Μια μικρή ιστορία για το “Σέρπικο”.
1973: Ο Σίντνεϊ Λουμέτ βρίσκεται στη Νέα Υόρκη όπου μοντάρει πυρετωδώς το φιλμ, αποφασίζοντας να μη συμπεριλάβει ούτε μία νότα μουσικής στο σάουντρακ για να κρατήσει ατόφιο τον αιχμηρό ρεαλισμό που κρίνει ότι είναι απαραίτητος εδώ.
Όμως αυτή η επιλογή προκαλεί τη μεγαλύτερη έως τότε ρήξη του με τον παραγωγό του, τον Ντίνο ντε Λαουρέντις, ο οποίος τρελαίνεται!
Ο τελευταίος, Ιταλός, λάτρης της όπερας και, όπως και να το κάνουμε, «λυρικός» τύπος – όπως και κάθε ομοεθνής του -, δεν μπορεί να συλλάβει πώς είναι δυνατόν μια ταινία να μην κουβαλά μέσα της μια νότα μουσικής. Και δίνει ρητή εντολή στον Λουμέτ να προσθέσει μουσική στην ταινία. Σε αντίθετη περίπτωση, αναλαμβάνει να τη μοντάρει και να την επενδύσει με μουσική ο ίδιος, από το πρώτο έως το τελευταίο καρέ!
Η περιγραφή από τον ίδιο τον Λουμέτ έχει ως εξής:
«Το “Σέρπικο” δεν θα έπρεπε να έχει μουσική, αλλά στο τέλος προσέθεσα 15 λεπτά σε στρατηγικά σημεία για να προστατέψω την ταινία και εμένα τον ίδιο. Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή διάβασα στις εφημερίδες για την αποφυλάκιση του Μίκη Θεοδωράκη, του σπουδαίου αυτού έλληνα συνθέτη – μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Ηξερα ότι εκείνα τα χρόνια οι αριστεροί στην Ελλάδα βρίσκονταν υπό διωγμό από το ακροδεξιό καθεστώς της χούντας. Δεν είχα άλλη επιλογή: αμέσως έτρεξα στο Παρίσι να τον βρω!».
Ελα όμως που ο Θεοδωράκης ετοιμάζεται για μια αμερικανική περιοδεία, και μάλιστα πρόκειται να συναντήσει τον μάνατζέρ του στις Ηνωμένες Πολιτείες – ο χρόνος που έχει για να ετοιμάσει κάτι ενδεχομένως αξιοπρεπές είναι ελάχιστος. Στη Νέα Υόρκη εξάλλου, θα δει για πρώτη φορά ένα rough cut του «Σέρπικο» και, μόλις τελειώσει η προβολή, θα αναφωνήσει προς μεγάλη απογοήτευση του σκηνοθέτη:
«Η ταινία είναι… υπέροχη, αλλά δεν της χρειάζεται η μουσική – δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτήν!».
«Μίκη μου, σε παρακαλώ, σκέψου τη θέση μου! Ο Ντίνο θα ξετρελαθεί αν ένας συνθέτης του δικού σου βεληνεκούς βάλει την υπογραφή του στο σάουντρακ και τότε ίσως μπορέσουμε να τη “γλιτώσουμε” με ένα μίνιμουμ μουσικής περίπου δέκα λεπτών», αποκρίνεται ο Λουμέτ που θέλει να σώσει το φιλμ με κάθε κόστος.
«Αποφάσισα τότε», θα δηλώσει αργότερα, «να το παίξω έξυπνος και υπογράμμισα στον Μίκη ότι θα μπορούσε να κερδίσει ένα παχυλό χρηματικό ποσό για την όποια δουλειά του».
Ελα όμως που ο Μίκης ήταν ακόμη πιο έξυπνος από τον Λουμέτ!
Διότι, ξαφνικά, βγάζει από την τσέπη του μία κασέτα και ρωτάει τον σκηνοθέτη: «Πριν από κάποια χρόνια έγραψα αυτό το χαριτωμένο τραγουδάκι (σ.σ.: εννοεί το τραγούδι «Δρόμοι παλιοί» με τα υπέροχα λόγια του Μανώλη Αναγνωστάκη). Πιστεύεις ότι θα μπορούσα να ζητήσω – ξέρω ‘γώ… – 75.000 δολάρια για αυτό;».
Ε, τα ζήτησε και τα πήρε!
Και φυσικά, υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα για το τέλος: Ο συνθέτης δεν θα μπορούσε να είναι παρών στις ηχογραφήσεις της μουσικής, οπότε θα έπρεπε να την ενορχηστρώσει κάποιος άλλος. Ενας νέος μουσικός, ο Μπομπ Τζέιμς, επιστήθιος φίλος του Λουμέτ, θα αναλάμβανε να «στρώσει» τις παρτιτούρες, αλλά και να διευθύνει την ορχήστρα. Ετσι, ο Ντίνο ντε Λαουρέντις είχε τον ξακουστό συνθέτη του και τη μουσική που τόσο ήθελε, ο Λουμέτ τη «γλίτωσε» με μόλις 15 λεπτά υπόκρουσης, ο Μπομπ Τζέιμς έκανε το ντεμπούτο του στο Χόλιγουντ και ο Μίκης ξεκίνησε την περιοδεία του αρκετά πιο εύπορος από ό,τι φανταζόταν.
Τώρα, αν περιμένατε να διαβάσετε για κάποιο μεγαλείο, κάποιο αστραφτερό δείγμα “ηθικής” (που μόνο οι ηθικολόγοι – δηλαδή οι πιο συντηρητικοί – αναζητούν) ή έστω για ένα στιγμιότυπο μυθικής έμπνευσης σε αυτή την ιστορία, μάλλον διαβάζουμε διαφορετικά και το κείμενο, και τους ανθρώπους (μαζί με τις αντιφάσεις τους), αλλά και τη ζωή την ίδια.
(τα αποσπάσματα του Λουμέτ, από το βιβλίο του “Making Movies”)
Από το fb του Akis Kapranos