ΤΑ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΓΚΛΟΠ ΚΑΙ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ.

Κάποιος κρατάει ένα γκλοπ. Φοράει στολή. Εξ ορισμού το παιχνίδι είναι άνισο. Φοράει κάσκα και δεν ξέρει κανείς το όνομά του. Το παιχνίδι ακόμα πιο άνισο. Μπορεί να προσγειώσει το γκλοπ στη σάρκα  και στη ψυχή κάποιου. Όχι μια ούτε δύο, αλλά όσες φορές το θυμικό του το επιβάλλει. Και το θυμικό σπάνια το ορίζουμε, αλλιώς δε θα είχαμε ποτέ μεγάλους και ανεκπλήρωτες έρωτες. Το παιχνίδι έχει γείρει για τα καλά υπέρ του, από τη στιγμή που η στολή που τον ενδύει, του νομιμοποιεί  το μονοπώλιο στη χρήση βίας. Τα σημάδια στη σάρκα του αλλουνού είναι πλέον ορατά. Όπως και το όνομά του, αφού κάποιος βουλευτής, επειδή ζει με τον πειρασμό της εξουσίας και τα προνόμια που αυτή επιφέρει, δε διστάζει να το ξεστομίσει . Με το όνομα ξεστομίζεται και η ιδεολογία του. Σώμα, ψυχή και όνομα διασυρμένα. Δημιουργία λοιπόν κοινωνικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων. Εντέχνως και δίχως τσίπα. Το θύμα, σύμφωνα με την άποψη του βουλευτή, ανήκει σε κάποια παράταξη που έχει τη λέξη αντεπίθεση. Αρνητικό φορτίο στη λέξη. Περιέχει τον όρο επίθεση. Ένστικτο αρχέτυπο επιβίωσης. Κατ΄επίφαση κοινωνική νοηματοδότηση του όρου κινδύνου.  Πρέπει λοιπόν να προστατευτούμε από τον εχθρό. Για αυτό, τον διαπομπεύουμε με πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Και νομιμοποιούμε έτσι τη βία, τη χειροδικία. Θυμίζοντας άλλες εποχές, που κάποιοι συνταγματάρχες , επειδή έφτιαξαν μεγάλους και όμορφους δρόμους, νομιμοποίησαν την απαγόρευση διαφορετικών πιστεύω.

Ανίκητο και ανέγκιαγο, το πραγματικό πρόβλημα, αυτό της θεσμοθετημένης  και ανεκτής βίας, οι φορείς της οποίας καθοδηγούνται στην καθημερινότητά τους, από το αιώνιο και αναπάντητο εκ δομήσεως ερώτημα: < Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ξέρεις σε ποιον μιλάς>;

Φαύλος κύκλος αιματοχυσίας. Μια ρουτίνα επαναλαμβανόμενη. Ζούμε στο Μακόντο, μαγικά και ρεαλιστικά,  εκεί που ο μεγαλύτερος Κολομβιανός άντρας όλων των εποχών, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, περιέγραψε την οικογένεια των Μπουενδία, την οικογένεια των συνταγματαρχών,  που όλη της η ζωή ήταν μια αέναη επανάληψη. Αγάπες, θρήνοι, φρούδες ελπίδες, αδιέξοδα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα ζωής. Η ψυχή της δε ξύπνησε ποτέ, παρά το γεγονός, πως και τα πράγματα μπορεί να ξυπνήσουν, αρκεί βέβαια να βρεθεί κάποιος που θα τραγουδήσει στη  ψυχή τους. Στην οικογένεια Μπουενδία, δεν τραγούδησε κανείς.  Έτσι, καταδικάστηκε από κάποιο αόρατο χέρι, σε 100 χρόνια μοναξιάς.  Και δεύτερη ευκαιρία τα μέλη της δεν ματάδαν στη γη. Μόνο και μόνο, επειδή περίμεναν πολύ. Και ως γνωστό, όποιος περιμένει πολύ, δεν πρέπει να περιμένει και πολλά…

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΡΕΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΣ-ΔΑΣΚΑΛΟΣ 4ΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ