Έναν μπλε κάδο είχες για ουρανό. Εκεί σε βρήκαν από κάτω. Βρώμικος ουρανός, τόσα χέρια τον έπιασαν και στον λέρωσαν.
Θα σε κρατούσαν για πάντα σε κάποιο καλά περιφραγμένο χώρο. Για να μη ξεφύγει ούτε σωματίδιο ελπίδας.
Ή θα σε έκρυβαν κάτω από το κάλυμμα του χλιδάτου τους καναπέ, για να μη σε έβρισκε η κραυγή της μάνας σου.
Και κάθε μέρα η ματαιοδοξία τους θα σε τάιζε και κάθε βράδυ η απανθρωπιά θα σου έλεγε καληνύχτα.
Μα δεν ταίριαξες τελικά με τα πολύτιμα τους υφάσματα. Είχες κουσούρια βλέπεις.
Όμως εσύ ήθελες να ζήσεις. Μα ήρθε το τέλος. Και έγινε αυτή η τελευταία ένεση. Όχι τόσο για να φύγουν για πάντα οι πόνοι, μα για λυτρωθεί η ανθρωπότητα από τα κριμάτα της. Μάταια όμως.
Γλυκό μου πλάσμα με τα ουρανοκέντητα μάτια.
Ίσως αν δεν ήσουν λευκό, να μη σε ζήλευε τόσο το σκοτάδι.
Ίσως ο χαμός σου, μπήξει τα δόντια του στο σβέρκο μας και ξυπνήσουμε. Ίσως…
Αντίο #Χασίγια