Ήταν κάποτε ένας τσιγγάνος, ο Χρυσάφης. Ο Χρυσάφης είχε έναν αρκούδο, τον Κατσεκάτο. Τον είχε πάρει όταν ήταν μικρός από έναν άλλο Χρυσάφη (Χρυσαφηδες υπάρχουν πολλοί)
Τον έλεγε Κατσεκάτο για οικονομία χρόνου. Όνομα και εντολή μαζί.
Ο Χρυσάφης είχε περάσει μια χοντρή αλυσίδα στο λαιμό του Κατσεκάτο και γύριζαν από πανηγύρι σε πανηγύρι και από γιορτή σε γιορτή. Ο Χρυσάφης χτύπαγε ένα ντέφι και ο αρκούδος χόρευε στο ρυθμό του. Πολλές φορές ο Χρυσάφης έβαζε εκτός από ένα φίμωτρο στο στόμα του Κατσεκάτο και κάτι παρωπίδες στα μάτια του για να μην κοιτάει δεξιά κι αριστερά.
Ο τσιγγάνος είχε πει στον αρκουδο από την πρωτη μέρα που τον αγόρασε ότι θα τον τάιζε , θα τον προστάτευε από τους πολλούς κινδύνους που υπήρχαν τριγύρω και το μονο που ήθελε από αυτόν ήταν να τον υπακούει πιστά.
Έτσι περνούσαν όλα τα χρόνια.
Όλον αυτόν τον καιρό ο Χρυσάφης κέρδιζε πολλά χρήματα στα πανηγύρια και με αυτά διοργάνωνε δικά του πάρτυ με φαγοπότι και ακολασίες,έκανε ακριβές αγορές και γενικά καλοπερνούσε.
Ο Κατσεκάτο όταν δεν χορευε με το ντέφι , έτρωγε το φαγητό που του έδινε ο Χρυσάφης , ξάπλωνε σε ένα κρεβάτι που του είχε σε μια παράγκα και όταν ξυπνούσε κάθε πρωί , σχεδόν πάντα αδύναμος , φιλούσε τα χέρια του αφεντικού του για την τύχη που ήταν κοντά του.
Δυο φορές το χρόνο ο Χρυσάφης πήγαινε τον αρκουδο σε έναν τύπο με κάτι περίεργα γυαλιά και μια άσπρη ποδιά, που τον φώναζε Μπαμπούλα.
Ο Μπαμπούλας εξέταζε τον Κατσεκάτο από την κορφή μέχρι τα νύχια , μίλαγε για λίγο με τον Χρυσάφη, του έδινε μετά κάτι σε μια σακούλα και έφευγαν.
Ένα βράδυ ο Μπαμπούλας πήγε στο σπίτι του Χρυσάφη και καθως ο αρκούδος δεν είχε ύπνο , κρυφάκουσε αυτά που έλεγαν. Άκουσε λοιπόν τον Μπαμπούλα να καθησυχάζει τον Χρυσάφη λέγοντας του να μην φοβάται όσο μεγάλος και να γίνει ο Κατσεκάτο γιατί αν του έδινε κάθε μέρα με το φαγητό τα γνωστά χάπια θα ήταν πάντα σαν γατάκι.
Μόλις τα άκουσε ο Κατσεκάτο ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του.
Η ασφάλεια που ένιωθε μέχρι εκείνη τη στιγμή έγινε ανησυχία και ο φόβος του τόσα χρόνια έγινε αγανάκτηση. Έτσι αποφάσισε από την επόμενη μέρα να πετάει κρυφά το φαγητό που του έδινε ο Χρυσάφης για να δει το αποτέλεσμα.
Πράγματι , ενώ κάθε μέρα έμενε νηστικός , κάθε πρωί ξυπνούσε όλο και πιο δυνατός. Λες και η πείνα του τον δυνάμωνε. ´
Μετά από λίγες μέρες ένιωσε τόσο πολύ δυνατός που έσπασε τη χοντρή αλυσίδα που χρόνια κουβαλούσε στο λαιμό του.
Ένιωθε δε τόση οργή και μίσος για τον Χρυσάφη που με την ίδια αλυσίδα τον έδεσε σε ένα δέντρο και τον έσφιγγε τοσο δυνατά μέχρι εκεί που τελείωσε η ανάσα του.
Ελεύθερος από τα δεσμά του ο Κατσεκάτο έφυγε προς το δάσος που μέχρι τότε έβλεπε μονο από μακριά.
Από κοντά τελικά ήταν πραγματικά υπέροχο.
Καθαρός αέρας, φως, ελευθερία.
Α! εκεί έφαγε πρώτη φορά και μέλι.
Αυτή ήταν η ιστορία του Κατσεκάτο.
Οι παραλληλισμοί,οι συνειρμοί και τα συμπεράσματα δικά σας.
Όσο για τον Μπαμπούλα είχε κι άλλους Χρυσαφηδες που εξυπηρετούσε γιατί όπως είπαμε Χρυσαφηδες υπάρχουν πολλοί…
Φώτης Αυγουστατος
Μαιευτηρας Γυναικολογος.