε!
Γιατί δεν τον παίρναμε εμείς μαμά;

Η μάνα έκανε πως δεν άκουσε τίποτε.

Πήγε ως το τέλος,
γύρισε, ξαναπήγε και στάθηκε μπροστά σ’ ένα Χασάπικο.

Έβγαλε ένα μισολερωμένο μαντήλι από την τσέπη της,
έλυσε τον κόμπο κι άρχισε να μετράει τα νίκελ που ήταν δεμένα μέσα.

– Δως μου εκατό δράμια κρέας, είπε δειλά, δειλά στον κρεοπώλη.

Και εκείνος ιδρωμένος και κατακόκκινος γύρισε,
της έριξε μια περιφρονητική ματιά και με τη χοντρή φωνή του της είπε:

– Δεν πουλάμε, τέτοιες ώρες κυρά μου, εκατό δράμια.

Εκείνη έριξε άλλη μια ματιά στο λυμένο κόμπο, ξαναμέτρησε τα νίκελ,
έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και βγήκε στον δρόμο.

Το παιδάκι κοίταξε με απορία τη μαμά του.

– Γιατί, μαμά, δε σου έδωσε ο χασάπης κρέας;
Η μάνα αναστέναξε βαθύτερα.

– Είναι Χριστούγεννα, παιδί μου, σήμερον και δεν έχει καιρό.

Κλέων Βρανάς – ”Χρονογραφήματα ενός Αθηναίου δημοσιογράφου”

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάσκας (1960)

Πρόσωπα