Αν κάποιος κατορθώσει φέτος και ταξιδέψει σε κάποιο νησί, και δεν θέλει να περνάει όλη του τη μέρα σε μια ταβέρνα, θα καταλάβει πόσο σημαντικά είναι τα φεστιβάλ που γίνονται εκτός Αθηνών.
Οχι μόνο δεν υπάρχει απολύτως τίποτε άλλο να κάνεις (κλειστοί αρχαιολογικοί χώροι, ελάχιστα μουσεία και ακόμη πιο ελάχιστα θερινά σινεμά), αλλά οι περισσότερες φεστιβαλικές οργανώσεις εκτός πρωτεύουσας πραγματικά γίνονται με πολύ κόπο αλλά και μεράκι.
Στην Κεφαλονιά σε λίγες μέρες θα ξεκινήσει, για τρίτη χρονιά, το Διεθνές Φεστιβάλ «Κύματα» (25/8-1/9). Πρόκειται για μια ιδιωτική πρωτοβουλία, ύστερα από προτροπή του Δήμου Αργοστολίου. «Από την πρώτη στιγμή βρήκε τον φυσικό του χώρο, ακριβώς δίπλα στη θάλασσα, σε κοντινή απόσταση από το κέντρο της πόλης, στον Θαλασσόμυλο», μας λέει ο καλλιτεχνικός του διευθυντής, Μαρίνος Σκλαβουνάκης.
Ο ίδιος οργάνωσε από κοινού με τον δήμο τις εργασίες συντήρησης στα εγκαταλελειμμένα επί χρόνια κτίρια. Πλέον έχουν ολοκληρωθεί τρία κτίρια, όπου πραγματοποιούνται ποικίλες πολιτιστικές δράσεις, ενώ παραχωρούνται και σε άλλους συλλόγους. «Πραγματικά, είναι ένα συγκρότημα που “αναγεννήθηκε από τις στάχτες του” και μετατρέπεται σε έναν κοινό χώρο πολιτισμού που τόσο έχουμε ανάγκη», μας λέει ο κ. Σκλαβουνάκης.
Ο ίδιος, αν και γεννημένος στη Νέα Ζηλανδία, μεγάλωσε στην Κεφαλονιά και εκεί ζει τα τελευταία χρόνια. Είναι σκηνοθέτης («Νανά», «Ολα για όλα» κ.ά.) και βραβευμένος location manager («Μαγνητικά πεδία»). Τον ρωτάμε αν όπως με ελάχιστα οικονομικά μέσα (10.000 ευρώ!) κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια ταινία όπως τα «Μαγνητικά πεδία», το ίδιο κάνει και με τα «Κύματα», καθώς γνωρίζουμε ότι το ΥΠΠΟΑ έχει δώσει ακόμη μικρότερη επιχορήγηση φέτος:
«Εχετε δίκιο που παραλληλίζετε τα δύο αυτά πράγματα, γιατί και τα δύο απέκτησαν πολύ μεγάλο μέγεθος με πολύ λίγα μέσα. Θεωρώ ότι τα δύο πιο βασικά συστατικά που χρειάζονται είναι αγάπη και επιμονή. Ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι η Ελλάδα έχει ένα ταλέντο: να “ξενερώνει” κάθε δημιουργική δύναμη, είτε πρόκειται για μαθητή του Δημοτικού είτε για πανεπιστημιακό ερευνητή είτε για διοργανωτή πολιτιστικών εκδηλώσεων. Απαιτούνται κόπος και πολλές απαντήσεις για να συνεχίσεις: Ποιος είμαι; Πού βρίσκομαι; Πού θέλω να πάω;…», μας απαντά.
«Στο φεστιβάλ είμαστε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που σκοπός μας ήταν από την αρχή να αποκτήσουμε μια εξωστρέφεια και μια ποιότητα στις δράσεις μας, ώστε αυτές να δημιουργούν όσο μεγαλύτερο αποτύπωμα γίνεται.
Με τη λέξη “εξωστρέφεια” εννοώ την πρόθεσή μας να ανοίξουν ο ορίζοντάς μας και το φαντασιακό μας πεδίο. Γι’ αυτό δίνουμε μεγάλη σημασία στη διάδραση των δημιουργών με το κοινό: σε κάθε ταινία που προβάλλουμε, επιθυμούμε την παρουσία των δημιουργών και τη συμμετοχή του κοινού. Οι δράσεις μας με καλεσμένους από διάφορες χώρες ελπίζουμε να μας προσφέρουν μια γόνιμη συνδιαλλαγή με άλλους πολιτισμούς, κάτι που δεν καταφέρνει να κάνει ο τουρισμός, για παράδειγμα, ο οποίος προσδιορίζεται κυρίως με όρους οικονομικούς» συνεχίζει.
Φέτος το φεστιβάλ πέραν του ότι θα υποδεχθεί τον Ιταλό δημιουργό Μάρκο Αμέντα και τον Μάρκο Μορικόνε, γιο του κορυφαίου μουσικοσυνθέτη Ενιο Μορικόνε, καθώς και τον σκηνοθέτη Περικλή Χούρσογλου, τους ηθοποιούς Αλέξανδρο Λογοθέτη και Ευθαλία Παπακώστα κ.ά., θα προβάλει και 31 μικρού μήκους ταινίες από όλο τον κόσμο, ενώ αποκτά για πρώτη φορά διπλό διαγωνιστικό τμήμα: ένα μυθοπλασίας (με 20 ταινίες) και ένα ντοκιμαντέρ (με 11 ταινίες).
Είναι προφανές ότι η εξωστρέφεια πράγματι είναι στόχος του συγκεκριμένου φεστιβάλ, ειδικά σε μια εποχή όπου η έξη συνδυάζεται μόνο με μη πολιτιστικές δράσεις: «Σίγουρα υπάρχει πολιτιστικό έλλειμμα παντού στην Ελλάδα και κατά τη γνώμη μου περισσότερο ποιότητας παρά ποσότητας» σχολιάζει ο κ. Σκλαβουνάκης.
«Ο πολιτισμός φαίνεται να μετριέται από τις περιφέρειες και τους δήμους περισσότερο με όρους ποσότητας, ενώ από το κοινό με όρους αποκλειστικά ψυχαγωγίας. Αν ο πολιτισμός είναι ποσοτικό ζήτημα, τότε το αποτέλεσμα είναι να γίνονται δράσεις με καλλιτέχνες μαζικής και “εύπεπτης” κατανάλωσης και αν πάλι θεωρήσουμε τον πολιτισμό ψυχαγωγία, τότε τον έχουμε φέρει στο “επίπεδο του ανέκδοτου”.
»Ουσιαστικά σήμερα, η έννοια του πολιτισμού είναι από απλώς αποδεκτή, έως και περιζήτητη. Το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου ξεκινάει από τους εκάστοτε κρατικούς φορείς που θα πρέπει να προσφέρουν όλο εκείνο το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα, ώστε οι δημιουργικές δυνάμεις και ικανότητες του κόσμου να βρίσκουν τρόπους έκφρασης. Ενώ λοιπόν η σχέση μεταξύ κρατικών φορέων και πολιτιστικών συλλόγων φαίνεται μακροσκοπικά πολύ απλή, έως και αυτονόητα προφανής, είναι αρκετά σύνθετη.
»Για παράδειγμα, εμείς ως φεστιβάλ ανάμεσα στις άλλες επιχορηγήσεις που λαμβάνουμε, χρηματοδοτούμαστε και από το ΥΠΠΟΑ. Ενώ καταθέσαμε προϋπολογισμό από τις αρχές του χρόνου, είκοσι ημέρες (!) πριν από την έναρξη του φεστιβάλ, το υπουργείο ενέκρινε 30% μείωση της χρηματοδότησης. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να προγραμματίσει οικονομικά με αυτόν τον τρόπο; Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το φετινό φεστιβάλ είναι πλουσιότερο σε δράσεις (π.χ. διεθνές διαγωνιστικό τμήμα). Δεν έλαβε κανείς υπόψη του ότι είναι το μόνο κινηματογραφικό φεστιβάλ στο Ιόνιο, ότι κάποιοι άνθρωποι αφιερώνουν τον χρόνο τους και την ενέργειά τους μέσω του εθελοντισμού και της προσωπικής εργασίας; Αν δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτή τη δράση, θα είναι προτιμότερο να μας το πουν, ώστε να δούμε πώς θα ενεργήσουμε.
»Εν τέλει, η μόνη λύση που έχουμε ενάντια στην κρατική αυτή αδυναμία, αμέλεια ή αδιαφορία είναι η κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία είναι απαραίτητη για την επικάλυψη των κενών που αφήνουν οι κεντρικές και περιφερειακές διοικήσεις», λέει και καταλήγει: «Με ρωτάτε τι θα ήθελα για το φεστιβάλ μας. Η διαφορά μας θα ευχόμουν να είναι ποιοτική και όχι ποσοτική και θα ευχόμουν επίσης να σταθεροποιηθούν η πρόθεση για βοήθεια και η χρηματοδότηση από τους κρατικούς φορείς, ώστε να εξασφαλιστούν η συνέχεια και η εξέλιξη του φεστιβάλ. Ακούγονται απλά, αλλά είναι πολύ σημαντικά. Για όλους μας».
πηγή: efsyn.gr