Κεφαλονιά: Ο “Μέμουλας” από τον Αγκώνα

Γεράσιμος ήτανε κατά κόσμον τ’ όνομά του μα στο χωριό τον έλεγαν “Ο Μέμουλας” – όχι, δεν ήτανε κανένας φοβερός,  αιμοβόρος τύπος. Τουναντίον. Ήταν ένας φιλήσυχος ανθρωπάκος, από εκείνους τους “παλαιούς” που πια δεν υπάρχουν. Απόλυτα φτωχός, ζούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στον Αγκώνα – μια μεγάλη σκάλα από τον κεντρικό δρόμο ανέβαινε προς τα κει. Βίωνε τη φτώχεια του με απίστευτη αξιοπρέπεια, όπως όλοι οι “παλαιοί”. Η τέχνη του ήταν να πλέκει καλάθια, πολλά από τα οποία τα χάριζε – μόνιμο εισόδημα δεν υπήρχε, πέρα από κανένα μεροκάματο, κάποια βοήθεια από συγγενείς και φίλους (που ποτέ δεν απαιτούσε) και, όταν μεγάλωσε πια, την αγροτική σύνταξη που έδινε ο ΟΓΑ στους απόρους – με τί λαχτάρα περίμεναν τον ταχυδρόμο οι παππούδες και οι γιαγιάδες να τους μοιράσει το πολύ μικρό εκείνο ποσό. Κατά τα άλλα, ο κόσμος ήταν γεμάτος με άγρια χόρτα και φρούτα, οι συχωριανοί τονε βολεύανε με κανένα αυγό ή άλλο φίλεμα, κι έτσι περνούσαν μακρόσυρτα οι μέρες, χωρίς να ζητάει πολλά, χωρις ποτέ του να κλαφτεί.

Πάντοτε κομψά ντυμένος και περιποιημένος, με τον μπερέ του, σακάκι, γελέκο και πουκάμισο, με τα καλαμπούρια του, με τα ποιήματά του, τα ανέκδοτά του, ένας πένης φιλόσοφος του χωριού, που μπορούσε να σκαρώσει ή να θυμηθεί ρίμνες, να σου αφηγηθεί ιστορίες από “εκειά τα χρόνια” – και πάντοτε έβρισκε τρόπο να σε κάνει να γελάς ακόμα και με τις μεγάλες δυσκολίες που είχαν ζήσει οι άνθρωποι εκείνοι. Όπου ήξερε πως τον αγαπούσαν πήγαινε για καφέ και κουβεντούλα – ή διάβαινε από τα σημεία συνάντησης του χωριού, τον Άγι’ Αντρέα, ή στο κοινοτικόν γραφείο, όπου συνεδρίαζαν οι μικρές βουλές του χωριού.

Στα γεράματα, βρέθηκε και γι’ αυτόν ένα κρεβάτι από εκείνα των απόρων, που είχε χορηγήσει η Υπατία Δεστούνη, στον Οίκο Ευγηρίας του Αργοστολιού. Μα οι βόλτες του συνεχίστηκαν και στη μικρή μας πόλη – τον θυμάμαι να έρχεται επίσκεψη στο μικρό δωματιάκι που νοικιάζαμε εκεί, και τη μάνα μου να τον τρατάρει αυγό τηγανητό. Αυτή ήταν η επιθυμία του, αυγό τηγανητό.

Ο Μέμουλας (εμείς απαγορευόταν να τον πούμε έτσι. “κύριε Γεράσιμε” ή -το πολύ- “μπάρμπα Γεράσιμε” θα τονε λέτε, έλεγε ο πατέρας) δεν είχε οικογένεια. Μια αδελφή είχε που έφυγε κι εκείνη μόνη. Μα τόσο στα χρόνια του στο χωριό, όσο και στα τελευταία του χρόνια, έζησε με την ίδια αξιοπρέπεια, με την ίδια καλοσύνη που προκαλούσε αβίαστα την καλοσύνη των άλλων προς το πρόσωπό του.

Κι όταν έφυγε, αθόρυβα, θαρρείς πως η μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι του, τεράστια στα παιδικά μας μάτια, σαν να μάκρυνε ακόμα περισσότερο και τον οδήγησε στον ουρανό.

Μια και ο Μέμουλας δεν είχε κανέναν, σήμερα, του Αγίου μας, που γιόρταζε, είπα να πω ένα “Θεός σχωρέστον” – αν και τίποτα κακό δεν ξέρω να είχε κάνει…

Πηγή: ionica.gr