Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ο Γεράσιμος Πιτζαμάνος γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1787. Ο πρόγονος της Κρητικής καταγωγής οικογένειας, ιερέας και ζωγράφος Κωνσταντίνος Πιτζαμάνος, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και το 1691 οικοδόμησε εκεί το ναό των Αγίων Αναργύρων. Ο απόγονος του στην Κεφαλονιά Βικέντιος Πιτζαμάνος, ιερέας και ζωγράφος επίσης, ήταν ο πατέρας του Γεράσιμου Πιτσαμάνου. Από μικρή ηλικία εκδηλώθηκε η ευφυία του και κλίση του στη ζωγραφική. Είχε βέβαια πρώτο δάσκαλό τον πατέρα του. Στη συνέχεια μαθήτευσε κοντά στον αγιογράφο και ζωγράφο Νικόλαο Καντούνη. Το 1802 κατατάχθηκε στον στρατό και το 1807 έφθασε στο βαθμό του λοχαγού του Μηχανικού της Πολιτείας των Επτανήσων. Με την κατάληψη των Ιονίων νησιών από τους Γάλλους, ο Πιτζαμάνος διορίστηκε προϊστάμενος της τοπογραφικής υπηρεσίας, με έργο του τη χαρτογράφηση των Επτανήσων αλλά και των ακτών της Ηπείρου. Την ίδια χρονιά σαν προστατευόμενος των Γάλλων, οι οποίοι ήδη έχουν επισημάνει τις εξαιρετικές του δυνατότητες, σπούδασε αρχιτεκτονική και ζωγραφική στην Γαλλική Σχολή Καλών Τεχνών στην Ρώμη. Κατά τη διάρκεια των εκεί σπουδών του η πρόοδός του προκάλεσε τον θαυμασμό. Είναι ο πρώτος Έλληνας που έκανε ανώτατες σπουδές αρχιτεκτονικής και συνέγραψε μάλιστα και θεωρητικό κείμενο για αυτήν. Η περίφημη Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη τον ανακήρυξε επίτιμο μέλος της το 1812. Όταν το 1814 ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αρχιτέκτων-μηχανικός. Στις αρχές του 1815 ταξίδεψε στο Παρίσι προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί γνώρισε τον διαπρεπή λόγιο Αδαμάντιο Κοραή. Με την αλλαγή καθεστώτος στα Επτάνησα ύστερα από τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων κλήθηκε από τους Βρετανούς να διδάξει στην Ιόνιο Ακαδημία. Το 1818 ξεκινά μια μεγάλη περιοδεία μαζί με τον γενικό Αρμοστή των Ιονίων Νήσων Σερ Φρέντερικ Άνταμ σε διάφορες τουρκοκρατούμενες περιοχές που κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη. Σε όλη τη διάρκειά της καταγράφει και σχεδιάζει μνημεία αλλά και καθημερινούς ανθρώπους. Η άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη το 1820 συνδέθηκε με την καταγραφή και σχεδίαση των μνημείων της, και με τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία. Ο ιερέας της Αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη R. Walsh μας πληροφορεί πως ο Πιτζαμάνος θέλησε να ανεβάσει μια παράσταση αρχαίου δράματος και φρόντισε για τα σκηνικά και τα κουστούμια της. Τελικά ανέβασε ένα έργο με θέμα την «Άλωση της Πόλης» και την σφαγή Ελλήνων που κατέφυγαν στην Αγία Σοφία για να γλιτώσουν εξαγριώνοντας τους Οθωμανούς που τον κατεδίωξαν. Η φήμη του έφτασε στην τσαρική αυλή της Ρωσίας και προσκλήθηκε να εργαστεί σε αυτήν ως αρχιτέκτονας από τον Ιωάννη Καποδίστρια, τότε κορυφαίο υπουργό εξωτερικών του Τσάρου. Εκεί όμως προσβλήθηκε από ανίατη ασθένεια, μάλλον φυματίωση. Έφυγε για την Ιταλία κι από εκεί για την Κέρκυρα, όπου πέθανε τον Δεκέμβριο του 1825. Ο πρόωρος θάνατός του σε ηλικία μόλις 38 ετών, λίγα χρόνια μετά την θριαμβευτική επαγγελματική και δημιουργική του σταδιοδρομία, το διασκορπισμένο σε όλη την Ευρώπη έργο του, δεν επέτρεψαν να αναδειχθεί η μεγάλη σημασία της τέχνης και της ιστορικής μαρτυρίας του, μέρος της οποίας παρέμεινε στην αφάνεια. Η σημαντικότατη έκθεση έργων του και συναφών ντοκουμέντων που διοργανώθηκε το 2019 στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Παλαιά Βουλή) στην Αθήνα με τίτλο: «Γεράσιμος Πιτζαμάνος: ο άγνωστος ζωγράφος του 19ου αιώνα», με την επιμέλεια της Αναστασίας Κούλη ήταν αποκαλυπτική της εξαιρετικής και πρωτοποριακής προσφοράς του στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης από τις αρχές του 19ου αιώνα στα πλαίσια των μεγάλων ευρωπαικών αισθητικών αναζητήσεων. Υπήρξε ιδανικός εκπρόσωπος του νεοελληνικού διαφωτισμού, εργάστηκε για την πρόοδο και την ελευθερία, στην αυγή μιας νέας επαναστατικής εποχής, γεμάτης ελπίδες αλλά και κινδύνους. Δίδαξε με την τέχνη του την ιδέα της πνευματικής ελευθερίας αλλά αγωνίστηκε έμπρακτα για την πραγματοποίηση της από τις επάλξεις της Φιλικής Εταιρείας. Για την ζωή και το έργο του έγραψαν οι Άνθιμος Μαζαράκης, Φίλιππος Ωραιόπουλος, Ανδρέας Μουστοξύδης, Αντώνης Κωτίδης κ.α.
H Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος από το 1896 έχει διασώσει σημαντικό μέρος του έργου του, το οποίο έχει δημοσιευτεί σε εικονογραφημένη έκδοση. Το λεύκωμα του αρχιτέκτονα, ζωγράφου και χαράκτη Γεράσιμου Πιτζαμάνου, είναι ένα πολυσύνθετο έργο με αρχιτεκτονικά σχέδια, απεικονίσεις ενδυμασιών και ηθογραφίες από την Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη των αρχών του 19ου αιώνα. Έγραψε στα ιταλικά πραγματεία περί αρχιτεκτονικής και καλών τεχνών, Gerasimo Pizzamano di Cefalonia, archeologo, pittore ed ingeniere, Κέρκυρα 1820. Χαρακτηριστικές είναι οι υδατογραφίες του: Άνδρες στην Ιθάκη, Παππάς και Παππαδιά στην Κεφαλονιά, Άνδρας από τη Μάνη, Αθηναίος δάσκαλος με βράκα, Αθηναία αρχόντισσα με την κορούλα της, Μαμή και παραμάνα εν Κέα, Ο πρόναος της Αγίας Σοφίας, Άνδρας από το Φανάρι, Τοπικές ενδυμασίες των Τηνίων, Ενδυμασίες των Κερκυραίων και των ευγενών της Ζακύνθου. Σχεδίασε επίσης και τα εμβλήματα των Επτανήσων. Θαυμάσιες είναι οι ελαιογραφικές προσωπογραφίες του. Η αυτοπροσωπογραφία του με λάδι σε χαρτόνι που φιλοτέχνησε στην Κέρκυρα λίγο πριν τον θάνατο του με το διαπεραστικό βλέμμα και την ρυθμική ανέλιξη των χρωματικών τόνων προοιωνίζει την επερχόμενη ρομαντική τεχνοτροπία. Σημειωτέον ότι στο πίσω μέρος της αυτοπροσωπογραφίας είχε ζωγραφίσει στην Ρωσία το πορτρέτο μιας άγνωστης γυναίκας.
Η φήμη του Γεράσιμου Πιτζαμάνου μου ήταν οικεία από την παιδική μου ηλικία, αφού ανατράφηκα στην συνοικία της Ανάληψης, πάνω από την περιοχή της Επισκοπής του Αργοστολίου στην οποία υπήρχε από τον 17ο αιώνα (1693) η πατρογονική του οικία. Το ιστορικό κτίριο είχε ήδη καταστραφεί ολοσχερώς από τους σεισμούς του 1953, μαζί με το πολύτιμο αρχείο της οικογένειας που περιείχε πολλά χαρακτικά έργα και υδατογραφίες του. Όμως έφηβος είχα την τύχη να κάνω αντίγραφα έργων του με τις τοπικές ενδυμασίες υπό την επίβλεψη της ιδρύτριας του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Αργοστολίου, σιόρας Ελένη Μ. Κοσμετάτου, η οποία με ένθερμη διάθεση μου ανέφερε πρώτη φορά για το «φαινόμενο» Πιτζαμάνος και την μυθιστορηματική, πολύ σύντομη αλλά πολυδιάστατη ζωή του ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη.