Με αφορμή το περιστατικό που έλαβε χώρα στο Αργοστόλι και την «έκτακτη» συνεδρίαση του Δ.Σ: “ΝΑ ΧΑΜΕ ΝΑ ΛΕΓΑΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ”

ΝΑ ΧΑΜΕ ΝΑ ΛΕΓΑΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ.

Με αφορμή το περιστατικό  που έλαβε χώρα στο Αργοστόλι  και την «έκτακτη» συνεδρίαση του Δ.Σ. Αργοστολίου για την καταπολέμηση της νεανικής παραβατικότητας, αναδύονται στην κοινή αντικειμενική λογική διάφοροι προβληματισμοί και ερωτήματα.

Οι συζητήσεις για τη βία οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδα. Μην πάτε μακριά. Λίγους μήνες πριν,  με περίσσια αποφασιστικότητα ο υπουργός Προστασίας δήλωνε μετά τη δολοφονία του Άλκη : Ήρθε η ώρα αντί να σκοτώνονται τα παιδιά μας άδικα, να σκοτώσουμε αυτή τη Λερναία Ύδρα του χουλιγκανισμού». Λες και στις προηγούμενες δολοφονίες  δεν ήταν  ώρα. Και τα μέτρα που αναγγέλθηκαν, ήταν επανάληψη των  σχετικών νόμων που υπάρχουν από το 1997, με πλήθος τροποποιήσεων, που μαρτυρούν τη διάθεση του πολιτικού σκηνικού να τροποποιεί τις διατάξεις, ανάλογα με τις επιταγές συμφερόντων των μεγάλων Π.Α.Ε.

Στη μετανεωτερική εποχή, ένα από τα αποτελέσματα της αδυναμίας διαχείρισης της ροής των ερεθισμάτων που κατακλύζουν το άτομο είναι η αδυναμία οικοδόμησης ενός κοινού αποδεκτού πλαισίου, για το τι είναι βία και παραβατική συμπεριφορά. Και οι δολοφόνοι του Φύσσα βίαιοι ήταν και το κόμμα στο οποίο άνηκαν βίαιο ήταν και αυτό, καθώς οι βουλευτές του έλεγαν στα παιδιά τους αντί για παραμύθια, τον ύμνο του τρίτου Ράιχ για νανούρισμα.  Ωστόσο, 450.000 συμπολίτες μας δεν είχαν πρόβλημα  με αυτό. Δεν  θεωρούσαν πως υπήρχε  βία. Και αν υπήρχε, αυτή είχε νομιμοποιηθεί στο όνομα του να φύγουν οι Πακιστανοί από τη χώρα. Διάολε, κάποιος από αυτούς θα είχε παιδεία. Δεν μπορεί. Στατιστικά και μόνο.

Η αδυναμία λοιπόν  ορισμού οδηγεί αναπόδραστα και σε λανθασμένες νοητικές αναπαραστάσεις. Όταν κάποια σύγκρουση είτε λεκτική είτε σωματική ονοματίζεται αμέσως ως bulluing, χωρίς να παρατηρείται αν η συμπεριφορά επαναλαμβάνεται, τόσο ο θύτης όσο και το θύμα φλερτάρουν με την ταμπελοποίησή τους, η οποία εν δυνάμει τους οδηγεί σε αυτοεκπληρούμενες συμπεριφορές. Και οι ταμπέλες  είναι καλές, μόνο στις εκπτώσεις.

Υπό αυτό λοιπόν το αόριστο και γενικό πνεύμα εντοπισμού των ενδεχόμενων γενεσιουργών αιτιών του φαινομένου, συνεκλήθη  «έκτακτη» συνεδρίαση του Δ.Σ. Αργοστολίου.  Και πολύ καλώς συνεκλήθη. Έτσι έπρεπε. Απλά, εντύπωση προκαλεί ο χαρακτηρισμός της συνεδρίασης ως «έκτακτη», όρος που χρησιμοποιείται για να  υποδηλώσει κάτι που γίνεται εκτός προγραμματικού πλαισίου, κάτι το ξαφνικό, ενίοτε και το καταπληκτικό . Και ο νους αναρωτιέται: για ποιο λόγο η συνεδρίαση του Δ.Σ. Αργοστολίου  να χαρακτηρίζεται  ως «έκτακτη»  για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου, το οποίο έχει γίνει συνώνυμο της καθημερινότητάς μας; Όχι τώρα. Τουλάχιστον τα δέκα τελευταία χρόνια. Σε  μια ήδη χρεοκοπημένη χώρα, τόσο οικονομικά όσο και ηθικά, στην οποία οι αναφορές για το ένδοξο παρελθόν της λειτουργούν καθαρά νοσταλγικά,  έχουν βρεθεί οι φταίχτες. Χρόνια πριν, ο Σάμιουελ Μπέκετ διατυμπάνιζε με ρεαλισμό: σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε κρίση, το φταίξιμο ρίχνεται πάντα και πρωτίστως στη νέα γενιά και στο σχολείο.

Τα άτομα της νέας γενιάς, αυτή η οποία βίωσε  δύο μνημόνια, καραντίνες, ανεργία των γονέων τους, υψηλά ποσοστά κρίσεων πανικού και γενικότερα ψυχικές δυσκολίες βρίσκεται στο κέντρο της συζήτησης, από άτομα προηγούμενων γενιών, των οποίων την «παραβατική συμπεριφορά» πληρώνουμε εμείς τώρα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως παραβατική συμπεριφορά ορίζεται το σύστημα πελατειακών σχέσεων που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980, ως αποτέλεσμα του ενστίκτου της «επιβίωσης» , που παράχθηκε κατά τον εμφύλιο και κατά την επταετία της χούντας και οδήγησε στο «τότε εμείς τρώγαμε με χρυσά κουτάλια». Και να πληρώσουμε, δεν υπάρχει θέμα. Αυτό που δεν αντέχεται, είναι ότι έχεις και τη γκρίνια τους από πάνω, για το πού πάει η κοινωνία. Και ότι σου κουνάνε και το δάκτυλο. Ξεχνώντας, πως όταν κουνάς σε κάποιον το δάκτυλο σου επικριτικά, τρία δάκτυλα του χεριού σου κοιτούν εσένα.

Στη δημόσια σφαίρα οι συζητήσεις για την πρόληψη και την καταπόλεμηση του φαινομένου έχουν ως πρώτη αναφορά την αποτελεσματικότητα του σχολείου και την καλλιέργεια της παιδείας. Πρώτο λάθος: ποτέ και πουθενά δεν αναπτύχθηκαν ποσοτικοί και αντικειμενικοί δείκτες αξιολόγησης ενός φαινομένου, το οποίο έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά. Και η παιδεία έχει από αυτά. Το μπαλάκι πέφτει στον εύκολο στόχο: τον εκπαιδευτικό. Αυτός πρέπει να αλλάξει την κατάσταση. Ωστόσο, ο εκπαιδευτικός στη σύγχρονη κοινωνία παρακολούθησης, βιώνει πιο έντονα από ποτέ την εσωτερική σύγκρουση ρόλων, που απορρέει από τις αντιφατικές αφετηρίες αυτών: από τη μια ο παιδαγωγικός ρόλος, που βασίζεται στην μεγάλη αποστολή του εκπαιδευτικού έργου, σύμφωνα και με το Σύνταγμα της Ελλάδας: να γαλουχήσει δημοκρατικούς πολίτες.  Από την άλλη, ο δημοσιοϋπαλληλικός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε αυτό το σημείο έρχεται το λάθος, το δεύτερο και το πιο σημαντικό. Ο δημοσιοϋπαλληλικός ρόλος εξαρτάται πάντα από τον νομοθέτη. Ο νομοθέτης είναι πολιτικό πρόσωπο. Αποφασίζει. Με νόμους. Με εξουσία, θεσμοθετημένη και νόμιμη, ενίοτε και μόνιμη, ειδικά στην Ελλάδα. Επομένως, η εύρυθμη λειτουργία του σχολείου είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων. Το λάθος είναι πως αυτό δε λογίζεται στη δημόσια συζήτηση. Ως πρώτο, ως το πιο σημαντικό.

Από τη στιγμή  λοιπόν που το σχολείο αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας έρχεται αντιμέτωπο με τη βία. Γιατί απλά ζούμε στην εποχή της βίας. Τίποτε λιγότερο τίποτε περισσότερο. Ζούμε στην εποχή που Μητροπολίτες διαλαλούν πως η γυναίκα φταίει που βιάζεται. Και αυτοί πληρώνονται από τους Έλληνες πολίτες. Ανάμεσα σε αυτούς και οι γονείς της Τοπαλούδη. Και είναι ακόμα στη θέση τους. Ζούμε στην εποχή, που σύμφωνα με τον Πέτσα, όποιος πολίτης δεν προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες δυστυχώς πεθαίνει.

Σε αυτό το πλαίσιο συνθηκών καλούμαστε να καταπολεμήσουμε τη βία. Μην ορίζοντας την. Και τη νεανική παραβικότητα. Χωρίς να τονίζεται  πως η βία που παρατηρείται σε νέες ηλικιακές ομάδες είναι απλά μίμηση κοινωνικών προτύπων.

Τη βρήκαμε τη λύση. Είναι θέμα παιδείας. Αυτό. Και να βρούμε τους φταίχτες, για να χρησιμοποιήσουμε το αγαπημένο ρήμα  «φταις», που πάντα επιφέρει αποτίναξη ευθυνών.  Και η Γιαδικάρογλου που κοίταζε την Παπασταύρου. Φαύλος κύκλος. Ο Μύθος του Σίσυφου πιο επίκαιρος από ποτέ. Μέχρι το επόμενο Δημοτικό Συμβούλιο. Πάλι έκτακτο θα είναι. Και καλώς θα είναι.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΡΕΣ. Δάσκαλος, ΜSc στην Ειδική Αγωγή, Κοινωνιολόγος.