Αρχές της δεκαετίας του ’80, η Εθνική εφήβων μπάσκετ ταξιδεύει στο Ζάγκρεμπ για ένα φιλικό τουρνουά με διοργανώτρια τη Γιουγκοσλαβία. Η αποστολή φτάνει με πούλμαν, ξημερώματα, στη μητρόπολη της Κροατίας και οι Έλληνες διεθνείς αποβιβάζονται αγουροξυπνημένοι, έχοντας «κλέψει» κάποιες ώρες ύπνου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Κάποιοι, εκτός από τις αποσκευές τους, κρατούν παραμάσχαλα και τα μαξιλάρια τους, μετά την προσπάθεια να «εξομοιώσουν» με κρεβάτι το κάθισμα του λεωφορείου.
Το ξενοδοχείο που έχει κλείσει η ομοσπονδία βρίσκεται πολύ κοντά στο κλειστό που θα διεξαχθούν οι αγώνες. Δεν έχει χαράξει ακόμα, αλλά ένας διαρκής, διαπεραστικός θόρυβος σχίζει τη σιωπή της κοιμισμένης πόλης, ερεθίζοντας τα αυτιά και την περιέργεια των Ελλήνων παικτών. Προσπαθώντας να αντιληφθούν τι συμβαίνει, αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για ήχο μπάλας, που προέρχεται από το κλειστό.
Υποπίπτουν στον πειρασμό να λοξοδρομήσουν μερικά μέτρα και να τσεκάρουν από την είσοδο του γηπέδου μπάσκετ τι διάολο συμβαίνει. Ένας νεαρός προπονείται μόνος του. Επιχειρεί σταυρωτές, reverse, μπασίματα, ντριμπλάρει και σουτάρει με την προσήλωση που θα είχε αν τον έπαιζαν άμυνα δύο και τρεις αντίπαλοι.
Είναι 5:30 το πρωί και στα μάτια των νυσταγμένων διεθνών ο τύπος μοιάζει να έχει βγει από σελίδες κόμικ.
Την ίδια περίπου εποχή, ένας επαγγελματίας που μπούκαρε σαν οδοστρωτήρας στον ερασιτεχνισμό του ελληνικού μπάσκετ, κάνει το ντεμπούτο του με το εθνόσημο. Φέρνει νέα ήθη και έθιμα στον τρόπο ζωής και προπόνησης ενός αθλητή μπάσκετ, δείχνοντας το μονοπάτι της μετατροπής του από χομπίστα σε εκατομμυριούχο.
Ο Νίκος Γκάλης φοράει για πρώτη φορά τα γαλανόλευκα στις 6 Μαΐου του 1980 και το ταξίδι μόλις έχει αρχίσει. Φουμάρει ακριβώς τον ίδιο καπνό με εκείνο το «άρρωστο» παλικαράκι, που, ως 16χρονο, συνάντησαν οι Έλληνες έφηβοι στο κατώφλι του κλειστού.
Αργότερα θα καταλάβαιναν για ποιον λόγο είναι ο μοναδικός που μπορεί να κλέψει από τον Γκάλη τη φήμη του μεγαλύτερου σκόρερ όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Ρώτησαν και έμαθαν – το παλικαράκι λεγόταν Ντράζεν Πέτροβιτς. Και έμειναν με τη βεβαιότητα ότι και το δικό του ταξίδι είχε μόλις αρχίσει.
Ο κόσμος θαύμασε τους δύο εν δράσει, ενώπιος ενωπίω, δύο φορές στο Ευρωμπάσκετ του ’87 (με απολογισμό δύο νίκες του Έλληνα) και ισάριθμες το ’89, με τον Κροάτη να κάνει με τη σειρά του το 2-0 και να παίρνει το χρυσό μετάλλιο. Ο Γκάλης έβαλε 44 πόντους στο πρώτο ματς και από 30 στα επόμενα τρία, ενώ ο Πέτροβιτς 18, 22, 35 και 28.
Νωρίτερα ωστόσο έλαβε χώρα μία συνάντηση, που λόγω των μεγάλων ραντεβού που ακολούθησαν δεν θυμάται πια ο κόσμος. Προφανώς βέβαια και γιατί αντίθετα με τις άλλες αυτή ήταν φιλική. Ήταν Αύγουστος του 1986 όταν η Τσιμπόνα αποδέχτηκε την πρόσκληση του Άρη για φιλικό στο «Αλεξάνδρειο».
Στο Μουντομπάσκετ που είχε ολοκληρωθεί λίγο καιρό πριν, ο «Γκάγκστερ» είχε αναδειχθεί πρώτος σκόρερ και ο «γιος του Διαβόλου» MVP (παρά το κάζο της Γιουγκοσλαβίας στον ημιτελικό με την ΕΣΣΔ). Η Τσιμπόνα ήταν τότε η μεγαλύτερη ομάδα της Ευρώπης, νικήτρια δύο σερί χρονιές του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ενώ ο Άρης μια μεγάλη ανερχόμενη δύναμη.
Φυσικά το «Παλέ» γέμισε για την περίσταση. Ο Νικ ήταν τότε στα 28 του και ο Ντράζεν στα 22. Τιμώμενα πρόσωπα ήταν οι δυο τους και ο μάνατζερ της Τσιμπόνα, ο θρυλικός Μίρκο Νόβοσελ, στους οποίους ο πρόεδρος του Άρη, Χρήστος Μιχαηλίδης απένειμε τιμητικές πλακέτες. Εννοείται ότι η μετωπική Γκάλη-Πέτροβιτς ενδιέφερε τους φιλάθλους περισσότερο από το σκορ, στο οποίο η Τσιμπόνα ήταν διαρκώς μπροστά.
Το ημίχρονο έληξε 53-40 και το ματς με 104-95. Ο Ντράζεν δεν ήταν στην καλύτερη μέρα του, αλλά τα ποιοτικά ξεσπάσματα του καταχειροκροτήθηκαν από το κοινό. Ο ίδιος σταμάτησε στους 31 πόντους, ενώ ο Γκάλης στους 36. Ο πρωτοεμφανιζόμενος με τη φανέλα του Άρη, Σούμποτιτς, έβαλε 19, ενώ ο Άτσα Πέτροβιτς 18.
Ήταν η πρώτη και η τελευταία κόντρα των δύο μεγάλων σούπερ σταρ σε επίπεδο συλλόγων. Όσοι (τυχεροί) την παρακολούθησαν θα έχουν να λένε ότι διαπίστωσαν πρώτοι, ιδίοις όμμασι, τι εστί μια αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες καλαθομηχάνες στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Πηγή: menshouse.gr