Οι τελευταίες μέρες του Αριστοτέλη Ωνάση

Ο πανίσχυρος μεγιστάνας έφυγε καταρρακωμένος σωματικά και ψυχολογικά. Τι λέει ο προσωπικός φίλος και βιογράφος του για το τελευταίο διάστημα της ζωής του Ωνάση και τις επιθυμίες του

Tη ημερολόγιο έδειχνε 15 Μαρτίου 1975 όταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης άφησε την τελευταία του πνοή στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Νεϊγύ, κοντά στο Παρίσι. Καταπονημένος από οξεία μυασθένεια, από την οποία ταλαιπωρήθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έφυγε σε ηλικία 69 ετών. Ο πανίσχυρος μεγιστάνας πέθανε καταρρακωμένος σωματικά και ψυχολογικά. Δεν κατάφερε ποτέ να διαχειριστεί τον θάνατο του γιού του Αλέξανδρου (14/1/1973). Μετά το αεροπορικό δυστύχημα του 25χρονου ο Ωνάσης διαλύθηκε ψυχολογικά και έχασε κάθε όρεξη για ζωή. Το πρώτο διάστημα εργαζόταν ακατάπαυστα σε μια προσπάθεια να απασχολεί το μυαλό του. Στη συνέχεια επιζητούσε τη μοναξιά και κάπνιζε μανιωδώς. Όποτε βρισκόταν με συγγενείς και φίλους έκλαιγε με λυγμούς για τον χαμένο γιό του. Η επίδραση της μυασθένειας έγινε γρήγορα φανερή. Χρειαζόταν τσιρότα για να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του.

Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λυμπερόπουλος υπήρξε προσωπικός φίλος και βιογράφος του Ωνάση. Σε κείμενο του τον Αύγουστο του 2017 (δύο χρόνια πριν πεθάνει και ο ίδιος) αναφέρθηκε στις τελευταίες μέρες του Έλληνα μεγιστάνα. Χαρακτηριστικά έγραψε:

Στις 15 Μαρτίου 1975 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών, ο Αριστοτέλης Ωνάσης ο διασημότερος Έλληνας του 20ου αιώνα. Πέθανε από μυασθένεια στο Αμερικανικό νοσοκομείο του Παρισιού, έχοντας στο προσκέφαλο την κόρη του Χριστίνα. Γιατρός που τον νοσήλευε αποκάλυψε ότι άφησε την τελευταία του πνοή κάτισχνος και αδύναμος, αλλά με πλήρη διαύγεια σκέψης και με την συναίσθηση ότι άφηνε αυτόν τον μάταιο κόσμο, με την ελπίδα να συναντήσει στον άλλο, τον αιώνιο, τον γιό του Αλέξανδρο, που είχε σκοτωθεί πριν δυό χρόνια πιλοτάροντας το αεροπλάνο του.

Ο μεγάλος Σμυρνιός, τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ζητούσε από την Χριστίνα:

 1)  Να ενδιαφερθεί για το Ίδρυμα που έφερε το όνομα του αδελφού της. 2) Να του υποσχεθεί ότι θα αγοράσει για το ελληνικό κράτος αριθμό πολεμικών αεροπλάνων. 3) Σε στιγμές παραληρήματος  ψιθύριζε, να τον θάψουν μαζί με τον Αλέξανδρο στο παλιό τους οικογενειακό  τάφο στη Σμύρνη..

Η μοναδική κληρονόμος του δεν εκπλήρωσε την επιθυμία του πατέρα της για την δωρεά στο ελληνικό κράτος αριθμού αεροπλάνων, γιατί οι σύμβουλοί της της εξήγησαν ότι η πρόθεση αυτή του πατέρα της δεν ήταν τόσο επιθυμία, όσο παραλήρημα. Ακόμη της είχαν  υπενθυμίσει, τί είχε τραβήξει στο αεροδρόμιο του Άκτιου, όταν την είχαν προπηλακίσει και κρατήσει επί ώρες ( τάχα ότι χρωστούσε στο δημόσιο ) και αφέθηκε ελεύθερη κατόπιν προσωπικής εντολής του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης έζησε δύο χρόνια και σχεδόν δύο μήνες μετά το θάνατο του γιου του Αλέξανδρου. Τον πρώτο καιρό συνέχιζε να δουλεύει ακατάπαυστα, για ν’ απασχολεί το μυαλό του και να ξεχνιέται για το κακό που τον είχε χτυπήσει.  Κάπνιζε συνέχεια τσιγάρα και πούρα. Μόλις έμενε μόνος, αναλυότανε σε λυγμούς. Έκλαιγε και μπροστά σε συγγενείς και φίλους, που είχανε κοινές αναμνήσεις με τον Αλέξανδρο:

“Αχ, Λιμπερόπουλε, καλά μου είχες πει κείνο το βράδυ να τον παντρέψω… Με γυναίκα και παιδιά δε θα ξημεροβραδιαζότανε στα αεροπλάνα…”.

 Ο Ωνάσης, όπως μου έλεγε  ο επιστάτης του Σκορπιού, ο παλιός λοοτρόμος της “Χριστίνας” Αχιλλέας Καψαμπέλης, πήγαινε συχνά στον τάφο του γιου του, και καθισμένος ή περπατώντας δίπλα του, πάνω-κάτω, κάπνιζε με σκυμμένο το κεφάλι…

Μια μέρα, στη Γλυφάδα, εκεί που μας συνδέανε κοινές αναμνήσεις με τα κυνηγητά  μου  της Κάλλας, περπατώντας σιωπηλά στην παραλία, ξαφνικά  μου είχε είπε: “Τι να τα κάνω τα πλούτη… Ό,τι κι αν απόχτησα, βουλιάζει στην άμμο…”.

Ο μέγας εφοπλιστής, ο υπερήφανος μπίζνεσμαν, ο γλεντζές, ο εραστής και σύζυγος, ο άρπαγας του πλούτου, δεν υπήρχε πια… Ένα ασπρομάλλικο, ρυτιδιασμένο, σκυφτό ανθρωπάκι είχε αντικαταστήσει ξαφνικά το φιγουρατζή άντρα που έσερνε άλλοτε πίσω του έναν Τσόρτσιλ, μια Γκάρμπο, μια Κάλλας, μια Κένεντι…  Ο καπετάνιος ήταν άρρωστος, το ένιωθε μέσα του, το έβλεπε στον καθρέφτη… Σαν γέρικος, αποκαμωμένος από τη ζωή ελέφαντας, έψαχνε να βρει το κοιμητήρι του…  Η μυασθένεια άρχιζε να προσβάλλει το νευρικό σύστημά του… Μια αρρώστια σπάνια, που δεν έδινε καμιά ελπίδα σωτηρίας… Το έβλεπα στη κουρασμένη, αποκαμωμένη ματιά του, καθώς με κοίταζε:

 “Θυμάσαι που σου έλεγα για τον Σοΰτερ του Ελδοράδο, που του σκότωσαν το γιό, του έσφαξαν τα κοπάδια και  του άρπαξαν τη γη του; Εγώ είμαι αυτός”…

Από το 1974, ο Ωνάσης άρχισε να παίρνει συνέχεια κορτιζόνη, τα ματοτσίνορα του μάδησαν, τα βλέφαρα του βάρυναν, μέχρι σημείου να τα συγκρατεί με λευκοπλάστη. Η μυασθένεια όχι μόνο τον οδηγούοε στο θάνατο, αλλά και τον ταλαιπωρούσε, “λυώνω σαν κερί”,  έλεγε στην αδερφή του Άρτεμη…  Έπιανε με την αδύναμη παλάμη  τα κρεμασμένα του μάγουλα κι έβγαζε φωνή βραχνή, σπαραχτική,: “Γιατί Άρτα μου να συμβεί το κακό στο γιό μου;” Δεν τον ένιαζε η κατάντια του, αλλά ο χαμός του Αλέξανδρου… Εκείνη, που είχε χάσει τη πνευματικά καθυστερημένη κόρη της,  σταυροκοπιότανε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της… Τότε εκείνος, έλεγε:   ” Ήμαρτον Θεέ μου, θυμόμαστε τα δικά μας παιδιά και ξεχνάμε αυτά που  χάθηκαν στη Μικρασιατική καταστροφή”…

 Τον Μεγάλο Σμυρνιό τον είδα για τελευταία φορά στο κήπο του σπιτιού του στη Γλυφάδα, όταν ο γαμπρός του Κονιαλίδης τον συνόδευε για το αεροδρόμιο, να πετάξει   στο Παρίσι, ύστατο ταξίδι του στη ζωή… Πριν μπει στη λιμουζίνα, σκυφτός, αποκαμωμένος,χωρίς γυαλιά με βαριά   πρισμένα βλέφαρα και κάτασπρα μαλλιά, εντελώς αγνώριστος πιά, κοντοστάθηκε να πάρει μια ανάσα…

“Καπετάνιε…”, ψιθύρισα.

 Η φωνή μου σβηστή, φοβισμένη, με λύπη κι απορία μαζί. Την άκουσε, και σήκωσε με κόπο το βαρύ κεφάλι, με γνώρισε.

“Λιμπερόπουλε, ο άνθρωπος είναι θεριό, δύσκολα παραδίνει ψυχή…”, μουρμούρισε.

 Αυτή ήταν η τελευταία κουβέντα που άκουσα από το στόμα του πιό ανήμερου θεριού που συνάντησα στη δημοσιογραφική μου καριέρα. Καθώς ο σοφέρ τού  άνοιγε την πόρτα, τα δάκρυα κυλούσανε στα μάγουλά μου, δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι αυτός ο υπεράνθρωπος πήγαινε να μπει σε μιά απομονωμένη σουίτα νοσοκομείου, όχι για να γιατρευτεί αλλά για να πεθάνει μακριά από τα πλούτη  του, τους παπαράτσι και η ιατρική επιστήμη να τον βοηθήσει σε όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο φευγιό…

Ο Ωνάσης είχε δεχτεί να βρίσκονται κοντά του στο νοσοκομείο μόνο η κόρη του και οι αδελφές του, στη Τζάκυ είχε πει πριν ένα χρόνο: Σε χρειάζονται τα παιδιά σου, να πας να μείνεις  κοντά τους, όταν πρέπει θα σε καλέσω… Ο  Σμυρνιός  Ζορμπάς, προτίμησε να φύγει μόνος,  χορεύοντας με το Χάρο, είχε πει ο Ζαμπέτας…

Το απόγευμα  της 15 Μαρτίου 1975, η Ελένη Βλάχου στέλνει το φίλο συνάδελφο Κώστα Χούντα, με βρίσκει στον Ιππόδρομο Φαλήρου και μου λέει το κακό μαντάτο. Το ίδιο βράδυ αναγγέλω  στο τηλεοπτικό ειδησεογραφικό δελτίο της Ε.Ρ.Τ. το θάνατο του Αριστοτέλη Ωνάση.   Έτσι εγώ, ο ρεπόρτερ που από το 1959 είχα γίνει η σκιά του  από τη Γλυφάδα ως τον Σκορπιό, από το Μόντε Κάρλο ως τη Νάπολη κι από το Παρίσι και το Λονδίνο ως τη Νέα Υόρκη, σχολιάζω το θλιβερό γεγονός, με με φωνή που τρέμει από συγκίνηση. Λέω λίγα λόγια για τον Κροίσο που πέθανε και για την τραγική κληρονόμο του, που έχανε μετά  αδελφό και  μητέρα  και τον πατέρα της.

Μόλις τελειώνω  πολύ συγκινημένος, ένας Άγγλος συνάδελφος του Β.Β.C. που εκπαίδευε τους εκφωνητές – παρουσιαστές της Ε.Ρ.Τ.,  με ρώτησε  τι περιουσία άφηνε κατά τη γνώμη μου,  ο Ωνάσης. Κούνησα το κεφάλι και του είπα, ότι αφήνει ένα θρύλο αντάξιο της μεγάλης προσωπικότητάς του, που εκτίμησε ακόμη κι΄ένας Τσόρτσιλ! Ο Εγγλέζος όμως ήθελε να μάθει αυτό που με ρώτησε και του είπα ότι ούτε η κόρη του δεν γνωρίζει τη κληρονομιά που θα πάρει και πολύ αργότερα θα την μάθουν συγκεντρωτικά,  οικονομικοί διαχειριστές και οι δικηγόροι… Ο Ωνάσης, από ό,τι έβλεπα και άκουγα τόσα χρόνια που τον κυνηγούσα, στην αρχή ως ρεπόρτερ και μετά που τον συναντούσα ως φίλος, ήτανε μεγαλομέτοχος όχι μόνο σε ναυπηγικές και αεροπορικές επιχειρήσεις, αλλά και σε βιομηχανικές, οικοδομικές, μεταφορών ξηράς, κτηματικές και ό,τι μπορεί να σκεφτεί ο νους του ανθρώπου. Οι επενδύσεις του απλωνόντουσαν από την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Αφρική, ως τη Βόρεια και Νότια Αμερική και ως την Άπω Ανατολή, σε 70 τουλάχιστον διαφορετικούς τομείς. Ο σούπερ μπίζνεσμαν του 20ού αιώνα δεν είχε μόνο βαπόρια και τάνκερς πέντε περίπου εκατομμυρίων τόνων και την Ολυμπιακή με τον αεροπορικό στόλο, αλλά και μεταφορικά μέσα ξηράς, όπως π.χ.  ταξί του Λιχτενστάιν ή  καμιόνια που μεταφέρανε εφόδια σε  χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Ο Ωνάσης δεν είχε μόνο ανακαλύψει, πρώτος απ’ όλους τους πλοιοκτήτες, τις σημαίες ευκαιρίας του Παναμά ή τις Λιβερίας, αλλά και επιχειρήσεις που είχανε μέλλον στην ξηρά αλλά κλονιζόντουσαν από οικονομική αδυναμία.

Ο Αριστοτέλης Σωκράτους Ωνάσης ενταφιάστηκε στο Σκορπιό, δίπλα στο γιο του Αλέξανδρο, στις 18 Μαρτίου 1975. Τον συνόδεψαν ως το αναπαυτήρι του η κόρη του Χριστίνα, η γυναίκα του Τζάκι, με τα δύο παιδιά της, οι αδελφές του, οι συγγενείς και πολλοί φίλοι και συνεργάτες του. Ακόμη αρκετές προσωπικότητες. Ανάμεσα τους ο γερουσιαστής Έντουαρντ Κένεντι. ‘Οπως και στο γάμο του με την Τζάκι, ψιλόβρεχε. Πάνω στο πανάκριβο δρύινο με ασημένιες χειρολαβές φέρετρο, μια χρυσή πλάκα έγραφε με λατινικούς χαρακτήρες: “Αριστοτέλης Ωνάσης 1900-1975”.  Για μένα τουλάχιστον αυτή η ημερομηνία της γέννησης του (1900) €ίναι ακατανόητη, γιατί συμμαθητές του από τη Σμύρνη επιβεβαιώνουν ότι είχε γεννηθεί το 1906. Η εξήγηση είναι ότι σαν νεαρός μετανάστης στην Αργεντινή, είχε προσθέσει έξη χρόνια στην ηλικία του για να βρίσκει πιο εύκολα δουλειά. Πάντως, την ημερομηνία που γεννήθηκε  (20 Ιανουαρίου 1906) επιβεβαίωσε και ο θείος του, αδερφός του πατέρα του, Όμηρος Ωνάσογλου, που διατηρούσε εδώδιμα και αποικιακά  στο Νέο Φάληρο. Ο Όμηρος δεν ήθελε ν’ ακούσει για τον ανιψιό του, που τον αντιμετώπιζε όπως ο φιλύποπτος μπάρμπα-Γιώργος τον πανούργο Καραγκιόζη… Σήμερα, στο τάφο του Ωνάση αναγράφεται η πραγματική χρονιά γέννησής  του: 1906».

Πηγή: janus.gr