ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του London School of Economics, Ηλίας Μόσιαλος, μιλώντας στον ΑΝΤ1, αναφέρθηκε στην εφαρμογή των μέτρων προστασίας από τον κορονοϊό. Σύμφωνα με τον ίδιο τα μέτρα για την πανδημία εφαρμόζονται, ενώ πρόσθεσε ότι περισσότεροι θα τα τηρήσουν όταν αυξηθούν τα κρούσματα.
«Αν συνεχιστούν τα μέτρα, γίνονται περισσότεροι έλεγχοι και τεστ, μπορούμε να κόψουμε το δεύτερο κύμα της πανδημίας», τόνισε με νόημα. Παράλληλα ξεκαθάρισε ότι η επιτυχία των μέτρων προϋποθέτει «συντονισμένες δράσεις Πολιτείας και κόσμου». «Η κατάλληλη λήψη μέτρων την σωστή στιγμή θα αναχαιτίσει τον ιό», είπε ακόμη.
Επιπλέον, διευκρίνισε πως η Βρετανία μπορεί να θεωρείται μια από τις πιο πληγείσες χώρες στην Ευρώπη και να άργησε να λάβει μέτρα, αλλά είναι σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με την Ελλάδα. «Η Ελλάδα όμως μπορεί να αντιστρέψει αυτή την εικόνα. Δεν είναι αργά», συμπλήρωσε στη συνέχεια.
«Αποσύραμε γρήγορα το lockdown»
Αναφορικά με την επιβολή του lockdown υποστήριξε ότι η χώρα μας είχε το μικρότερο σε χρονική διάρκεια lockdown, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και πως στην συνέχεια χαλαρώσαμε πολύ. «Η Ελλάδα απέσυρε νωρίς το lockdown, καθώς οι νοσούντες με κορονοϊό και οι νεκροί ήταν λίγοι», είπε σχετικά με τους λόγους της απόσυρσης και συμπλήρωσε ότι «υπάρχει μεγάλος εφησυχασμός από τα τέλη Απριλίου».
Ακόμη ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE, τόνισε ότι η γενική καραντίνα στην Ελλάδα διήρκησε μόλις έξι εβδομάδες, ενώ σε άλλες χώρες κράτησε έως και 12 εβδομάδες. Μάλιστα ξεκαθάρισε πως «δεν έπρεπε να δοθεί η εικόνα ότι ξεμπερδέψαμε με τον κορονοϊό».
Παράλληλα έκανε λόγο για αρνητική «εικόνα» από τα δημόσια πρόσωπα, τα οποία θα έπρεπε να δίνουν πρώτα το παράδειγμα για την τήρηση των μέτρων. «Τα δημόσια πρόσωπα έπρεπε να δίνουν το παράδειγμα τηρώντας τα μέτρα και τις αποστάσεις, αλλά και φορώντας μάσκες», δήλωσε χαρακτηριστικά, ενώ είπε ότι έπρεπε τα μηνύματα να συνεχιστούν.
Άνοιγμα σχολείων με μικρό αριθμό μαθητών
Από την άλλη πλευρά κληθείς να σχολιάσει το άνοιγμα των σχολείων στις 7 Σεπτεμβρίου υπογράμμισε ότι πρέπει να ανοίξουν με μικρότερο αριθμό μαθητών στις τάξεις. «Όταν ο κίνδυνος μετάδοσης του κορονοϊού είναι μεγάλος στους κλειστούς χώρους, τα αντίστοιχα μέτρα πρέπει να ισχύουν στα σχολεία, δεν μπορούν να είναι εξαίρεση», δήλωσε ο κ. Μόσιαλος.
Ακόμη συμπλήρωσε ότι «ο αριθμός των μαθητών πρέπει να είναι μικρότερος» και πρόσθεσε ότι «πρέπει να έχουμε περισσότερες αίθουσες διδασκαλίας όπως στην Δανία και την Ιταλία νοικιάζοντας ακόμη και άλλους χώρους». Ακόμη επεσήμανε πως η τηλεκπαίδευση, δεν πρέπει να αποτελεί δεύτερη επιλογή, αλλά κύρια μέθοδο διδασκαλίας, ώστε να αποφεύγονται οι μετακινήσεις.
Επίσης υποστήριξε ότι «δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι τα παιδιά έχουν μικρότερο ιικό φορτίο», άρα νοσούν πιο σπάνια σε σχέση με τους ενήλικες. Απλά δεν αναπτύσσουν βαριά νοσηλεία τα παιδιά γιατί είναι πιο ήπια η νόσος ή θα είναι ασυμπτωματικά», συμπληρώνει στη συνέχεια, με βάση τις παγκόσμιες μελέτες που έχουν γίνει».
Με τη σειρά του ο επίκουρος καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Γκίκας Μαγιορκίνης, αναφέρθηκε στην επιστροφή των μαθητών στα θρανία, τονίζοντας ότι μεταξύ των σεναρίων που εξετάζονται είναι το άνοιγμα των σχολείων στις 14 Σεπτεμβρίου ή σε δύο φάσεις.
Αναφορικά με το άνοιγμα στις 14 Σεπτεμβρίου ο κ Μαγιορκίνης μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ επεσήμανε ότι «αυτό είναι ένα σενάριο που έχει συζητηθεί εδώ και αρκετό καιρό και θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των κρουσμάτων που θα δούμε σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες (παιδιά και έφηβους μέχρι 18 ετών)».
Παράλληλα ο κ. Μαγιορκίνης άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο το άνοιγμα των σχολείων να γίνει σε δύο φάσεις. «Τα σχολεία του Δημοτικού θα μπορούσαν να ανοίξουν άμεσα και του Γυμνασίου – Λυκείου αργότερα ή και τα δύο αργότερα», είπε χαρακτηριστικά ο καθηγητής, ο οποίος έκανε λόγο για χαμηλότερη επιδημικότητα στα παιδιά του Δημοτικού.
Πηγή: ethnos.gr