Ο Λουδοβίκος και οι άλλοι στη Φαρμα.
Σε ένα χωριό στην εσχατιά μιας εύφορης κοιλάδας υπήρχε μια Φαρμα με ζώα. Όλοι την έλεγαν σκέτο Φάρμα γιατί πίστευαν ότι αφεντικο ήταν ενας Φαρμακεμπορος. Κάποιοι έλεγαν ότι το Φάρμα ήταν παράφραση του Φίρμα που ήταν το αρχικό της όνομα,πάρα πολλά χρόνια πίσω.
Στη Φάρμα λοιπόν ζούσαν αρκετά ζώα.
Αυτός όμως που ξεχώριζε κι ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντος ήταν ο κόκορας , ο Λουδοβικος.
Ήταν πολύ περήφανος για την κορμοστασιά του και για το όνομα του.´
Πιο πολύ καυχιόταν όμως για το λάλημα του.
Να σκεφτείτε πίστευε ότι λαλούσε τόσο ωραία που ο ήλιος κάθε μέρα ανέτειλε μονο και μονο για να τον ακούσει.
Στο κοτέτσι τον περιτριγύριζαν καμία δεκαριά όρνιθες που τις φώναζε κουτουλα 1, κουτούλα 2, κουτούλα 3, κοκ ,και όλες μαζί τις έλεγε κουτορνίθες.
Οι κουτορνιθες όλη μέρα τον λιβάνιζαν και τον καμάρωναν για το πόσο όμορφος είναι και πόσο ωραία λαλεί.
Δίπλα στο κοτέτσι κατοικούσε στο δικό του χώρο ένα γουρουνι , ο Λασπιόλας.
Τον φώναζαν έτσι γιατί η ζωή του όλη ήταν λάσπη και μονο λάσπη.
Αρκετές φορές εκεί που κυλιόταν στη λάσπη του, έπεφτε και λίγη πάνω στο Λουδοβίκο και γινόταν χαμός.
Λίγο παραδίπλα ήταν ο γάιδαρος , ο Γκαρής. Καθόταν ήσυχος , υπομονετικός και καπου καπου γκάριζε , πιο πολύ για να την σπάει στο Λουδοβίκο.
Σε ένα μικρό μαντρί , χωρίς πολύ επικοινωνία με τα άλλα ζώα έμενε το πρόβατο , ο Σανμον.
Το όνομα του ήταν χαϊδευτικό από το Σανό -Μόνο , γιατί με λίγο σανό και συνέχεια δεν ενοχλούσε κανέναν
Το μεγαλύτερο ζώο της φάρμας ήταν η αγελάδα. Το κανονικό της όνομα ήταν Ελάντα αλλά όλοι την φώναζαν Λόλα.
Η δουλειά της Λολας ήταν να τρώει και να κάνει γάλα.
Το πιο όμορφο πλάσμα εκεί μέσα όμως , μετά τον Λουδοβίκο εννοείται, ήταν ο Δεμασώ.
Ο Δεμασώ ήταν ένα μαύρο άλογο με ριζες από τη Γαλλία που περπατούσε αγέρωχο στη φαρμα και δεν έδινε σημασία σε κανέναν.
Κουμάντο στη Φάρμα έκανε ένας ψηλός , λιγομίλητος , βαρύς τύπος που πήγαινε κάθε πρωί και κάθε βράδυ εκεί , έριχνε σανό , λίγο καλαμπόκι, κάτι αποφάγια στο Λασπιολα και μάζευε τα αυγά από τις κουτορνιθες και το γάλα από τη Λολα και το Σανμον.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες και τα χρόνια στη Φάρμα.
Ο Λουδοβικος λαλούσε πρωί πρωί , ο ήλιος ανέτειλε μάλλον για να τον θαυμάσει και όλοι οι υπόλοιποι στη γνωστή τους καθημερινότητα.
Μια μέρα ξαφνικά κι ενώ όλα κυλούσαν ανιαρώς σταθερα εμφανίστηκε ο ψηλός σκυνθρωπος επιστάτης με δυο μεγάλα κοφίνια στα χέρια.
Μπαίνει μέσα στο κοτέτσι και με μια επιδέξια κίνηση αρπάζει τον Λουδοβίκο και τον χώνει μέσα στο ένα κοφίνι.
Την ίδια στιγμή με μια εξίσου επιδέξια κίνηση βγάζει από το άλλο κοφίνι έναν άλλο κόκορα , λίγο άτονο , λίγο αργό και αρκετά βαρύτονο και τον αμολάει ανάμεσα στις κουτορνίθες.
Αυτός είναι ο Λάκης τους λέει.
Το όνομα του βγαίνει από το αγγλικό lucky (τυχερός).
Από την ίδια μέρα οι κουτορνιθες περιτριγύριζαν τον Λακη καμαρώνοντας τον για το λιτό του στιλ και την μπάσα του λαλιά.
Συνέχιζαν να κάνουν αυγά που τα μάζευε ο γνωστός αντιπαθής τύπος μαζί με το γάλα της Λολας και του Σανμον.
Ο Λασπιόλας χαιρόταν με τη λάσπη του , ο Γκαρής χαιρόταν με το γκάρισμα του που έμοιαζε αρκετά τώρα με τη λαλιά του Λακη και ο Δεμασώ συνέχιζε να περιφέρεται ανέμελος στη Φάρμα.
Όσο για τον ήλιο συνέχιζε να ανατέλλει, αναζητώντας ίσως τον Λουδοβίκο,που χάθηκε από τότε μέσα σε εκείνο το πληκτικό κοφίνι.
Όλοι στη Φαρμα παντως πίστευαν ότι κάποια στιγμή θα ξαναφανεί
Από το fb του Φώτη Αυγουστάτου