Διάβασα στο διαδίκτυο ότι ξεκίνησε η κατασκευή του μνημείου που θα στηθεί στα Φωκάτα, στη μνήμη των Αγωνιστών στο Λάλα το 1821. Μετά από διακόσια χρόνια βρέθηκε η λύση: ένα αντίγραφο της στήλης στο Πούσι της Ηλείας, που ανεγέρθηκε πριν από σχεδόν έναν αιώνα!!!
Πρόκειται για μια ψηλή, λιτή στήλη χωρίς ιδιαίτερες αισθητικές αξιώσεις και πρωτοτυπία, ένα μνημείο με ιστορική αξία αλλά όχι καλλιτεχνική. Ανεγέρθηκε στο πλαίσιο του εορτασμού της Εκατονταετηρίδος της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, που εορτάστηκε πανελλήνια το 1930, και αντανακλά την ιδεολογία της εποχής αλλά και τις περιορισμένες δυνατότητες των Κοινοτήτων και των Συλλόγων που ήθελαν να τιμήσουν κάθε τέκνο τους, το οποίο είχε ευεργετήσει τη μεγάλη ή τη μικρή πατρίδα. Στο πλαίσιο της μνημειομανίας, που είχε πυροδοτηθεί από την Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος, κατακλύστηκε η ελληνική γη από «μνημεία», τα οποία δεν ήταν αντάξια των τιμωμένων γεγονότων και προσώπων. Αν και οι εμπνευστές του συνθήματος, κάθε χωριό να αποκτήσει το μνημείο του, διακήρυσσαν ότι τα ηρώα αυτά θα συμβάλουν στην ανάπτυξη της καλλιτεχνίας, δεν προσέφεραν τίποτε απολύτως στην ανάπτυξη της νεοελληνικής τέχνης. Μάταια διαμαρτυρήθηκαν οι διανοούμενοι της εποχής, όπως ο Φώτος Πολίτης, προβλέποντας την πλημμυρίδα της κακογουστιάς…
Αναμφισβήτητα η απόφαση ν α εκπληρωθεί ένα χρέος είναι σεβαστή και συγχαίρουμε τους εμπνευστές γι’ αυτό. Διαφωνούμε, όμως, ριζικά με τον τρόπο που επιλέχτηκε να εκφραστεί η οφειλόμενη τιμή, χωρίς τη σφραγίδα της εποχής μας, χωρίς τη δική μας πνευματική συνεισφορά και ό,τι αυτό συνεπάγεται… Τίποτε δεν έχουμε διδαχθεί από το παρελθόν; Γιατί πρέπει να επαναλάβουμε σήμερα τα λάθη του Μεσοπολέμου; Γιατί πρέπει να στηθεί ένα αντίγραφο; Δεν υπάρχει γλύπτης στη σημερινή Ελλάδα να εμπνευστεί και να φιλοτεχνήσει ένα πρωτότυπο γλυπτό που θα ανταποκρίνεται στα αιτήματα της εποχής μας, θα είναι «παιδί της εποχής του», και θα χαρίσει στην Κεφαλονιά ένα έργο τέχνης, το οποίο θα μπορεί να σταθεί ισάξια δίπλα στα τόσα σημαντικά δημόσια μνημεία που η φιλοκαλία των προγόνων μας μάς κληροδότησε; Μια απόφαση για την αντιγραφή ενός αισθητικά αδιάφορου έργου, το οποίο το ίδιο επαναλαμβάνει έναν πολυχρησιμοποιημένο τύπο, δείχνει έλλειψη φαντασίας, προχειρότητα, μια αδικαιολόγητη σπουδή ύστερα από απραξία δύο αιώνων, με μόνη εξαίρεση την ατελέσφορη προσπάθεια του 1930 στο Αργοστόλι. Αν σκεφτούμε ότι τα δημόσια μνημεία λένε περισσότερα για την εποχή κατά την οποία ανεγείρονται και πολύ λιγότερα για τα γεγονότα και τις προσωπικότητες στις οποίες αυτά αφιερώνονται, τι θα πει το αντίγραφο μιας ήδη αιωνόβιας στήλης στις μέλλουσες γενεές; Μήπως ότι η Κεφαλονιά στέρεψε από ιδέες, ότι οπισθοδρόμησε και δεν συντελέστηκε στον τόπο μας ουδεμία πρόοδος στο διαρρεύσαν μακρό διάστημα (1930-2021);
Το αντίγραφο μπορεί να δικαιολογηθεί σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, για παράδειγμα, όταν είναι απαραίτητο να προστατευτεί ένα πρωτότυπο έργο που είναι αριστούργημα ή ν α διατηρηθεί στη μνήμη των ανθρώπων κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, το οποίο καταστράφηκε. Ωστόσο, ως πρακτική εκεί που μπορούν να εφαρμοστούν άλλες προσφορότερες λύσεις, η αντιγραφή δεν τιμά καμιά κοινωνία. Κάθε εποχή έχει τα δικά της υλικά, τις δικές της εικαστικές μορφές, τις δικές της ανάγκες. Η αντίστοιχη κοινωνία έχει τη δική της ιδεολογία, έχει την υποχρέωση να αφήσει τη σφραγίδα της σε ό,τι κάνει και δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να επαναλάβει ό,τι έκανε μια παλαιότερη κοινωνία. Έχει καθήκον να προχωρήσει…. Το αντίγραφο είναι μίμηση, δείχνει οπισθοδρόμηση, στην καλύτερη περίπτωση συνεπάγεται στασιμότητα, μαθαίνει τον κόσμο και ειδικά τους νέους να αρκούνται στα υποκατάστατα, να μην αναζητούν το αυθεντικό και να καταναλώνουν αμάσητο οτιδήποτε. Το αντίγραφο εμποδίζει την πρόοδο και την εξέλιξη. Αποκαλύπτει την πνευματική οκνηρία της κοινωνίας που επιλέγει αυτή την εύκολη λύση.
Σ΄ αυτή την ατυχή απόφαση δεν αντέδρασε κανείς; Ούτε ο κ. Γιώργος Σπ. Κουρής, ο οποίος ανακίνησε το θέμα και φιλοδοξούσε να στηθεί ένα έργο τέχνης αντάξιο των γεγονότων και των αγωνιστών που θυσιάστηκαν για τη δική μας ελευθερία; Οι σημερινοί Κεφαλονίτες τίποτε δεν διδαχθήκαμε από το δικό τους ήθος, τη δική τους επινοητικότητα και αγωνιστικότητα και τη δική τους θυσία; Ποιο είναι το δικό μας έργο; Μήπως να «κλέβουμε» το παρελθόν μας για να ικανοποιήσουμε ένα αίτημα του παρόντος; Και πώς οικοδομείται το μέλλον; Με ανεπεξέργαστα τα δεκανίκια του παρελθόντος και το έργο των άλλων; Η παράδοση, το παρελθόν γενικά έχει αξία μόνο, όταν γίνεται αφορμή για νέα δημιουργία, όταν εμπνέει το παρόν και συμβάλλει στην προετοιμασία του μέλλοντος. Η στείρα επανάληψη θα αποτελεί στο μέλλον κόλαφο για την κοινωνία μας που έχει εθιστεί στα δάνεια πάσης κατηγορίας… Και επειδή η επικείμενη ανέγερση του αντιγράφου θεωρούμε ότι αποφασίστηκε κάτω από την επίδραση του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, η απόφαση αυτή φαίνεται ακόμη περισσότερο άστοχη, αφού παραγνωρίζει ένα βασικό στόχο της κρατικής επιτροπής εορτασμού «1821-2021», «να προβάλουμε τα επιτεύγματά μας» στα διακόσια χρόνια του ελεύθερου πολιτικού βίου. Η Κεφαλονιά, αντιγράφοντας, επιτελεί επίτευγμα ή διατυμπανίζει ότι της εξέλιπε η έμπνευση;
Από αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση ένα είναι το θετικό εξαγόμενο: Ένας μικρός τοπικός σύλλογος σκέφτηκε να κάνει ό,τι δεν έκαναν άλλοι ισχυροί σε δύο αιώνες. Και είναι κρίμα, ότι λόγω της αδιανόητης επιλογής του αντιγράφου όχι μόνο δεν εξοφλεί το χρέος απέναντι στους αγωνιστές προγόνους, αλλά δίνει και ένα κακό παράδειγμα προχειρότητας για τις επόμενες γενιές. Το βάρος αυτής της αξιέπαινης πρωτοβουλίας υπερέβη τα όρια αντοχής των εμπνευστών της… Τελικά, φαίνεται ότι για τον πολιτισμό , η σημερινή Κεφαλονιά μόνο ένα πράγμα ξέρει να κάνει καλά: να ακυρώνει τον εαυτό της, να πληγώνει και να απογοητεύει…
Δώρα Φ.Μαρκάτου
Ιστορικός τέχνης
τ. Αναπλ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων