Συνέντευξη του Κεφαλονίτη ανοσολόγου Αν. Γερμενή: Ανάγκη μια διαφορετική ανοσολογική προσέγγιση

«Η θεαματική μείωση της βιοποικιλότητας του πλανήτη, την οποία συνεπάγονται η αυξανόμενη αστικοποίηση, η μόλυνση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή, συνοδεύεται από θεαματική συρρίκνωση του περιβαλλοντικού και του ανθρώπινου μικροβιώματος, με αποτέλεσμα τη διαταραχή της ανοσολογικής ομοιοστασίας και την αύξηση της ανοσολογικής νοσηρότητας», υποστηρίζει στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο ανοσολόγος Αν. Γερμενής.

Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, ύστερα από τέσσερις δύσκολους μήνες εισερχόμαστε δειλά δειλά στη «Φάση 2» της πανδημίας του νέου κορονοϊού (βλ. «Εφ.Συν.» 23/5). Μια νέα και, ας ελπίσουμε, πιο νηφάλια φάση ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας, που στο επίκεντρό της θα πρέπει να είναι η σταδιακή «ανοσοποίηση» των ανθρώπων, τόσο απέναντι στη νέα μεταδοτική νόσο,όσο και στη, μέχρι σήμερα, πανικόβλητη αντιμετώπισή της.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο επιφανής ανοσολόγος και συγγραφέας Αναστάσιος Γερμενής μάς παρουσιάζει την τεράστια αλλαγή που έχει συντελεστεί, τα τελευταία χρόνια, στην επιστήμη της Ανοσολογίας.

Θέλοντας να διαφωτίσουμε την περίπλοκη και κάθε άλλο παρά διαφανή σχέση του νέου κορονοϊού με την τρέχουσα πανδημία, ζητήσαμε από τον Ελληνα ανοσολόγο να μας παρουσιάσει συνοπτικά τις πιο σημαντικές, κατά τη γνώμη του, κατακτήσεις της σύγχρονης Ανοσολογίας. Μια πρόταση-πρόκληση των «Μηχανών του Νου» την οποία αποδέχτηκε πρόθυμα και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε πολύ.

Για τη σύγχρονη Ανοσολογία, το ανοσιακό σύστημα όλων των θηλαστικών (άρα και των ανθρώπων) εξελίχθηκε και διαρκώς εξελίσσεται ως βιολογική μηχανή αναγνώρισης και εντοπισμού του «ιδίου» από το «ξένο», που μόνο όταν είναι απαραίτητο λειτουργεί ως πολεμική μηχανή για την εξάλειψη των πιο «δύστροπων», απροσάρμοστων και άρα επικίνδυνων εισβολέων (μικροβίων και ιών).

Στην πραγματικότητα, διαθέτουμε δύο διαφορετικές αλλά συμπληρωματικές μορφές ανοσίας: μία πρωτογενή, στοιχειώδη «έμφυτη ανοσία», που τίθεται σε λειτουργία αμέσως μόλις εισβάλλει στον οργανισμό μας κάθε «ξένος» και δυνητικά επικίνδυνος μολυσματικός παράγοντας. Υπάρχει, ωστόσο, και μία δεύτερη, πιο περίπλοκη και πολύ πιο εξειδικευμένη «προσαρμοστική ανοσία», η οποία ενεργοποιείται έπειτα από την πρώτη.

Μόνο σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση εξειδικευμένης ανοσίας παράγονται από τα ανοσοκύτταρά μας τα διάφορα πρωτεϊνικά μόρια, τα αντισώματα, τα οποία, όταν συνδέονται επιλεκτικά στους μολυσματικούς παράγοντες (τα αντιγόνα), πυροδοτούν τις κατάλληλες ανοσιακές αντιδράσεις για την εξάλειψη των εισβολέων ή, εναλλακτικά, για την ένταξή τους στο κυτταρικό περιβάλλον του οργανισμού.

Σε αρκετές σοβαρές περιπτώσεις της νόσου COVID-19, η βασική αιτία θανάτου δεν είναι τόσο η ίδια η μόλυνση από τον νέο κορονοϊό όσο η υπερβολική αντίδραση του ανθρώπινου ανοσοποιητικού συστήματος σε αυτόν: μια θυελλώδης και εκτός ελέγχου ανοσιακή απόκριση στον κορονοϊό που, ενίοτε, γεννά μια αυτοκαταστροφική «καταιγίδα φλεγμονών». Ομως, για να κατανοήσουμε καλύτερα τις εντυπωσιακές δυνατότητες -αλλά και τα βιολογικά όρια- του ανοσιακού μας συστήματος ζητήσαμε τη βοήθεια του ομότιμου καθηγητή Ανοσολογίας Αναστάσιου Γερμενή.

● Ανάμεσα στα πολλά καινοφανή θέματα που ανέδειξε η πρόσφατη λοίμωξη από κορονοϊό ήταν και το ενδεχόμενο του θανάτου των ασθενών ως αποτέλεσμα, όχι κάποιας άμεσης δράσης του ιού, αλλά της υπερβολικής αμυντικής απάντησης του οργανισμού. Μπορούμε, κατά συνέπεια, να υποθέσουμε ότι η έννοια της ανοσίας δεν είναι ταυτόσημη με την προστασία του οργανισμού από τα διάφορα παθογόνα;

Η αντίληψη που ήθελε τον ανθρώπινο οργανισμό σαν ένα κάστρο και τα κύτταρα του ανοσιακού μας συστήματος σαν τον στρατό που το προστατεύει από κάθε είδους εξωγενείς εισβολείς, ήταν αποτέλεσμα της ανθρωποκεντρικής λογικής που κυριαρχούσε την εποχή που διαμορφωνόταν η έννοια της ανοσίας. Από τη στιγμή που η βιολογία αποδέχθηκε ότι η φύση δεν αντιμετωπίζει τον άνθρωπο με διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι τις άλλες μορφές της ζωής, η καταστροφή των παθογόνων υποχώρησε στο επίπεδο μιας μόνο από τις δυνατότητες του ανοσιακού συστήματος. Κάποιες φορές, η ανοσιακή απόκριση για την καταστροφή των παθογόνων είναι υπέρμετρη και προκαλεί παράπλευρες βλάβες στον ξενιστή.

Το ίδιο, ίσως και πιο σημαντική λειτουργία του ανοσιακού συστήματος είναι η απομάκρυνση των κυτταρικών υπολειμμάτων που παράγονται καθώς ένας τεράστιος αριθμός κυττάρων του οργανισμού καταστρέφεται και ανανεώνεται διαρκώς. Η κατανόηση αυτού του φαινομένου συνέβαλε ουσιαστικά στην αναγνώριση της ανοσίας ως ομοιοστατικής λειτουργίας, ως του μηχανισμού δηλαδή που επιτηρεί και διασφαλίζει την ισορροπία του εσωτερικού περιβάλλοντος του οργανισμού.

Η τεράστια, εν τούτοις, αλλαγή στην αντίληψη της έννοιας της ανοσίας επήλθε από τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι η άρτια διαμόρφωση και η επιτυχής λειτουργία του ανοσιακού συστήματος προϋποθέτουν μια συνθήκη ισορροπίας που υπερβαίνει τα στενά νοούμενα όρια του οργανισμού και αναφέρεται στο σύνολο των οργανισμών που συμβιώνουν μέσα στα ανατομικά του πλαίσια.

Οπως είναι γνωστό, μέσα στο έντερό μας υπάρχει ένα τεράστιο πλήθος μικροβίων, η παρουσία των οποίων διαμορφώνει το ανοσιακό μας σύστημα, αλλά ταυτόχρονα συνδιαμορφώνεται από αυτό. Η βασική επομένως αποστολή του ανοσιακού συστήματος είναι η ομοιοστασία του οργανισμού, όχι ως αυτόνομης, ανεξάρτητης από το περιβάλλον, αλλά ως οικολογικής μονάδας! Αυτό το γεγονός φέρει την έννοια της ανοσίας πολύ πιο κοντά προς την αντίληψη της ισορροπίας. Μιας ισορροπίας ανταγωνιστικών και συνεργατικών αλληλεπιδράσεων, της οποίας μεσολαβητής είναι η ανοσία.

Εξετάζοντας την ανοσία από αυτή την ευρύτερη οπτική γωνία, αναφύονται νέες αντιλήψεις σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις ξενιστή-παθογόνων. Η καταστροφή των παθογόνων υποβαθμίζεται στο επίπεδο μιας τροποποιημένης απάντησης που προλαμβάνει τις, υπό άλλη έννοια, ανεξέλεγκτες παρενέργειες μιας καταστροφικής ανοσιακής αντίδρασης.

Οταν ο οργανισμός μολύνεται, η λοιμογονικότητα ελαχιστοποιείται είτε μέσω εξαφάνισης των παθογόνων (αντίσταση) είτε μέσω ελαχιστοποίησης της προκαλούμενης από την ανάπτυξή τους βλάβης (ανοχή). Η εγκατάσταση της «ανοχής» (σε αντίθεση με την αντίσταση ή την αποφυγή) προηγείται της εξαφάνισης του παθογόνου, με στόχο την προσαρμογή και με τελικό αποτέλεσμα τον περιορισμό της βλάβης που μεσολαβείται από την ανοσιακή απόκριση και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον έλεγχο των αρνητικών συνεπειών της λοίμωξης.

Αλλοτε πάλι, οι ξενιστές κατορθώνουν να επιτύχουν μια υγιή ισορροπία με τα παθογόνα, παρά το μεγάλο τους λοιμογονικό φορτίο. Μ’ άλλα λόγια, η εξισορρόπηση μεταξύ αντίστασης και ανοχής αντιπροσωπεύει την καλύτερη κατάσταση ανοσίας. Μέσα σ’ αυτό το οικολογικό πλαίσιο, τα όρια του οργανισμού συνεχίζουν, προφανώς, να «φρουρούνται» αλλά η οριοθέτησή του δεν είναι άκαμπτη ούτε χρονικά ούτε λειτουργικά.

● Από αυτή την ασυνήθιστη εικόνα της ανοσίας που μας παρουσιάσατε, εντυπωσιάζεται κανείς από το πόσο έχει πλέον διευρυνθεί το πλαίσιο και το αντικείμενο έρευνας της Ανοσολογίας και αναρωτιέται προς ποια κατεύθυνση και κυρίως πόσο θα επηρεάσουν αυτές οι αλλαγές τη μελέτη και την αντιμετώπιση των νοσημάτων του ανθρώπου;

Πράγματι, η ανακατεύθυνση της έννοιας της ανοσίας υπαγορεύει μια διαφορετική προσέγγιση τόσο του επιθετικού οπλοστασίου της ανοσιακής απόκρισης όσο και της «σιγής» της ανοσιακής ανοχής, που χρειάζονται για την επιβίωση μέσα σ’ ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον «φίλων» και «εχθρών». Μέχρι στιγμής, η προσέγγιση που έχει ήδη επιφέρει τη μεγαλύτερη αλλαγή στην ανοσολογική σκέψη είναι η εξελικτική θεώρηση της ανάπτυξης και της διαφοροποίησης του ανοσιακού συστήματος.

Πιο συγκεκριμένα, η «προσαρμοστική ανοσία» των ανώτερων οργανισμών, η ανοσία δηλαδή που υποστηρίζεται από τη λειτουργία των λεμφοκυττάρων, είναι ένα σχετικά πρόσφατο εξελικτικό γεγονός που έλαβε χώρα πριν από 450 εκατομμύρια χρόνια. Δεδομένου ότι ο πλησιέστερος πρόγονος των σύγχρονων βακτηρίων χρονολογείται πριν από 2-3 δισεκατομμύρια χρόνια, το ανοσιακό σύστημα του ανθρώπου διαμορφώθηκε εξαρτημένο από τη μακρά συμβίωσή του με τους μικροοργανισμούς.

Ως αποτέλεσμα, ανέπτυξε ρυθμιστικούς μηχανισμούς, οι οποίοι επέτρεπαν τη συνέχιση της ομαλής συμβίωσης που προϋπήρχε της εμφάνισης της προσαρμοστικής ανοσίας. Κατά τη διάρκεια, όμως, της προβιομηχανικής περιόδου, οι συνθήκες διαβίωσης του ανθρώπου άλλαξαν ριζικά και απότομα. Πολλοί μικροοργανισμοί αποκαλούμενοι και «παλιοί φίλοι», όπως περιβαλλοντικά σαπρόφυτα, έλμινθες, συμβιωτικά του εντερικού μικροβιώματος κ.ά., εξαφανίστηκαν από το περιβάλλον του, με συνέπεια να καταργηθεί η εγκατεστημένη ισορροπία του ανοσιακού συστήματος και να προκληθεί διαταραχή της ανοσορρύθμισης.

Σ’ αυτή τη διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ δραστικών και ρυθμιστικών ανοσολογικών μηχανισμών αποδίδεται η προοδευτική αύξηση της επίπτωσης των νοσημάτων χρόνιας φλεγμονώδους αιτιολογίας (από τις αλλεργίες μέχρι την κατάθλιψη και από τα αυτοάνοσα νοσήματα μέχρι τον καρκίνο) που παρατηρείται κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Οι προβλέψεις, μάλιστα, για την εξέλιξη αυτού του φαινομένου δεν είναι καθόλου ευχάριστες.

Η θεαματική μείωση της βιοποικιλότητας του πλανήτη, την οποία συνεπάγονται η αυξανόμενη αστικοποίηση, η μόλυνση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή, συνοδεύεται από θεαματική συρρίκνωση του περιβαλλοντικού και του ανθρώπινου μικροβιώματος, με αποτέλεσμα τη διαταραχή της ανοσολογικής ομοιοστασίας και την αύξηση της ανοσολογικής νοσηρότητας.

Σε αντίθεση με την κλασική ιατρική προσέγγιση που στηρίζεται στην προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα «πώς αναπτύσσονται τα χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα;», ένας οριζόντιος κλάδος, η Εξελικτική Ιατρική, αναζητεί απαντήσεις στην ερώτηση «γιατί αναπτύσσονται αυτά τα νοσήματα;» και προτείνει ανάλογες παρεμβάσεις για τη θεραπεία τους. Μια τέτοια παρέμβαση που έχει αρχίσει ήδη να χρησιμοποιείται, είναι η λεγόμενη «μεταμόσχευση κοπράνων» που στοχεύει στη θεραπεία μέσω αποκατάστασης του εντερικού μικροβιώματος.

● Αυτή η διαταραχή της ανοσολογικής ομοιοστασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη και για την εντονότατη φλεγμονώδη αντίδραση που παρατηρείται στη λοίμωξη από τον κορονοϊό SARS-CoV-2 και η οποία ευθύνεται συνήθως για την κακή κατάληξη των ηλικιωμένων ανδρών που νοσούν από αυτήν;

Δεν έχω υπόψη μου ευρήματα που ενοχοποιούν τη διαταραχή της ανοσορρύθμισης ως παθογενετικό μηχανισμό στο SARS-CoV-2. Πέρα απ’ αυτό, η τεκμηρίωση των εξελικτικών υποθέσεων, γενικώς, απαιτεί πληθυσμιακές προσεγγίσεις και κατά τούτο είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οσα ανέφερα παραπάνω υποστηρίζονται από συρρέουσες ενδείξεις διαφορετικής προέλευσης (γενετικές, επιδημιολογικές, ανθρωπολογικές κ.ά.), αλλά δεν παύουν να αποτελούν μια εξελικτική υπόθεση που, όσο ισχυρή κι αν είναι, δεν μπορεί να υποστηρίξει συμπεράσματα που αφορούν μεμονωμένες περιπτώσεις.

Οσον αφορά, πάντως, την εκσεσημασμένη φλεγμονώδη αντίδραση που παρουσιάζουν κυρίως οι ηλικιωμένοι άνδρες με SARS-CoV-2, μπορεί σε μεγάλο βαθμό να ερμηνευτεί στο πλαίσιο δύο καταστάσεων που χαρακτηρίζουν την εξέλιξη του ανοσιακού μας συστήματος: την «ανοσογήρανση» και τη «φλεγμονογήρανση».

Η ανοσογήρανση, δηλαδή η προοδευτική έκπτωση των ανοσολογικών λειτουργιών, αρχίζει αρκετά νωρίς και αφορά όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της ανοσίας, συμπεριλαμβανομένης της δραστικότητας των κυττάρων που παράγουν τις ιντερφερόνες, τις ουσίες δηλαδή που κατ’ εξοχήν ευθύνονται για την άμυνα έναντι των ιών.

Τα αίτια της ανοσογήρανσης είναι τόσο ενδογενή όσο και εξωγενή. Τα πρώτα αφορούν δομικές αλλαγές των μορίων και των κυττάρων του ανοσιακού συστήματος. Για τα εξωγενή αίτια της ανοσογήρανσης ευθύνονται χρόνιες λανθάνουσες λοιμώξεις από ιούς, όπως ο κυτταρομεγαλοϊός, οι οποίες συνήθως δεν εκδηλώνονται κλινικά.

Προκαλούν όμως μια τόσο μεγάλη αύξηση των ειδικών ανοσοκυττάρων που στρέφονται έναντι των συγκεκριμένων ιών, ώστε στον οργανισμό, από ένα σημείο και μετά, να μην περισσεύει χώρος να πολλαπλασιαστούν τα ανοσοκύτταρα που χρειάζονται για την αντιμετώπιση νέων παθογόνων. Γι’ αυτούς τους λόγους, οι ηλικιωμένοι, όχι μόνον είναι ευπαθείς στις λοιμώξεις (π.χ. στη γρίπη), αλλά επιπλέον παρουσιάζουν και ασθενέστερη απόκριση στα εμβόλια, σε σύγκριση με τα νεαρότερα άτομα.

Φλεγμονογήρανση ονομάζεται το φαινόμενο της υπερπαραγωγής φλεγμονωδών μεσολαβητών (κυτταροκινών) στον οργανισμό των ηλικιωμένων ατόμων, ακόμη και αυτών που βρίσκονται σε καλή κατάσταση υγείας. Στο φαινόμενο αυτό που είναι πιο έντονο στους άνδρες, αποδίδεται η αυξημένη νοσηρότητα από χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα που συνοδεύει την προχωρημένη ηλικία (π.χ. αθηρωματοσκλήρυνση, οστεοπόρωση, διαβήτης κ.λπ.).

Η ανάπτυξη της φλεγμονογήρανσης και η εκδήλωση των σχετικών νοσημάτων φαίνεται ότι εξαρτώνται από το γενετικό υπόστρωμα, αφού υπάρχουν περιπτώσεις υπερήλικων ατόμων που δεν παρουσιάζουν ενδείξεις μιας τέτοιας υπέρμετρης φλεγμονής ούτε τη συνοδό νοσηρότητα. Ετσι, λοιπόν, η ανοσογήρανση και η φλεγμονογήρανση αποτελούν, από ανοσολογικής πλευράς, ένα ικανοποιητικό ερμηνευτικό πλαίσιο για την εκδήλωση της υπέρμετρης φλεγμονής που αποτελεί σημαντική αιτία θνητότητας των ηλικιωμένων ανδρών με SARS-CoV-2.

Ποιος είναι

Ο Αναστάσιος Ε. Γερμενής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κεφαλονιά. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή. Εργάστηκε στα Κεντρικά Εργαστήρια της Υπηρεσίας Αιμοδοσίας του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού και στο Εθνικό Κέντρο Ιστοσυμβατότητας του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Αθηνών. Είναι ομότιμος καθηγητής Ανοσολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον κλάδο «Ιατρικές Επιστήμες-Εργαστηριακή Ανοσολογία».

Μέχρι σήμερα, έχει εκδώσει πέντε επιστημονικά-ιατρικά βιβλία, και μία ποιητική συλλογή. Ενδεικτικά αναφέρουμε τρία από αυτά: «Από τον Γουτεμβέργιο στο Internet. Κείμενα-απόψεις για τη θεωρία και την πρακτική της επιστημονικής επικοινωνίας» και «Ιατρική Ανοσολογία», που κυκλοφορούν από τις εκδ. Παπαζήση. Ενώ πέρυσι κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Ανοσία. Αλληγορία και πραγματικότητα».

Η πρωτοτυπία αυτού του τελευταίου βιβλίου είναι ότι, μολονότι αποτελεί μια συστηματική παρουσίαση των βασικών κατακτήσεων της Ανοσολογίας συνολικά, εστιάζει στην ιστορία και την εξέλιξη, στον χρόνο, της έννοιας «ανοσία».

Πηγή: efsyn.gr