Είναι- και δικαίως- το φλέγον ζήτημα των τελευταίων πάρα πολλών ημερών. Αυτό που μονοπωλεί, εν πολλοίς, την επικαιρότητα και συζητείται εντόνως από σχετικούς, άσχετους, σχετικούς- άσχετους και (αυτή η λαίλαπα…) από άσχετους που θεωρούν πως είναι σχετικοί.
Ο λόγος, φυσικά, για το εμβόλιο (ή, για να είμαστε ακριβέστεροι μιας και έχουν βγει αρκετά, τα εμβόλια) κατά του κορωνοϊού.
Με τον covid-19 να έχει κάνει την αρμένικη βίζιτα να μοιάζει με ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων και να έχει μπαστακωθεί στο λαιμό σύσσωμου του πλανήτη, αγνοώντας τις απειλές εν είδει ευσεβούς πόθου («Ρε φύγε από δω ρε μπρο!»), και να μην προτίθεται να ξεκουμπιστεί στο εγγύς μέλλον, η ανθρωπότητα περιμένει το εμβόλιο που θα σημάνει την αρχή του τέλους της πανδημίας.
Pfizer, Moderna και Sputnik V έχουν ήδη αρχίσει να διανέμονται στη μία χώρα μετά την άλλη, με τους εμβολιασμούς, μάλιστα, να έχουν ξεκινήσει δειλά-δειλά να γίνονται.
Ωστόσο, υπάρχει παράλληλα και έντονος προβληματισμός: ένα τεράστιο ποσοστό δεν επιθυμεί να κάνει το εμβόλιο, θεωρώντας πως φτιάχτηκε πολύ γρήγορα, δεν έχει δοκιμαστεί σε βάθος χρόνου, δε γνωρίζουμε τις μακροχρόνιες παρενέργειες (παρά τις διαβεβαιώσεις των επιστημόνων πως δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος να… πειραχτεί το DNA μας) και ούτω καθεξής.
Δεν πρόκειται να αναλύσουμε τώρα αν είναι σωστή ή λάθος η «τακτική» του προβληματισμού και των δεύτερων σκέψεων- ο καθένας είναι ελεύθερος είτε να το κάνει είτε να μην το κάνει. Απλά καταγράφουμε το γεγονός: πολύς κόσμος δε θέλει να κάνει το εμβόλιο.
Και κάπου εδώ μας έρχονται στο μυαλό πιο απλές, πιο αθώες και στρατόκ@#λες εποχές, τότε που όχι απλά δεν είχες επιλογή τύπου «μήπως να μην έκανα το εμβόλιο, κύριε;», αλλά κινδύνευες με εξαετή φυλάκιση σε περίπτωση που το αρνιόσουν.
Μιλάμε, φυσικά, για την πρώτη ημέρα στον στρατό- τότε που σε είχε πιάσει εντόνως η επιθυμία να τραγουδάς, προφανώς λόγω του ομόηχου του πράγματος, Στράτο Διονυσίου και πιο συγκεκριμένα το «Η ζωή εδώ τελειώνει».
Λίγη ώρα αφότου περνούσαμε τις πύλες κι αφού αφήναμε την ζωή του πολίτη να κρέμεται «άψυχα» εκτός του συρματοπλέγματος, μας δίνανε χιτώνια και λοιπές χακί παραλλαγές που δύσκολα θα μας χάριζαν την πρώτη θέση στο My Style Rocks κι εν συνεχεία περνούσαμε σε έναν κακοκατασκευασμένο χώρο, όπου και μας περίμεναν οι γιατροί.
Εκεί, κάτι σαν 400 μαντραχαλάδες μαζί, περιμέναμε στωικά την σειρά μας και όταν αυτή ερχόταν δεν είχε «μα» και «μου». Δε ρωτούσαμε καν για το τι εμβόλια μας κάνουν ούτε υπήρχε η επιλογή του να πεις «εγώ δε θέλω να το κάνω»- όχι κύριε, σου σούταραν 2-3 μαζεμένα, με τη βελόνα να φτάνει ως το κόκκαλο και πήγαινες στην ευχή της Πανανίας.
Ευτυχώς αυτό το τελευταίο μόνο σε μεταφορικό επίπεδο: παρά τις μυριάδες εικασίες και τον αστικό μύθο περί του «αντί-κούκου», τα εμβόλια εκείνα όλο και κάτι καλό πρέπει να έκαναν, μιας και α) τρώγαμε Γκοτζίλα σε σταθερή βάση και όμως επιβιώναμε, β) κάναμε ν’ αρρωστήσουμε περίπου μια εξαετία μετά την απόλυσή μας και γ) διασφαλιζόταν αυθωρεί η ανοσία της αγέλης στις μ@λακίες που ακούγαμε εκεί μέσα σε καθημερινή βάση.
Εν ολίγοις, όπως σωστά έγραψε και ένας φίλος, η φάση ήταν κάααααπως έτσι:
Αχ, στρατός! Ωραία χρόνια.
Υπάρχει κανείς εμβολιασμένος εκεί έξω που διαφωνεί;
Πηγή: menshouse.gr