Το πείσμα, η ξεροκεφαλιά και η έλλειψη οράματος πάντα έρχονται με κάποιο κόστος. Ιδιαίτερα όταν είσαι εταιρεία τεχνολογίας που για να διατηρήσεις την ηγετική θέση σου οφείλεις να επενδύεις στο μέλλον. Κάτι που δεν έκανε η πάλαι ποτέ κραταιά Kodak, η οποία χρεώνεται με μία από τις μεγαλύτερες επιχειρηματικές γκέλες όλων των εποχών.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 2012 η Kodak –με απλά… ελληνικά- «βάρεσε κανόνι». Ή, για να μιλήσουμε με πιο νομικούς όρους, υπέβαλε αίτηση πτώχευσης, κλείνοντας έτσι έναν κύκλο που είχε κρατήσει δεκαετίες κατά την διάρκεια των οποίων είχε «καταφέρει» το αδιανόητο. Να μεταβληθεί από απόλυτος ηγέτης της αγοράς φωτογραφικών μηχανών και συναφών προϊόντων σε έναν «παρία» που τελικά αναγκάστηκε να πουλήσει πατέντες της έναντι 525.000.000 δολαρίων και να «πωληθεί» με το… κομμάτι, προκειμένου να επιβιώσει ένα μικρό τμήμα της.
Οι εταιρείας που αγόρασαν τα δικαιώματα ευρεσιτεχνιών της Kodak ήταν -μεταξύ άλλων- οι Apple, Google, Facebook, Amazon, Microsoft, Samsung, Adobe Systems, και HTC, ονόματα κολοσσών, ανάμεσα στους οποίους θέση είχε κάποτε και εκείνη. Και θα μπορούσε να την διατηρήσει εάν οι υπεύθυνοί της είχαν την διορατικότητα να αντιμετωπίσουν διαφορετικά τις ιδέες που παρουσίασε πριν 45 χρόνια ένας δικός της υπάλληλος σχετικά με το μέλλον της φωτογραφίας.
Το μακρινό 1975, όταν η Kodak μεσουρανούσε, ο Στίβεν Σάσον παρουσίασε την εφεύρεσή του. Αν και ακόμη σε… πρωτόγονο στάδιο, έδειξε στους ανωτέρους του την πρώτη ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Ένα… εργαλείο που δεν χρειαζόταν φιλμ για να λειτουργήσει, αλλά είχε την δυνατότητα να αποτυπώνει διαφορετικά τις μικρές ή μεγάλες στιγμές που ο καθένας ήθελε να κρατήσει ζωντανές για πάντα. Στην παρουσίαση ενώπιον των στελεχών έδειξε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία την οποία είχε τραβήξει χρησιμοποιώντας φακό από μια παλιά κάμερα και έναν ηλεκτρονικό αισθητήρα που μετέτρεπε τα οπτικά ερεθίσματα σε ψηφιακά δεδομένα.
Χρειάστηκε 50 χιλιοστά του δευτερολέπτου για το ιστορικό «κλικ», άλλα 23 δευτερόλεπτα για να αποθηκευτεί σε κασέτα και ακόμη μισό λεπτά μέχρι να συνδεθεί το μηχάνημα σε μια οθόνη τηλεόρασης και να δουν οι παρευρισκόμενοι την εικόνα.
Κανένας από αυτούς δεν εντυπωσιάστηκε ούτε μοιράστηκε τον ενθουσιασμό του Σάσον. Για την ακρίβεια, οι υπεύθυνοι ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί. Θεώρησαν την διαδικασία χρονοβόρα και πολύπλοκη, ενώ κάποιος που σίγουρα δεν θα έκανε ποτέ καριέρα ως μέντιουμ, προέβλεψε ότι ουδέποτε οι καταναλωτές θα στρεφόταν σε ένα προϊόν που θα τους… ανάγκαζε να δουν τις φωτογραφίες τους σε μια οθόνη αντί να τις εμφανίζουν σε στούντιο…
Οι ειδικοί αποφάνθηκαν πως θα χρειαζόταν τουλάχιστον 15 με 20 χρόνια μέχρι η συγκεκριμένη τεχνολογία να γίνει πιο προσιτή και απλή για τον μέσο άνθρωπο. Και τουλάχιστον σε αυτήν την πρόβλεψή τους δικαιώθηκαν. Το 1989 ο επίμονος Σάσον επανήλθε. Στάθηκε ξανά μπροστά στα ίδια (πάνω-κάτω) στελέχη και παρουσίασε το αποτέλεσμα της συνεργασίας του με τον Ρόμπερτ Χιλς. Μια κανονική ψηφιακή κάμερα που -αν εξαιρέσεις τα pixels και κάποιες άγνωστες τότε λειτουργίες- έμοιαζε πάρα πολύ με αυτές που έχουν κατακλύσει την αγορά σήμερα.
Προς τεράστια έκπληξή του, εισέπραξε ξανά ένα τεράστιο «όχι». Αυτή τη φορά η αιτιολογία είχε να κάνει με την αποδέσμευση του νέου μηχανήματος από την ανάγκη για φιλμ, που τότε αποτελούσε το κύριο έσοδο της Kodak. Ωστόσο πλέον η ιδέα του Σάσον δεν ήταν μια προστατευόμενη από τους νόμους πατέντα, αλλά κοινή γνώση στην οποία οι ανταγωνιστές δεν φοβήθηκαν να επενδύσουν. Πριν καλά-καλά αντιληφθεί ο «γίγαντας» της φωτογραφίας τι είχε συμβεί, είχε μετατραπεί σε έναν «νάνο» που πάσχιζε να σταθεί στα πόδια του, καταγράφοντας μια από τις μεγαλύτερες «αυτοκτονίες» στην ιστορία του επιχειρείν.
Πηγή: menshouse.gr