Ευρυδίκη Λειβαδά: Τα πρώτα χρόνια στην Κεφαλλονιά μετά την Ένωσή της με την Ελλάδα

Το κείμενο αφιερώνεται στον αείμνηστο καθηγητή, σεβαστό και πολυαγαπημένο oικογενειακό φίλο δρ. Σπύρο Λουκάτο που μέσα από τα κείμενά του για τον Ριζοσπαστισμό μεταλαμπάδευσε στις τωρινές κι αυριανές γενιές την ασίγαστη πίστη και προσήλωσή του στις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της λαϊκής κυριαρχίας, της αδελφότητας, της δημοκρατίας.

Πολιτική – Διοίκηση – Κοινωνία
Τον Μάϊο του 1864 η Κεφαλλονιά, επίσημα και τυπικά πλέον, σταμάτησε να είναι ομόσπονδη Πολιτεία του «Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» και μετατράπηκε σε νομό της ελληνικής επικράτειας που εν τέλει σχηματίσθηκε με το Β.Δ. της 17ης Δεκ. 1864. Αρχικά αποτελείτο από μια μόνο επαρχία με έδρα το Αργοστόλι. Στις 5 Μαρτίου 1865 το νησί διαιρέθηκε σε τρεις επαρχίες: Κραναίας, Πάλλης και Σάμης, ενώ στις 9 Ιανουαρίου 1866 προσετέθη και η Ιθάκη. Με το Νόμο ΡΜΓ΄ της 9ης Ιανουαρίου 1866 σχηματίσθηκαν οι επαρχίες και οι δήμοι που θα τις αποτελούσαν, ενώ την 8η Ιανουαρίου 1866 με ΒΔ είχαν καθορισθεί τα όρια των δήμων. Ο Δήμος Κρανίων, η «καρδιά» της Κεφαλλονιάς, κατατάχθηκε στην Α΄ θέση καθόσον είχε πληθυσμό 10.690 κατοίκους, ως έδρα ορίσθηκε το Αργοστόλι και έμβλημα είχε «εν τω μέσω μεν Κέφαλον, ήτοι νέον γυμνόν καθήμενον, γύρωθεν δε τας λέξεις «Δήμος Κρανίων».
Οι Κεφαλλονίτες υποδέχθηκαν την Ένωση με πανηγυρικές εκδηλώσεις. Η μια την Πέμπτη στις 21 και η άλλη την Κυριακή στις 24 Μαΐου 1864. Όσοι διέσπειραν φήμες περί ματαίωσης, συνελήφθηκαν με εντολή της αστυνομίας. Την Πέμπτη με χαρά είδαν οι παριστάμενοι την υποστολή της αγγλικής σημαίας και την έπαρση της ελληνικής στο μεγάλο πλάτωμα όπου έστεκε το άγαλμα του Maitland, εκεί όπου φύτευσαν το δένδρο της Ελευθερίας. Κι από τότε η πλατεία αυτή μετονομάστηκε σε «Πλατεία Ενώσεως».
Μετά από δυο μέρες που πέρασαν με υποδειγματική τάξη, συγκεκριμένα στις 23 Μαΐου έφθασε η ελληνική φρουρά την οποία υποδέχθηκαν οι ντόπιοι ενθουσιωδώς. Ήταν ολιγάριθμη και επικεφαλής της είχε τον Κεφαλλονίτη Παρασκευά Κουρκουμέλη, συμπολεμιστή του Οδ. Ανδρούτσου στο χάνι της Γραβιάς. Ο Βερύκιος διασώζει την σκηνή όπου ο αγωνιστής του Λάλα Δήμος Καγκάδης κρατώντας την ηρωική σημαία με την επιγραφή «Ελευθερία ή Θάνατος» διέσχιζε τους δρόμους του Αργοστολίου ξεσηκώνοντας τον κόσμο και σκορπώντας εθνική υπερηφάνεια. Στον Σωτήρα τελέσθηκε δοξολογία, έγιναν ομιλίες ενώπιον πλήθους κόσμου που ζητωκραύγαζε κρατώντας σημαίες, υπήρχε γενική ικανοποίηση και ευδαιμονία που προστατεύονταν από την άγνοια του μέλλοντος.
Στις 25 Μαΐου στο νησί έφθασε μοίρα χωροφυλακής υπό τον υπομοίραρχο Λογγή. Ο ανθυπομοίραρχος Μπασδέκης ανέλαβε υπό την αρμοδιότητά του την αστυνόμευση στο Ληξούρι. Κατά την εκεί τελετή υποδοχής φυτεύθηκε το δένδρο της Ελευθερίας στην ληξουριώτικη Πλατεία Ενώσεως. Οι στρατιωτικοί αυτοί, καθώς δεν υπήρξε πρόνοια, στην αρχή αντιμετώπισαν βασικά προβλήματα διαβίωσης γιατί δεν είχε συσταθεί Δημόσιο Ταμείο. Μόλις τακτοποιήθηκε το πρόβλημα αυτό, το ενδιαφέρον στράφηκε στις ισχυρές φυλακές της Κεφαλλονιάς, ιδιαίτερα σε αυτές του Αργοστολίου. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες απεστέλοντο από την Ελλάδα βαρυποινίτες κι όταν έγινε το αδιαχώρητο, συνέχισε η μεταγωγή σε άλλες φυλακές του νησιού και της Ιθάκης.
Ο βασιλιάς που είχε πάρει «προίκα» τα Ιόνια ξεκίνησε στις 24 Μαΐου με πλοίο από τον Πειραιά για να τα επισκεφθεί αφού, μια μέρα πριν στα ανάκτορα στην Αθήνα, ο τελευταίος Άγγλος Αρμοστής Henry Storks (17.2.1859-21.5.1864) του παρέδωσε την σημαία του Ιονίου Κράτους. Στις 29 Μαΐου έφθασε στην Κέρκυρα. Γοητευμένος από το νησί καθυστέρησε την αναχώρησή του κι έφθασε εν τέλει στην Κεφαλλονιά στις 29 Ιουνίου. Τον υποδέχθηκαν με κανονιοβολισμούς, έπαρση της ελληνικής σημαίας, στολισμούς σπιτιών, δρόμων και δημοσίων κτιρίων, κωδονοκρουσίες, και ζητωκραυγές. Σε πάλκο με αψίδα του προσεφέρθη «η κλείς της πόλεως επί χρυσοποικίλτου μαξηλαρίου». Έγινε δοξολογία, ομιλίες, δεξιώσεις με την παρουσία όλων των αρχών του νησιού. Το ιερό σκήνωμα του Αγίου Γερασίμου, κατόπιν εντολής μητροπολίτη και επάρχου, εκτέθηκε για τρεις ημέρες σε λαϊκό προσκύνημα στην Ι. Μονή όπου τελικά δεν παρέστη ο βασιλιάς. Στο Αργοστόλι ο Γεώργιος έμεινε στο αρχοντικό του Μαρίνου Γκιντιλίνη (στη Σιτεμπόρων), ενώ στο Ληξούρι όπου μετέβη αργότερα, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Ιωάννη Γερουλάνου.
Στις πρώτες αυτές γιορτές παρίσταντο όσοι επιθυμούσαν την Ένωση, την οποία ήθελαν οι Ριζοσπάστες, οι Μεταρρυθμιστές και οι Ενωτικοί –αργότερα βέβαια έγινε φανερός αυτός ο διαχωρισμός-, όμως ο καθένας την έβλεπε από διαφορετικό πρίσμα (1). Από τους επικεφαλής Ριζοσπάστες ο Μομφερράτος και ο Ζερβός Ιακωβάτος προτίμησαν να παρακολουθούν τις εκδηλώσεις αυτές από μακριά γιατί το πολιτικό ένστικτό τους, γνώριζε τι υπεκρύπτετο πίσω από την Ένωση. Ο πατέρας του Ριζοσπαστισμού, Γ. Λειβαδάς, συμμετείχε μαζί με άλλους Ριζοσπάστες. Αυτός υπέγραψε, με άλλους 35 βουλευτές, το ψήφισμα της ΙΓ΄ Ιονίου Βουλής. Είχε όμως υπογράψει και το ψήφισμα –μνημείο εθνικής υπερηφάνειας- τής Θ΄ Βουλής, προϊόν της Σχολής των Ριζοσπαστών που στόχευε και υπηρετούσε τον γνήσιο εθνικο-ενωτικό αγώνα και τις κοινωνικο-πολιτικές προεκτάσεις του. Άλλωστε, είχε πει χαρακτηριστικά σε όσους τον πίεζαν, καθ’ όλη τη διάρκεια τής γεμάτης κακουχίες, θυσίες και φυλακίσεις ζωής του, να παραιτηθεί από τον πεισματώδη κι αδιάκοπο αγώνα του για την Ένωση, και μάλιστα με υψηλότατα ανταλλάγματα: «Αφήστε με ήσυχο. Θα παύσω τον αγώνα μου μόνον μετά την Ένωσιν». Όταν λοιπόν η Ένωση έφθασε, δεν μπορούσε να μην συμμετείχε παρόλο που γνώριζε πως αυτή ήταν αποτέλεσμα τής αγγλικής διπλωματίας και ως εκ τούτου εξυπηρετούσε τα Βικτωριανά συμφέροντα. Ο Λειβαδάς συμμετείχε ως Βουλευτής μόνον στην Α΄ περίοδο μετά την Ένωση μαζί με τους αδελφούς Ιακωβάτου (14 Μαΐου 1865), ενώ στη Β΄ περίοδο (21 Μαρτίου 1868) με τους Ιακωβάτους συμμετείχε ο Μομφερράτος.
Οι Άγγλοι άφησαν πίσω τους έναν πρόξενο –στην Κεφαλλονιά τον C. Sebright- κι έναν δοκιμασμένο διοικητικό μηχανισμό τον οποίο κανείς υπεύθυνος από την Ελλάδα δεν πήγε να παραλάβει. Άφησαν πίσω τους υπαλλήλους της δικής τους επιλογής και φυσικά, υποτακτικούς τους. Αυτοί παρέμειναν για μεγάλο διάστημα καθώς άργησε πολύ να εγκαθιδρυθεί ελληνικού τύπου διοίκηση. Ήλθαν υπάλληλοι από τον ελλαδικό κορμό, χωρίς να έχουν την μόρφωση που είχαν οι Κεφαλλονίτες της άρχουσας τάξης με τις σπουδές τους στην Ευρώπη. Αυτοί δε οι δεύτεροι δεν κλήθηκαν πουθενά στην Ελλάδα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους –«ουδείς των Επτανησίων εις την Ελλάδα εδιωρίσθη»-, γεγονός που τους έκανε να δυσανασχετούν και μάλιστα αρκετά.
Ο πρώτος νομάρχης ήρθε στην Κεφαλλονιά στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1865 και λεγόταν Κωνσταντίνος Μηλιώτης. Η συνεργασία του με τον έπαρχο, υπόλοιπο της παλαιάς αγγλικής διοικήσεως, έφθανε σε τριβές που συνεχώς αυξάνονταν και μετατοπίζονταν και στο ντόπιο στοιχείο.
Η κοινωνία ήταν ανέκαθεν χωρισμένη. Πλούσιοι, φτωχοί, άρχοντες, δούλοι, μορφωμένοι, αμόρφωτοι. Όσο ο καιρός κυλούσε και ο ενθουσιασμός των πρώτων καιρών έτεινε να δύσει, η διάσπαση των Ριζοσπαστών γινόταν όλο και πιο έντονη. Η κοινωνία διαχωριζόταν βαθιά σε ενωτικούς και μη, σε ένθερμους εγκωμιαστές και σε δογματικούς επικριτές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επέλθη κοινωνική σύγκρουση, άλλοτε πασιφανής κι άλλοτε όχι. Δεν χύθηκε αίμα, όμως στιγματίσθηκαν ηθικά οι αντίπαλοι και «τιμωρήθηκαν» κατά κάποιον τρόπο οι «μεν από τους δε». Άσχημη εντύπωση στην τότε κοινωνία έκανε η συμπεριφορά του Κεφαλλονίτη Κουρκουμέλη ο οποίος ήταν σε διαρκείς προστριβές με ντόπιους φορείς.
Τον Νοέμβριο του 1864 όταν το βρετανικό πολεμικό «Ύδρα» επισκέφθηκε το Αργοστόλι, οι άνδρες του συνεπλάκησαν με τους άνδρες της τοπικής φρουράς με απρόβλεπτες διπλωματικές συνέπειες, οι οποίες, χάρη σε παρέμβαση ψυχραιμοτέρων, αποσοβήθηκαν.
Οι περισσότεροι Επτανήσιοι βουλευτές ήταν επιφανείς αστοί, είχαν αγωνιστεί για την Ένωση, και εφάρμοζαν –ήδη από το 1849- το σύστημα της ψηφοφορίας με σφαιρίδια που στη συνέχεια εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα, μέχρι μάλιστα το 1926. Μέχρι το τέλος του 19ου αι. οι Κεφαλλονίτες βουλευτές Αγαμέμνων Μεταξάς, Άθως Ρωμάνος και Τιμόθεος Τυπάλδος-Φορέστης χρημάτισαν υπουργοί.
Η ελευθεροτυπία, ως μια από τις μεταρρυθμίσεις του έβδομου κατά σειρά Αρμοστή J. Calborne-Seaton, αφύπνισε πολιτικά τον λαό, γεγονός που, με τη δημοσιογραφία, είχε ισχύ, ακόμη και μετά την Ένωση. Τότε βέβαια έγιναν συστηματικές προσπάθειες φίμωσης του ελεύθερου τύπου και ολοσχερούς άλωσής του, γεγονός που στην Κεφαλλονιά δεν καρποφόρησε παρόλο που κυκλοφόρησε σωρεία εφημερίδων για τον λόγο αυτό (ο «Ανεξάρτητος», «Η Σάλπιξ», η «Νέα Εποχή», η «Νέα Κεφαλληνία», «Ο Πέλεκυς», «Ο Πολίτης» κ.α.). Σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα στην Κεφαλλονιά είχε παίξει και το ριζοσπαστικό «Δημοτικό Κατάστημα Αργοστολίου» το οποίο μετά την Ένωση κατέβαλε προσπάθειες να οργανωθεί σε δημοτικό – δημοκρατικό κόμμα με επικεφαλής τον Παν. Πανά και όργανό του την εφημερίδα «Χωρικός» όπου δημοσιεύθηκε το εμπνευσμένο από τα ριζοσπαστικά ιδεώδη πολιτικό πρόγραμμα. Ως είναι εύλογο, οι υποψήφιοι Ριζοσπάστες, χαρακτηρίστηκαν αναρχικοί και απέτυχαν στις εκλογές.
Ο Πανάς κυκλοφόρησε εφημερίδες που βρίσκονταν στις επάλξεις του δημοκρατικού προοδευτικού χώρου (προ Ένωσης: «Εργάτης», «Κεραυνός», «Αλήθεια», «Διογένης». Και μετά: «Σφήκα», «Εξέγερσι», «Εργάτης», «Έγερσι»). Πύρινα άρθρα και φλογερά δημοσιεύματα αφύπνισαν τον λαό. Σιγά σιγά η εδραιωμένη μεγάλη ριζοσπαστική παρακαταθήκη μεταλλάχτηκε σε πρωτοσοσιαλισμό και αξιόλογη δράση σημείωσε ο Παναγής Πανάς -με τις εφημερίδες του, κυρίως «Έγερσι» και «Εργάτη»-, Ρόκκος Χοϊδάς (και λίγο αργότερα ο Μαρίνος Αντύπας και η εφημερίδα του «Ανάστασι», και ο Πλάτων Δρακούλης). Όλοι αυτοί υπήρξαν γνήσιοι εκπρόσωποι της εποχής τους, υπέρμαχοι της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, ιδεολόγοι και οραματιστές μιας κοινωνίας ανθρώπινης και δημοκρατικής, οι δε Πανάς και Χοϊδάς υπήρξαν οι πρόδρομοι και οι ηγετικές μορφές του σοσιαλισμού στην Κεφαλλονιά.
Το 1872, χρονιά που δημιουργήθηκε το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη, πολλοί Κεφαλλονίτες βουλευτές, ίσως και οι πλέον επιφανείς, το ακολούθησαν. Σταδιακά το πολιτικό σύστημα οδηγήθηκε στον δικομματισμό. Ως τρικουπικοί παρουσιάστηκαν οι παλαιοί Ριζοσπάστες της Κεφαλλονιάς και μαζί τους ακολούθησε και μερίδα του τοπικού τύπου. Η αντιπαλότητα των δυο πόλων εξωτερικευόταν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, είτε εθνική, είτε δημοτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συντηρητική πολιτική τόσο του πρώτου δημάρχου Αργοστολίου Π. Βινιεράτου – Κομποθέκρα, όσο και του γιου του Διονυσίου, που πόλωσαν την κοινωνία, παρόλο που και οι δύο θεωρούσαν ότι ασκούσαν φιλολαϊκή πολιτική –στον αντίποδα βρίσκονταν μέλη της «ευγενούς κι αρχοντικής τάξης». Αλλά και οι δήμαρχοι που τους ακολούθησαν συνέχιζαν να θεωρούν τους δήμους πολιτική μικρογραφία των Αθηνών και εφάρμοζαν την ίδια μικροκομματική πολιτική. Οι οπαδοί των Βινιεράτων –που αναφέρονται ως φατρία- εφάρμοσαν προεκλογικά οργανωμένη τρομοκρατία και χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο και σκοπό για να επιβληθούν. Δωροδοκίες, συμπλοκές, φατριασμοί, αιματηρές επιθέσεις και βιαιοπραγίες ήταν σε καθημερινή διάταξη κι η κοινωνία της Κεφαλλονιάς είχε διαχωριστεί για τα καλά.
Μέχρι τη δεκαετία του 1870 τα πάντα περιεστρέφονταν γύρω από το κράτος. Το κράτος ήταν αυτό που εξασφάλιζε θέσεις εργασίας και δυνατότητες κοινωνικής –και οικονομικής ως εκ τούτου- ανέλιξης. Μετά την εδραίωση όμως του τρικουπικού κόμματος, προέκυψαν νέες συνθήκες από τον εκχρηματισμό της οικονομίας. Όμως την χρονική στιγμή της Ένωσης το ελληνικό κράτος αποδείχθηκε ανέτοιμο –παρόλη την διεθνή, μακροχρόνια, διπλωματική και πολιτική προετοιμασία που είχε γίνει για την Ένωση-, όμως με αρπακτικές διαθέσεις για να καλύψει τις βαθιές κι επώδυνες ανάγκες του. Το ανέτοιμο το οποίο αποκαλεί «Αυτοσχέδιον αφομοίωσιν» καταδικάζει ο Η. Ζερβός «Την αυτοσχέδιον αφομοίωσιν, ως πράξιν ουχί απλώς απερίσκεπτον, αλλά βήμα τι αυτόχρημα παράφορον».

Οικονομία
Μεγάλο μέρος του ανδρικού ενεργού πληθυσμού δραστηριοποιείτο στο εξωτερικό. Προικισμένοι με μοναδική τόλμη και εμπορικά χαρίσματα, ανοίγονταν από αιώνες πριν, στις θάλασσες με μεγάλη επιτυχία. Έτσι, κατά τον καιρό της Ένωσης διεκδικούσαν μεγάλο μερίδιο από τα διεθνή οικονομικά (κέντρα οικονομικών δράσεών τους: Εύξεινος, Αίγυπτος, Κωνσταντινούπολη, Μασσαλία, Λονδίνο, κ.α.). Κι όσοι έμεναν στο νησί κι ανήκαν στην γαιοκτητική τάξη, η οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό της συνεργαζόταν στενά με τους «προστάτες», όντας άριστοι ιχνηλάτες κέρδους καθώς είχαν αντιληφθεί τα οφέλη των θεσμών του καπιταλισμού (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, χρεόγραφα, μετοχές) τόλμησαν να ιδρύσουν με δικά τους κεφάλαια τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες στο Αργοστόλι, ακολουθώντας κατά πόδας τους κατακτητές τους. Τα χρήματα που εισέπρατταν οι γαιοκτήμονες δεν τα επένδυαν στην εισαγωγή νέας τεχνολογίας στοχεύοντας στην ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής, αλλά προσπαθούσαν να τα πολλαπλασιάσουν με τρόπους χρηματοπιστωτικούς που απέφεραν κέρδη σε βραχύ διάστημα και όχι με άλλους, κερδοφόρους μεν, αλλά που χρειάζονταν βάθος χρόνου. Άρα, η γηγενής γαιοκτητική τάξη δεν τόλμησε την εισαγωγή βιομηχανικών μοντέλων, αλλά ούτε και το Στέμμα εισήγαγε τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας που στην Αγγλία βρισκόταν στο ζενίθ. Οι μόνες μονάδες που λειτουργούσαν κατά την Ένωση ήταν ο «Θαλασσόμυλος του Stewens» ο πρώτος θαλασσόμυλος της Κεφαλλονιάς, που ανήκε σε Άγγλο και η ονομαστή Οινοποιία-Κονιακοποιΐα του Ιρλανδού Earnest O’ Toole. Αυτή εξελίχτηκε σε βιομηχανία με χρήση ατμού, είχε ιδρυθεί το 1854 στο Αργοστόλι, και ήταν η συνέχεια της πρωτοπόρου οικονομικής μονάδας «Βινάριες» του Pignatorro.
Στην Κεφαλλονιά, η οικοτεχνία ήταν από χρόνια αναπτυγμένη και φυσικά η χαμηλή παραγωγή της δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί, όχι μόνον ως προς την ποσότητα, αλλά και ως προς την ποιότητα, τα αντίστοιχα αγγλικά βιομηχανικά προϊόντα που φρόντιζε η Προστασία να προμηθεύει αφειδώς την άρχουσα αστική τάξη. Οι εισαγωγές των προϊόντων λίγο μειώθηκαν κατά την Ένωση, ενώ οι Κεφαλλονίτες του εξωτερικού συνέχιζαν να φέρνουν τα πολύτιμα προϊόντα στους συγγενείς τους.
Από τις 10 Αυγούστου του 1840 η Κεφαλλονιά ήταν το δεύτερο ελληνικό νησί –με πρώτο την Κέρκυρα- στο οποίο λειτουργούσε τράπεζα: η βρετανικών κεφαλαίων Ιονική Τράπεζα που τον προηγούμενο χρόνο είχε ιδρυθεί στο Λονδίνο. Αμέσως ακολούθησαν οι ευκατάστατοι Κεφαλλονίτες. Το 1841 ιδρύθηκε στο Αργοστόλι η «Ασφαλιστική της Κεφαλληνίας Εταιρεία» που ήταν η πρώτη του είδους αυτού στον ελλαδικό χώρο. «Κεφαλλήνες τινές εννοήσαντες την έλλειψιν (ενν. ασφάλειας από τους κινδύνους της θάλασσας) ενόμισαν ωφέλιμον να την αναπληρώσουν, και δια τούτο επρότειναν την σύστασιν εις την πατρίδα των μιας εταιρείας σκοπόν εχούσης την κινδυνασφάλειαν. Αι προσπάθειαί των επέτυχον κατ’ ευχήν…». Οι δε ισολογισμοί δείχνουν άριστα αποτελέσματα που με τη σειρά τους καταδεικνύουν και σώφρονα διοίκηση. Κι αυτό κράτησε και λίγο μετά την Ένωση. Τότε λειτουργούσε στο Αργοστόλι η τράπεζα του Ι. Σκαλτσούνη «Ο Αρχάγγελος» -έτος ίδρυσής της το 1855- και η «Ανώνυμος Εταιρεία Ομόνοια» -έτος ίδρυσης 1857-. Αναμέσά τους τα ιδρύματα αυτά είχαν αναπτύξει αντιπαλότητες, ακόμη και πολιτικές. Ο Σκαλτσούνης εχθρευόταν την Ιονική, η οποία –ως αγγλικών συμφερόντων τράπεζα και ταυτισμένη με την Προστασία- πολεμήθηκε τα ταραγμένα προενωτικά, και μετενωτικά χρόνια. Στην Ιθάκη λειτούργησαν οι αντίστοιχες «Ασφαλιστική και Προεξοφλητική Εταιρεία ο Οδυσσεύς» -1858- και «Η Ιθάκη» -1863- καταδεικνύοντας την δύναμη της οικονομίας. Κατά την Ένωση οι καταθέσεις μόνον στην Ιονική ήταν πολύ μεγάλες κι ανέρχονταν στο ύψο των 1.064.850 διστήλων. Μετά την Ένωση «μπήκε στο παιγνίδι» και η Εθνική Τράπεζα. Το 1864 η πρώτη (ιδρύθηκε το 1841) στο ελληνικό κράτος τράπεζα, η Εθνική, όρισε ανταποκριτή της (1864-1880) στην Κεφαλλονιά τον Νικ. Πινιατώρρο. Εν τω μεταξύ, η Ιονική διατήρησε την προνομιακή της θέση και καθώς και η Εθνική είχε δικαίωμα κυκλοφορίας τραπεζογραμματίου, στην περιορισμένη αγορά της Κεφαλλονιάς κυκλοφορούσαν τα δυο τραπεζογραμμάτια των παραπάνω τραπεζών με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο Άγγλος στρατηγός Wittinghams παρέχει πληροφορίες για το διάστημα 1854-1862: «To νησί γενικά ευημερεί… το κυριώτερο εμπόριο γίνεται με τη Μαύρη Θάλασσα κι εκεί είναι πιο συμφέρον να ταξιδεύουν με ρωσική, παρά με ιονική σημαία. Οι κρατικές πρόσοδοι από την Κεφαλλονιά είναι κατά μέσον όρο 45.000 λίρες στερλίνες, από τις οποίες οι 35.000 είναι τελωνιακοί δασμοί. Εξάγει 16 έως 18 εκατ. λίτρες σταφίδες το χρόνο. Το 1862 όλα τα έσοδα ήταν πάνω από τον μέσο όρο και ξεπέρασαν τις 47.000 λίρες. Το ναυτικό της Κεφαλλονιάς παρήκμασε από το 1828 εν μέρει, όμως τα τελευταία δέκα χρόνια αναπτύχθηκε πάλι…».
Ίσχυσε η Ιόνιος φορολογία, στην οποία προσετέθη και η της Ελλάδος επιβαρύνοντας την κοινωνία της Κεφαλλονιάς με πρόσθετους φόρους, ενώ συνέχισαν να ισχύουν οι παλαιότεροι. Η Ελλάδα ήταν χρεοκοπημένη, ενώ στην Επτάνησο το δημόσιο χρέος ήταν χαμηλό. Η συμμετοχή της δεύτερης στο χρέος της πρώτης θεωρήθηκε επιβεβλημένη και για 50 σχεδόν χρόνια αντιμετωπιζόταν από την Ελλάδα στυγνά εισπρακτικά ως πηγή εσόδων και πλουτισμού. Τα φορολογικά βάρη έπεφταν στις πλάτες των αδύναμων καλλιεργητών της γης καθώς η οικονομία της Κεφαλλονιάς βασιζόταν στον πρωτογενή τομέα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την συντριβή των φτωχών μικροϊδιοκτητών γεωργών που εγκατέλειψαν τη γη, διογκώνοντας έτσι την ανεργία, την υποαπασχόληση και την μετανάστευση. Και δεν έφταναν αυτές οι πληγές: με την Ένωση η βασιλική χορηγία αυξήθηκε κατ’ έτος κατά 10.000 στερλίνες μόνον από επτανησιακές πηγές – προίκα γαρ τα Ιόνια στον Γεώργιο.

Το ζήτημα της «Αφομοίωσης»
«Η προσπάθεια ενώσεως της Επτανήσου από μέρους του ελευθέρου ελληνικού κράτους δεν απέβλεπε μόνο στην Εθνική αποκατάσταση, αλλά και στους συναλλαγματικούς πόρους που προσεπόριζε η εξαγωγή σταφίδας και κρασιού από την Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο και Ιθάκη». «Το αφομοιωτικό ζήτημα, πολιτικό από τη φύση του, έγινε και θέμα συνειδησιακό και πρόβλημα κοινωνικό. Έλαβε δηλαδή, διαστάσεις απροσδόκητες, ίσως απρόβλεπτες και καθόλου απίθανο δυσαντιμετώπιστες που έφερε κοινωνική αναταραχή στα όρια της αντίστασης». Η πιο ανώδυνη αφομοίωση ήταν στον νομισματικό τομέα και η πιο επώδυνη στον δικαστικό και φορολογικό. «Ως προς το φορολογικόν και δικαστικόν σύστημα και ως προς την Ποινικήν και Πολιτικήν Νομοθεσίαν η άωρος και απρομελέτητος επέκτασις της ισχύος των Ελληνικών νομοθετημάτων εν Επτανήσω θέλει συνταράξει την Ιόνιον κοινωνίαν, ανατρέψει πολυειδή συμφέροντα και τοιαύτην ανωμαλίαν πραγμάτων ήθελεν επιφέρει ώστε η ανάγκη αύτη θα υπαγορεύση την εντός ολίγων ημερών επάνοδον εις τα προϋπάρχοντα και καταργηθέντα» σημειώνεται σε ανώνυμο φυλλάδιο που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1863 με τίτλο: «Η Ένωσις της Επτανήσου μετά του Βασιλείου της Ελλάδος», το οποίο απεδείχθη προφητικό. Η κατάργηση πολλών δικαστηρίων άφηνε χωρίς δικαστήρια απρόσιτες περιοχές. «Καταργούνται όλα σχεδόν τα ανώτερα δικαστήρια Ληξουρίου, Ιθάκης, Παξών, Λευκάδος και Κυθήρων». Έτσι οι δίκες έγιναν πολύ ακριβές με αποτέλεσμα να γίνουν προνόμιο μόνο των εύπορων, ενώ άφηναν στην τύχη τους, τους αδύναμους, έστω κι αν είχαν δίκιο. Η αφομοίωση κατήργησε και τις Αστυνομίες. Η Εκτελεστική και η Χωροφυλακή που έμειναν, διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν με την Βασιλική Χωροφυλακή.
Σημειώνω ότι ο περίφημος Νόμος της αφομοίωσης, ο ΡΝ΄ με τα 20 άρθρα του, ψηφίσθηκε την 30η Ιανουαρίου 1866. Την εφαρμογή του στα περισσότερα στάδια ακολούθησαν διαμαρτυρίες και πολιτικές αντιδικίες, ιδιαίτερα από την πάντοτε αγωνιστικών διαθέσεων Κεφαλλονιά, διαμαρτυρίες οι οποίες «έφτασαν στα αυτιά» των Άγγλων προξένων οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία που παρουσιάστηκε στη δεσποτική διπλωματική πόρτα τους, και ομολόγησαν: «Το πολυθρύλητον αφομοιωτικόν ψήφισμα ήτο μια καίρια πληγή για την Επτάνησον, ήτις υπερτερεί τας επτά εκείνας πληγάς ας υπέστη ο Φαραώ προς απελευθέρωσιν του Ισραηλιτικού Έθνους».

Υποδομές
Η Κεφαλλονιά είχε προβάδισμα στην οδοποιία την οποία όφειλε αρχικά στον De Bosset και εν συνεχεία στον μεγάλο αναμορφωτή Charles James Napier. Το ίδιο μακρό χρονικό διάστημα το οδικό δίκτυο στην Ελλάδα ήταν στα σπάργανα, αν όχι, παντελώς ανύπαρκτο. Παρόλο που εγκαταλείφθηκε εντελώς η συντήρηση των δρόμων μετά την Ένωση, εντούτοις και μέχρι το 1889 η Κεφαλλονιά κατείχε την πρώτη θέση σε αμαξητές οδούς -μετά από τον νομό Αττικο-Βοιωτίας, όπου και η πρωτεύουσα-. Είχε 57 χιλ. εθνικές οδούς, 236 χιλ. επαρχιακές και 42 χιλ. δημοτικές.
Στο Αργοστόλι επί Αγγλοκρατίας οι δρόμοι φωτίζονταν και μάλιστα απασχολούνταν επαγγελματικά και συγκεκριμένοι για το θέμα αυτό. Το προβάδισμα αυτό το κράτησε και όταν διαδόθηκε ο ηλεκτρισμός, καθώς ήταν η δεύτερη πόλη μετά την Ερμούπολη στη Σύρο που ηλεκτροδοτήθηκε (4 Ιουνίου 1900 άναψε ο πρώτος λαμπτήρας στο Αργοστόλι).

Ανάλγητη η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στους μάρτυρες Ριζοσπάστες
Ο Η. Τσιτσέλης αναφερόμενος στην υποχρέωση που είχε το ελληνικό έθνος να ενισχύσει οικονομικά τους μάρτυρες του Ριζοσπαστισμού και της Ένωσης οι οποίοι είχαν εξαθλιωθεί οικονομικά από τους αδιάκοπους αγώνες τους, σημειώνει: «Ει και εν συντομία εκτιθέμενα, γράφομεν όμως ταύτα ίνα διασωθή εν τη μνήμη των πολιτών και εν τη ιστορία της Επτανήσου, η τόσο ψυχρά, άσπλαγχνος, αντιπατριωτική και άδικος στάσις των Ελλήνων κυβερνώντων προς τους Επτανησίους προμάχους της Ενώσεως και παράσχωμεν ούτως αφορμήν εις τον μέλλοντα ιστοριογράφον των συγχρόνων του ελληνισμού τυχών, να αφιερώσει μελανάς σελίδας κατά των υποτιμησάντων ούτως αγώνα επίσης ιερόν ως τον της ανεξαρτησίας και άνδρας δικαιουμένους ίσης προς πολλούς μάρτυρας και αγωνιστάς τιμής και προνοίας». Τελικά, το ελληνικό έθνος, με μεγάλη καθυστέρηση μερίμνησε να δωθεί ευτελής σύνταξη στον Ιωσήφ Μομφερράτο και στον Ηλία Ζερβό Ιακωβάτο. Λόγω δε θανάτου του Γερασίμου Λειβαδά (1876) δόθηκε σύνταξη στις τρεις κόρες του (το μηδαμινό με τα τότε δεδομένα συνολικό ποσό τών 150 δρχ.).

Εκκλησία της Επτανήσου
Άμεσο επακόλουθο της Ένωσης αναφορικά με την ένταξη των εκκλησιαστικών επαρχιών των Ιονίων ήταν η επαναφορά στο προσκήνιο της έριδας μεταξύ της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δημιουργήθηκαν δυο θέσεις και στα Ιόνια για τον λόγο αυτό: οι ενωτικοί και οι μη. Εναντίον της αφομοίωσης της Εκκλησίας των Ιονίων στην Εκκλησία της Ελλάδος, εκτός από τον Μητροπολίτη Ζακύνθου, ήταν και ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδων Κοντομίχαλος και ο γνωστός πολιτικός Γεωργαντάρας, ο Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος.
Τον Ιούνιο του 1866 με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη ενώθηκε η Εκκλησία των Ιονίων –υπό τον ενωτικό Έξαρχο Μητροπολίτη της Κέρκυρας- με αυτήν της Ελλάδας. Ακολούθησαν ακραίες καταστάσεις στην Κεφαλλονιά –και στη Ζάκυνθο- με πρωταγωνιστή τον Ιακωβάτο. Τελικά, ο Κοντομίχαλος υποχώρησε και στις 7 Ιουλίου 1867 δημοσίευσε την απόφασή του αυτή κάνοντας τον Ιακωβάτο να αντιδράσει βίαια. Ως επιστέγασμα των θέσεων του τελευταίου ήλθε η παραίτησή του -και του αδελφού του- από το βουλευτικό αξίωμα. Επιπλέον δε, παρέμεινε πιστός μέχρι και το θάνατό του στις απόψεις του, αφήνοντας εντολή να ενταφιαστεί χωρίς την παρουσία του κλήρου, όπερ και εγένετο. Εν τέλει, τα εκκλησιαστικά πράγματα στο νησί, σιγά-σιγά ηρέμησαν.

Πολιτισμός – Άγνοια της Επτανησιακής Ιστορίας από τους Ελλαδίτες
Ο πληθυσμιακά υπέρτερος εταίρος, η Ελλάδα αφάνισε την Επτάνησο ως αριθμητικά υποδεέστερη. Πολιτισμικά όμως ήταν ιδιαίτερα μοναδική. Δεν χρειάζεται να κάνω περαιτέρω αναφορά για τον Επτανησιακό Πολιτισμό, αυτήν την βαριά κληρονομιά που διήθησαν οι αιώνες με τα ακριβότερα φίλτρα τους. Η ιστορική ταυτότητα και ενότητα των Επτανήσων τεκμηριώνεται και από τις πνευματικές δημιουργίες που είναι ιδιαίτερες και μοναδικές κι αποτελούν συγχώνευση της γεωπολιτικής θέσης και του περιβάλλοντός τους, της Επτανησιακής ιδιοσυγκρασίας, των προαιώνιων ελληνικών παραδοσιακών καταβολών και των ευρωπαϊκών επιδράσεων –ιδεολογίες, ρεύματα αναγεννητικά, φιλοσοφικά συστήματα, πολιτισμικά μπολιάσματα-. Έτσι η Επτάνησος δεν θυσίασε την ποιότητα στην ποσότητα. Προέβαλε ισχυρές αντιστάσεις σε ποικίλα μέτωπα. Και στον πολιτισμό. Δεν απορροφήθηκε. Δεν απεδέχθη την ισοπεδωτική αλλοτρίωση. Διατήρησε τις ιερές παρακαταθήκες της, ανασυντάχθηκε και μεταλαμπάδευσε τον πολιτισμό της. Η Κεφαλλονιά, ως αδιάσπαστο κομμάτι της Ιόνιας νησιωτικής πολιτείας, διαφύλαξε την πολιτισμική ιδιοσυγκρασία της, η οποία φθάνει αναλλοίωτη σχεδόν μέχρι τις μέρες μας.
Η «σαρωτική αφομοίωση» που ακολούθησε το 1864, την Ένωση, θεωρώ πως είναι κι η αιτία που τα σχολικά βιβλία της ελληνικής ιστορίας, όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, δεν ανέφεραν και συνεχίζουν να μην αναφέρουν την πολυτάραχη ιστορία του Ριζοσπαστισμού και της Ένωσης των Ιονίων, που τελικά θυσιάσθηκε στο βωμό της πολιτικής διεθνούς «γαλήνης», των πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών.

Επιλογικά
Η Ένωση απετέλεσε «λύσι χρόνου», σημείο τομής, σαν τον σεισμό του 1953 – οι συγκαιρινοί μιλούσαν για «προ» και «μετά» Ένωσης-. Τα γεγονότα που την ακολούθησαν, ειδικά τα δυόμισυ πρώτα χρόνια, δικαίωσαν όσους στάθηκαν αντίθετοί της. Ο χρόνος όμως τελικά δικαίωσε αυτούς στους οποίους υπερτέρησε τη δεδομένη στιγμή η λογική. Τα Ιόνια, η «προίκα» του νέου βασιλιά, δεν ήταν ομότιμοι εταίροι στην Ένωση, αλλά πυρήνες πλουτισμού για την Ελλάδα που βρισκόταν συγκαλυμμένα στα χέρια των μεγάλων Δυνάμεων, και καταρρακωμένη όπως ήταν παντοιοτρόπως, αναζητούσε «οικονομική ένεση» για να ανασάνει. Οι συγκρούσεις προ Ένωσης ήταν μεγάλες. Μεγάλες ήταν και μετά την Ένωση. Η Κεφαλλονιά, το νησί που πρωτοστάτησε στο σμίξιμο με την μητέρα πατρίδα, αγωνίστηκε για να περισώσει ό,τι της απόμεινε από την ανθηρή οικονομία της και τις ελεύθερες δράσεις της καθώς το αγωνιστικό φρόνημα των Κεφαλλήνων δεν μπορούσε να χαλιναγωγηθεί κι ούτε να υποκλιθεί άλλο σε στέμματα βασιλικά, πολυέξοδα, ανελεύθερα και παράλογα τις περισσότερες φορές. Ως επιστέγασμα της άσχημης κατάστασης ήλθε και η φύση με τον άκρως καταστροφικό σεισμό της 23ης Ιανουαρίου του 1867 που προκάλεσε και μεταναστευτικό ρεύμα, τα δε αποτελέσματα του οποίου ο λόγιος Π. Βεργωτής περιέκλεισε στη φράση: «σπαραξικάρδιον θέαμα».
Ο πραγματικός δρόμος της εθνικής ανεξαρτησίας, της προόδου και της κοινωνικής χειραφέτησης αποδείχθηκε δύσβατος. Κι αυτό γιατί η Ένωση δεν ήταν του ύψους των μεγάλων και αγνών προσδοκιών των πραγματικών αγωνιστών της, αλλά του βάθους της πολιτικής σκοπιμότητας της διπλωματίας, της ευρωπαϊκά όμαιμης και αδιάσπαστης βασιλείας και των ποικίλων υπηρετών της. Όμως οι Κεφαλλονίτες, άξιοι επίγονοι των πρωτοπόρων Ριζοσπαστών, με ποδηγέτες τον Παναγή Πανά, τον Ρόκκο Χοϊδά, τον Πλάτωνα Δρακούλη, τον Μαρίνο Αντύπα, με αυταπάρνηση, πείσμα, υπομονή και μαχητική αγωνιστικότητα, κατοχύρωσαν σε κλίμα βαρύ από τον ξενικό προστατευτισμό, την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική δικαιοσύνη που ήταν και τα ζητούμενα του αγνού Κεφαλλονίτη Ριζοσπάστη.
Η επισταμένη μελέτη της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα (ή της Ελλάδας με την Επτάνησο) και το μέλλον της Επτανήσου μετά την Ένωση, δίνουν σαφή στοιχεία για την Ένωση της Ελλάδας με την Ευρώπη και για τις μελλοντικές εξελίξεις. Η Ιόνιος σαρωτική αφομοίωση τού τότε, η παρακμή, το isolazione (2), είναι η σημερινή Ελλαδική σαρωτική αφομοίωση, η παρακμή, το isolazione τού σήμερα, με τη Νέα Τάξη να πιέζει, να αρπάζει, να απαιτεί, να λειτουργεί ως αποικιοκράτης και να επιβάλλει με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο και με κάθε λογής υπηρετικό προσωπικό τον παραγκωνισμό της ιστορίας μας, της εξάλειψης των ριζών μας, και την αφομοίωση σιγά σιγά κι αυτής ακόμη της γλώσσας και της θρησκείας μας. 760 χρόνια τα Ιόνια ήταν αδιάλειπτα κάτω από δυτικούς κατακτητές. Δεν χάσαμε ούτε τη γλώσσα μας, ούτε τη θρησκεία μας, ούτε τις ιστορικές ρίζες μας. Μπορεί το αίμα μας και τα έθιμά μας να δέχθηκαν κάποιες προσμίξεις, όμως διηθήθηκαν, επικράτησε το ισχυρότερο στοιχείο, το ελληνικό που από τα βάθη των αιώνων μάς δένει, εν σώματι και πνεύματι, με σαφήνεια κραταιότατα και αναπόσπαστα με το αύριο.

Ευρυδίκη Λειβαδά

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Ανόθευτες και αταλάντευτες αξίες υπηρετούσε μόνο το κόμμα των Ριζοσπαστών, το πρώτο και μοναδικό κόμμα αρχών –με τη σύγχρονη έννοια του πολιτικού όρου. Τόσο οι Μεταρρυθμιστές, όσο και οι Ενωτικοί ήταν μορφώματα-.
(2). Η λέξη isolazione εκτός από τον νησιωτισμό εκφράζει τη μοναξιά και την απομόνωση.

https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=1707014412770188&id=100003849373356