Ερημιά και κοσμικότητα: Η περίπτωση της Ερίσσου

Με αφορμή πρόσφατο περιστατικό, καταχρώμαι τον χώρο για να ανεβάσω μερικές σκέψεις για την Έρισσο που νομίζω ότι αφορούν πολλούς. Αν οι διαχειριστές θεωρούν ότι τα παρακάτω δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της ομάδας, θα τα αφαιρέσω άμεσα. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία κι ελπίζω τέτοια περιστατικά να αποτελούν αφορμές όχι για «σφαγές» αλλά για γόνιμο διάλογο.
Ερημιά και κοσμικότητα: Η περίπτωση της Ερίσσου
Πρόσφατα ήρθε στη δημοσιότητα η είδηση ότι κάποιοι ξηλώνουν συστηματικά τα δομικά στοιχεία προσεισμικών σπιτιών στην περιοχή της Ερίσσου προκειμένου να τα πουλήσουν για χρήση σε νέες οικοδομές, πρακτική που αποτελεί «κοινό μυστικό» εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Δεδομένου ότι η καταστροφή ξένης περιουσίας αποτελεί ποινικό αδίκημα, η τοπική κοινωνία έχει θορυβηθεί, ιδίως δε όσοι κατοικούν μακριά και δεν είναι σε θέση να εποπτεύουν συχνά την περιουσία τους. Αν προσπαθήσουμε όμως να ερμηνεύουμε το φαινόμενο από μια ευρύτερη οπτική, θα διαπιστώσουμε ότι έτσι κινείται πάντα ο κόσμος: πάνω στα ερείπια οικοδομούνται οι νέοι πολιτισμοί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, τίθεται σοβαρό ζήτημα στη μετάβαση αυτών των κόσμων, ζήτημα που στην ουσία δεν είναι αρχιτεκτονικό αλλά κοινωνικό.
Η Έρισσος κατά την αρχαιότητα φαίνεται να γνώρισε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής άνθησης, όπως καταμαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μάλιστα φαίνεται να αποτελούν την κορυφή ενός παγόβουνου που δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί. Ωστόσο, στους νεότερους χρόνους ήταν μια φτωχή, απομακρυσμένη περιοχή, με μεγάλες δυσκολίες στην επιβίωση λόγω λειψυδρίας και έλλειψης καλλιεργήσιμων εδαφών. Ο «παράδεισος» που βλέπουμε σήμερα από τουριστική σκοπιά, πριν από μόλις 3-4 γενιές ήταν ένας τόπος γεμάτος με αντιξοότητες όπου με δυσκολία εξασφάλιζε τον επιούσιο. Ωστόσο, η ενασχόληση πολλών με το θαλάσσιο εμπόριο έφερνε πλούτο σε μερίδα κατοίκων. Αντανάκλαση αυτών των κοινωνικών συνθηκών είναι η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, η οποία περιλαμβάνει πάρα πολλά ταπεινά αγροτόσπιτα αλλά και επιβλητικά αρχοντικά, κατασκευασμένα όλα ώστε να καλύπτουν τις τοτινές ανάγκες. Πέραν του ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, η γεωμορφολογία της περιοχής έκανε το τεράστιο δώρο στους ντόπιους να αφήσει σχεδόν άθικτα τα έργα των ανθρώπων μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953. Δώρο που όπως όλα τα δώρα, αν δεν αντιληφθούμε τη σημασία του με ουσιαστικό τρόπο, θα το πληρώσουμε πολλαπλάσια, αν όχι εμείς, τότε σίγουρα τα παιδιά μας.
Όπως όλοι γνωρίζουν, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή από την δεκαετία του ’80 και μετά, η περιοχή γνωρίζει διαρκώς αυξανόμενη τουριστική άνθηση. Ο τουρισμός, έχοντας σχεδόν αντιδιαμετρικά ζητούμενα από την αγροτική ζωή, φέρνει τα πάνω – κάτω σ’ έναν τόπο: οι κάποτε απαξιωμένες παραθαλάσσιες περιουσίες γίνονται περιζήτητες και οι αγροί χάνουν την αξία τους. Ομοίως και στο δομημένο περιβάλλον, το αισθητικά όμορφο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής δεν έπεται ότι καλύπτει τις σύγχρονες τουριστικές ανάγκες. Για παράδειγμα, τα μικρά ανοίγματα των σπιτιών που στόχο είχαν την διασφάλιση καλής θερμοκρασίας στο εσωτερικό, δεν είναι κατάλληλα όταν βασικό ζητούμενο είναι πλέον η θέα. Επιπλέον, η περιοχή γνώρισε αλλεπάλληλα σαρωτικά κύματα μετανάστευσης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να μην ρυθμίζονται εγκαίρως και κατάλληλα κληρονομικά ζητήματα και πολλές περιουσίες να μένουν τελείως αναξιοποίητες ώσπου καταρρέουν. Οι οικοδομικοί περιορισμοί που αφορούν στους οικισμούς που έχουν κηρυχτεί παραδοσιακοί, αλλά και συνολικά στην αντισεισμική προστασία, είναι ένας τρίτος παράγοντας που ρυθμίζει τις σύγχρονες αρχιτεκτονικές τάσεις στην περιοχή. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι αφενός πολλά παλιά σπίτια να αφήνονται στη μοίρα τους μετά τον θάνατο των τελευταίων τους κατοίκων και σε λίγες δεκαετίες να γίνονται μη βιώσιμα και μη αποκαταστάσιμα, αφετέρου πάρα πολλές νέες οικοδομές να ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί.
Ωστόσο, όσα αναφέρθηκαν ως εδώ δεν αντιφάσκουν με αυτό που είπαμε αρχικά για την οικοδόμηση νέων πολιτισμών πάνω στα ερείπια παλιότερων. Το πρόβλημα ξεκινά όταν η μετάβαση αυτή δεν είναι ομαλή και οι ανάγκες που εξυπηρετεί δεν εγγυώνται αειφορία. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός μόνιμου κατοίκου που κληρονόμησε ένα προσεισμικό σπίτι. Αν ο τρόπος ζωής του διαφέρει –που μοιραίως θα διαφέρει- από αυτόν των προγόνων του, είναι δεδομένο ότι θα επιφέρει αλλαγές στην περιουσία του. Μπορεί να επιχειρήσει να μεγαλώσει λίγο τα ανοίγματα, να προσαρτήσει νέα κτίρια στο υφιστάμενο, να εγκαταστήσει συστήματα ψύξης και θέρμανσης, να διαμορφώσει τους βοηθητικούς και τους εξωτερικούς χώρους σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες (π.χ. να κάνει αποθήκη το παλιό αχούρι) κτλ. Μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία, είναι μοιραίο ότι θα χρησιμοποιήσει ορισμένα από τα παλιά υλικά για νέες χρήσεις αλλά και ότι θα προσθέσει σύγχρονα υλικά. Η σχετική νομοθεσία υποτίθεται ότι υφίσταται ακριβώς για να αποτρέψει επικίνδυνες, προβληματικές, ενεργοβόρες, αντιαισθητικές και γενικά ακατάλληλες επιλογές, αλλά κατ’ ουσίαν η μετεξέλιξη της παλιότερης αρχιτεκτονικής για την κάλυψη νέων αναγκών είναι αναπόφευκτη. Όσο καλαίσθητο κι αν φαίνεται ένα παλιό κτίσμα στο σύγχρονο μάτι, δεν παύει να αποτελεί «ντουβάρι», δηλαδή δομημένο περιβάλλον που χρησιμεύει για να καλύπτει ανάγκες διαβίωσης κι όχι για να το βλέπουμε σαν καρτ-ποστάλ. Ο συνδυασμός λειτουργικότητας και καλαισθησίας, με σεβασμό στο περιβάλλον, με έγνοια για το ενεργειακό αποτύπωμα και για την κατασπατάληση πόρων, είναι η ιδανική συνέχιση οποιασδήποτε παράδοσης.
Τι γίνεται όμως όταν όλος ο τόπος μετατρέπεται σε ένα τεράστιο τουριστικό θέρετρο, ουσιαστικά δίχως μόνιμους κατοίκους; Πόσο φυσιολογικό είναι ένα χωριό σαν το Φισκάρδο να είναι αδιάβατο από την πολυκοσμία το καλοκαίρι και έρημο τον χειμώνα; Πόσο λειτουργικό είναι να ξεφυτρώνουν διαρκώς αμέτρητα θηριώδη, υπερπολυτελή νέα κτίρια που μένουν κλειστά όλο τον χειμώνα για να αποφέρουν έσοδα την θερινή σεζόν; Πόσο λογικό είναι να φυτεύονται άπειρες πισίνες σε έναν τόπο που κάθε άλλο παρά έχει λύσει το πρόβλημα της ύδρευσης και επιπλέον περιβάλλεται από παραλίες απίστευτης ομορφιάς; Και φτάνοντας στο δια ταύτα, ποιοι τελικά αποφασίζουν για το τι πρέπει να γίνει στον τόπο όταν δεν ζουν οι ίδιοι σ’ αυτόν και οι μόνες ανάγκες τις οποίες ενδιαφέρονται να καλύψουν είναι η άνεση των πελατών τους; Ποιες προτεραιότητες τίθενται και ποιους ωφελούν αυτές; Τι θα συμβεί σ’ αυτόν τον τόπο αν κάποια μέρα ο τουρισμός καταρρεύσει, σενάριο που δεν είναι διόλου επιστημονική φαντασία δεδομένης της πρόγευσης που έδωσε η πανδημία για ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Προκύπτει όμως εδώ το εύλογο ερώτημα: και τι θέλετε να κάνουμε; Να διώξουμε τον τουρισμό που μας δίνει να φάμε και να καλλιεργούμε σκόρδα στην αρτάνα; Είναι σαφές ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω και η οικονομική δραστηριότητα είναι αυτή του τελικά ορίζει τα πράγματα. Ωστόσο, μια κοινωνία που διαθέτει αντανακλαστικά και άμυνες, δεν παραδίδεται άνευ όρων σε οποιαδήποτε σειρήνα δίχως να έχει διασφαλίσει τη συνοχή και τη συνέχειά της. Η ισόρροπη ανάπτυξη είναι πάντοτε το κλειδί. Η διασφάλιση δημόσιων αγαθών (δρόμοι και μεταφορές, σχολεία, υπηρεσίες υγείας, ύδρευση, κ.ά.) είναι εκ των ων ουκ άνευ για να είναι ένας τόπος βιώσιμος. Επιπλέον όμως, η παροχή κινήτρων ώστε ο τόπος να καταστεί ελκυστικός για μόνιμη διαβίωση είναι ζωτικής σημασίας, γιατί όταν ο τόπος διαθέτει μόνιμους κατοίκους να τον υπερασπιστούν μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε πρόσκαιρη ανωμαλία. Ο ιδιότυπος νομαδισμός που υφίσταται η περιοχή όχι μόνο δεν θα λύσει προβλήματα, αλλά θα εντείνει φαινόμενα όπως αυτό που αποτέλεσε αφορμή για το άρθρο αυτό και τελικά θα οδηγήσει σε πλήρη διάλυση του κοινωνικού ιστού – αν δεν το έχει κάνει ήδη. Με το τηλεκοντρόλ της ατομικής φροντίδας περιουσιών που αποτελούν απλώς «παχιές αγελάδες», καμιά κοινωνική πρόοδος δεν μπορεί να επιτευχθεί. Ακόμα όμως και οι παχιές αγελάδες που λειτουργούν στο νου πολλών ως αρπαχτή επαρκής για τον άξονα της δικής τους ζωής, είναι εξαιρετικά επισφαλείς αν δεν συνδυάζονται με ζωντάνια, αν δεν αναπτύσσονται σε ένα πραγματικό πλέγμα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων.
Αυτήν την εποχή στην Έρισσο τα εσπεριδοειδή σπάνε κάτω απ’ το βάρος των φορτωμένων κλαδιών τους. Προτείνω να τα κλέψουμε όλα, να βρούμε τρόπους συντήρησης και να τα μοιράσουμε σε ντόπιους και τουρίστες το καλοκαίρι, αντί να ζούμε τον τραγέλαφο να αγοράζουμε λεμόνια απ’ τη Χιλή σε τιμές χρυσού. Δεν σας αρέσει η κλοπή; Εντάξει, τότε ελάτε από την Αμερική, την Αθήνα, τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ώστε να μαζέψετε τα λεμόνια σας, να βάλετε δυο σκόρδα και δυο μυρωδικά, να ‘χετε το καλοκαίρι, να ευφραίνεστε κι εσείς κι οι πελάτες σας. Γιατί μεταξύ του πλιάτσικου των επιτήδειων και του εκ του μακρόθεν αρμέγματος της περιουσίας σας, η διαχωριστική γραμμή γίνεται ολοένα και πιο ισχνή και το μόνο που τελικά θα απομείνει είναι παλιές υπέροχες φωτογραφίες από τότε που ο τουρισμός δεν είχε πέσει σαν σμήνος αδηφάγων ακρίδων να ισοπεδώσει τα πάντα.
Από το fb της Eleni Konidari