Όταν καθίσει ο κουρνιαχτός και γίνει ο τελικός απολογισμός της πανδημίας, θα έχει πραγματικά ενδιαφέρον να μελετηθούν μία προς μία οι επιλογές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Το debate στη Σουηδία για το αν είναι σωστή ή όχι η προσέγγιση στο θέμα αντιμετώπισης του κορωνοϊού δεν πρόκειται να λήξει προτού ολοκληρωθεί τουλάχιστον το πρώτο κύμα της πανδημίας.
Αυτό για τον οποίο δεν έχουμε ήδη καμία αμφιβολία είναι οι πολύ κατώτεροι των περιστάσεων χειρισμοί του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση της ανθρωπότητας εδώ και έναν αιώνα. Όσο περνάει ο καιρός τόσο εντείνεται η αίσθηση για την αποτυχία στοιχειωδώς ικανοποιητικής διαχείρισης του ζητήματος από τον οργανισμό και για την αντίστοιχη να εμπνεύσει ένα συνολικό σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας στα Συστήματα Υγείας των χωρών που έχουν πληγεί.
Από το «δεν είναι ένας επικίνδυνος ιός λόγω της χαμηλής μεταδοτικότητας και μειωμένης θνησιμότητας σε σχέση με τους SARS και MERS» του Ιανουαρίου έως την επικρότηση του σουηδικού μοντέλου της 29/04, η σύγχυση και η διγλωσσία των επιφανών στελεχών του ΠΟΥ συνθέτουν μια εικόνα ανευθυνότητας.
Ο Οργανισμός ήταν ο πρώτος που αντέδρασε, επικρίνοντας την εκπεφρασμένη πρόθεση του Ντόναλντ Τραμπ να διακόψει νωρίς, από τις αρχές του χρόνου, την αεροπορική σύνδεση των ΗΠΑ με την Κίνα. Απέτυχε πλήρως να προειδοποιήσει για το μέγεθος της απειλής, σαν να ήταν ανέφικτο να στείλει κλιμάκιά του στη Γουχάν, προκειμένου να αντιληφθεί από πρώτο χέρι τι συμβαίνει. Αργότερα εξήρε την κινεζική κυβέρνηση – αυτήν δηλαδή που αποδεδειγμένα συγκάλυψε στοιχεία και καθυστέρησε την έγκαιρη διάγνωση του προβλήματος – για την επιστημονική έρευνά της και τα δρακόντεια μέτρα περιορισμού εξάπλωσης της νόσου.
Και τώρα επιδοκιμάζει τη Σουηδία για τη στρατηγική της, την οποία ένα πολύ μεγάλο μέρος του επιστημονικού προσωπικού της χώρας έχει χαρακτηρίσει ως πείραμα που ρισκάρει τις ζωές των πολιτών. Μια στάση και μια ανακολουθία δηλώσεων που προκαλεί τουλάχιστον ερωτηματικά.
Οι ειδήσεις για τα ανοιχτά σχολεία, κομμωτήρια, κέντρα εστίασης και οι εικόνες από τις κατάμεστες καφετέριες, τους δρόμους και τα πάρκα έχουν τραβήξει την προσοχή παγκοσμίως, αναδεικνύοντας τη Σουηδία στο «γαλατικό χωριό» για τη μοναδική της προσέγγιση στη διαχείριση της επιδημίας.
Η χώρα δεν έχει εφαρμόσει τα περισσότερα από τα μέτρα του lockdown που έλαβαν όλες οι άλλες και θα ήταν εξαιρετικά βιαστικό, αν όχι άστοχο, να χαρακτηριστεί επιτυχημένο το «πείραμα», με τον αριθμό θανάτων να έχει ξεπεράσει τους 2.600 και των κρουσμάτων τα 21.500. Πρόκειται για την 7η χώρα στον κόσμο σε αριθμό θυμάτων βάσει πληθυσμού (πάνω και από τις ΗΠΑ), αν εξαιρεθούν Ανδόρρα, Σαν Μαρίνο. Κι όμως ο Δρ Μάικ Ράιαν, ειδικός Εκτάκτων Καταστάσεων του ΠΟΥ, τόνισε την Πέμπτη ότι από τη Σουηδία «μπορούν να αντληθούν αρκετά σημαντικά διδάγματα», περιγράφοντας το παράδειγμα της ως ένα «μελλοντικό μοντέλο στην προσπάθεια σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα».
«Υπάρχει, νομίζω, η αντίληψη ότι η Σουηδία δεν έθεσε σε ισχύ περιοριστικά μέτρα και απλώς επέτρεψε στη νόσο να εξαπλωθεί. Τίποτε δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια», δήλωσε ο Ράιαν, επισημαίνοντας ότι η χώρα έθεσε σε εφαρμογή μια πολύ ισχυρή δημόσια πολιτική για την κοινωνική αποστασιοποίηση και την προστασία των ανθρώπων σε οίκους ευγηρίας.
Ο ειδικός του ΠΟΥ ήθελε προφανώς να πει ότι η επόμενη μέρα στις χώρες που εφάρμοσαν αυστηρά lockdown θα μπορούσε να είναι η Σουηδία του τώρα, βασισμένη σε μια σχέση εμπιστοσύνης κράτους – πολιτών. Μίλησε για την «ικανότητα και προθυμία» αυτών «να προσαρμοστούν στην κοινωνική αποστασιοποίηση και να επιβάλουν αυτοέλεγχο». Ξέχασε όμως να αναφέρει τον πιο σημαντικό λόγο για τον οποίο χώρες όπως η Ελλάδα, η Δανία, η Νορβηγία και η Πορτογαλία επέλεξαν τελείως διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης, μεταθέτοντας για «πιο μετά» αυτή τη μερική κανονικότητα που ευαγγελίζεται ο Ράιαν.
Έως το πρωί του Σαββάτου 2.653 είχαν χάσει τη ζωή τους. Εκατοντάδες οικογένειες έχουν βυθιστεί στο πένθος και ίσως να μην μάθουν ποτέ αν η επιδίωξη για τη διάσωση της οικονομίας άξιζε τη θυσία των αγαπημένων προσώπων τους. Ο Ράιαν υπέπεσε και σε μία σοβαρή ανακρίβεια. Ενώ πριν από λίγο καιρό ο πρόεδρος του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους εξέφρασε την ανάγκη για διενέργεια μαζικών τεστ προκειμένου να καταγραφεί το εύρος της επιδημίας, ο υφιστάμενος του δήλωσε ότι η Σουηδία κάνει το καθήκον της στα τεστ, κάτι που δεν σε καμία περίπτωση δεν ισχύει. Τα 120.000 που έχουν γίνει έως τώρα καλύπτουν περίπου μόνο το 1/00 του πληθυσμού και κατατάσσουν πολύ χαμηλά τη Σουηδία στη σχετική παγκόσμια λίστα. Ξέχωρα ότι δεν δείχνουν και το υψηλότερο επίπεδο προετοιμασίας για μια χώρα που είχε επιλέξει εξαρχής να ακολουθήσει μια τακτική οικεία της «ανοσίας της αγέλης».
Σε κάθε περίπτωση ο τελευταίος χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να δώσουμε στο σουηδικό μοντέλο είναι «ανθρωπιστικό». Βασίζεται μεν στην ιδέα αποφυγής οικονομικής κατάρρευσης και κατά συνέπεια μιας πιθανής ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά λαμβάνει de facto ως δεδομένο ότι θα χαθούν πολλές ζωές, κυρίως ηλικιωμένων ανθρώπων, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η κοινωνική συνοχή. Αν όμως στο τέλος της ημέρας τα αποτελέσματα στην οικονομία είναι παραπλήσια με αυτά της Νορβηγίας (των 210 νεκρών) για παράδειγμα, θα μπορεί πολύ εύκολα να περιγραφεί και ως «κυνικό». Και είναι τουλάχιστον ανεύθυνο να αναδεικνύεται, στην οποιαδήποτε μορφή του και πριν την «απομάκρυνση από το ταμείο» ως μοντέλο αυτό το σχέδιο από το Νο. 1 υγειονομικό φορέα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πηγή: menshouse.gr