Το όνομα του δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστό στο ευρύ κοινό και η είδηση του θανάτου του το Φεβρουάριο του 2020 (σε ηλικία 95 ετών) πέρασε λίγο-πολύ στα ψιλά. Αν ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε ακολουθήσει τις συμβουλές του το 1986, ίσως σήμερα να ήταν γνωστός ως ο εκσυγχρονιστής και σωτήρας της ελληνικής οικονομίας.
Ο λόγος για τον επιφανή οικονομολόγο Δημήτρη Χαλικιά, έναν από τους λίγους ανθρώπους που εμπιστευόταν τυφλά ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, αλλά αποδείχτηκε ότι δεν είχε τελικά το σθένος να αναλάβει το πολιτικό κόστος υιοθέτησης των ιδεών του. Ο Χαλικιάς είχε διοριστεί το 1981 από τον Ανδρέα ως Α’ υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και το Φεβρουάριο του 1984 διαδέχθηκε τον Γεράσιμο Αρσένη στην θέση τού διοικητή. Είχε πίσω του ένα βαρύ βιογραφικό, με θέσεις πολιτικής ευθύνης, ως έμπιστος μεταξύ άλλων του Ξενοφώντα Ζολώτα και του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο πρώτος τον έβαλε το 1957 στη διεύθυνση οικονομικών μελετών της ΤτΕ, ο δεύτερος του πρότεινε το 1964 να αναλάβει γενικός γραμματέας στο υπουργείο συντονισμού. Έκανε δεκτό τον όρο του να μη φεύγει κανένα χαρτί από το υπουργείο δίχως την υπογραφή του και ο Χαλικιάς υπηρέτησε επί υπουργείας Στέφανου Στεφανόπουλου.
Με τη μεταπολίτευση, ο Χαλικιάς συνεργάστηκε με τον τότε προσωρινό διοικητή της ΤτΕ Παναγή Παπαληγούρα στην εκπόνηση του οικονομικού προγράμματος της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ο Παπαληγούρας ανέλαβε υπουργός Συντονισμού στη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου και το οικονομικό πρόγραμμα αυτής «πάτησε» πάνω στη μελέτη του Χαλικιά, ο οποίος πήρε προαγωγή σε οικονομικό σύμβουλο της ΤτΕ με ευρείες αρμοδιότητες.
Ως διοικητής ο Χαλικιάς προσπάθησε να αναδειχθεί σε ανάχωμα της αλόγιστης σπατάλης και της ξέφρενης αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος, που διέκρινε σε οικονομικό επίπεδο την πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ (1981-85). Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του ’85, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον εκτροχιασμό της οικονομίας, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων την ανάγκη να μπει φρένο στις δημοσιονομικές δαπάνες. Είχε μάλιστα ανέβει εκτάκτως στο Καστρί για να ενημερώσει τον Ανδρέα ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας μόλις έφθαναν για εισαγωγές 20 ημερών! Αποτέλεσμα αυτών ήταν να εκπονηθεί το λεγόμενο «πρόγραμμα σταθερότητας» που ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο νέος υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Κώστας Σημίτης.
Το πρόγραμμα περιελάμβανε μείωση μισθών, συντάξεων και μεροκάματων (με απόλυτη απαγόρευση χορήγησης αυξήσεων ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα), κίνητρα προς το ξένο κεφάλαιο για επενδύσεις στην Ελλάδα, ιδιωτικοποιήσεις και κάποια «πισωγυρίσματα» στον εργασιακό κλάδο, όπως αναστολή των συμβάσεων εργασίας και άρση ορισμένων περιορισμών στις απολύσεις.
Τα μέτρα ανάσχεσαν σε ένα βαθμό την κατρακύλα, ο Χαλικιάς όμως δεν είχε πει την τελευταία λέξη του. Στη νέα έκθεση που παρουσίασε το 1986 περιελάμβανε τον καινοφανή τότε όρο «διαρθρωτικές αλλαγές». Με σαφή επήρεια από τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές θεωρίες, πρότεινε αποκρατικοποίηση της οικονομίας, απελευθέρωση της αγοράς με κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων, ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων και εργαζομένων με κατάργηση των σχετικών προστατευτικών διατάξεων, σφιχτή δημοσιονομική πολιτική (λιτότητα) και γενναία μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων.
Με λίγα λόγια ο Χαλικιάς είχε προτείνει στην κυβέρνηση να εφαρμόσει το δικό της (ελληνικό) «μνημόνιο» προκειμένου να μη χρειαστεί το ξενόφερτο, πολύ βαρύτερο, που θα ακολουθούσε χρόνια μετά.
Διορατικός, μέσα σε ένα περιβάλλον οπουρτουνιστών που προσέγγιζαν τον «κουτόφραγκο» ως την κότα με τα χρυσά αυγά, προειδοποίησε για την ανάγκη επιστροφής στην πραγματική ανάπτυξη και υιοθέτησης ενός υγιούς παραγωγικού μοντέλου.
Φυσικά η ανταπόκριση στις προτάσεις Χαλικιά ήταν αυτή που μπορεί οποιοσδήποτε να φανταστεί. Εναντίον του ξεσηκώθηκαν όλες σχεδόν όλες οι πτέρυγες του ΠΑΣΟΚ. Όχι μόνο οι λεγόμενοι «λαϊκιστές» του Μένου Κουτσόγιωργα αλλά και οι «ιδεολόγοι» του Γιώργου Γεννηματά, που εισέπρατταν την οικειοποίηση αυτών των προτάσεων ως πλήρη απομάκρυνση από τις αρχές και την ιδεολογία τού κόμματος. Απέναντι στον Χαλικιά βρέθηκε ακόμη και ο Σημίτης, με την κατηγορία της «εκτροπής από το σοσιαλισμό». Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο Σημίτης έφτασε να θέσει θέμα Χαλικιά στον Ανδρέα. «Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι ανεξάρτητη από την κυβέρνηση. Αλλά αν σας δημιουργώ πρόβλημα δεν έχετε παρά να ζητήσετε την παραίτησή μου», είχε απαντήσει ο Χαλικιάς στον μετέπειτα πρωθυπουργό. Ο Ανδρέας είχε πάει ουσιαστικά το μέρος του με την εξής ατάκα: «Άκου Κώστα, τον Δημήτρη τον ξέρω από πολύ παλιά και καλό είναι εσείς οι νεότεροι να διαβάζετε και να μελετάτε κείμενά του».
Η εκτίμηση του Παπανδρέου στον Χαλικιά και η πίστη στην επιστημονική κατάρτιση του δεν οδήγησε ως γνωστόν στην υιοθέτηση των προτάσεων του. Η ορθολογική οικονομική πολιτική παρέμεινε ξένη έννοια για την Ελλάδα επί σειρά πολλών ακόμα ετών και η μεγάλη ευκαιρία για εκείνες τις «διαρθρωτικές» αλλαγές, με αφετηρία το μακρινό 1986, χάθηκε. Είναι άγνωστο αν και κατά πόσο ο Ανδρέας ταλαντεύτηκε υπό το βάρος των προτάσεων Χαλικιά. Αυτό που γνωρίζουμε όμως είναι ότι όχι μόνο «σνόμπαρε» τελικά την εν λόγω έκθεση, αλλά και ότι ενόψει των εκλογών του ’89 κήρυξη τη λήξη και του «προγράμματος σταθερότητας», αντικαθιστώντας τη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική με το «Τσοβόλα δωσ’τα όλα».
Ακόμα κι έτσι, ο Δημήτρης Χαλικιάς έπαιξε κρίσιμο ρόλο στον εξευρωπαϊσμό και στη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, ενώ ήταν αυτός που αποκάλυψε στο τελικό του στάδιο το σκάνδαλο Κοσκωτά και ιδιαιτέρως τη δωροληψία του Μένιου Κουτσόγιωργα με 2 εκατομμύρια δολάρια. Ήταν κήρυκας του ευρωπαϊκού δρόμου, υπερασπιστής της σταθεροποίησης και αναδείχτηκε σε άριστο θεματοφύλακα του εθνικού νομίσματος σε δύσκολους καιρούς.
Αν ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε εισακούσει και τις φωνές (του) για τους κινδύνους των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης, πιθανότατα οι «κουτόφραγκοι» δεν θα είχαν κάνει ποτέ… απόβαση στην Ελλάδα.