Τα φώτα σπανίως έπεφταν επάνω του ολοκληρωτικά- μόνο εν μέρει, ίσα-ίσα για ν’ αναδείξουν το υποκριτικό του μεγαλείο κι έπειτα στρέφονταν αλλού. Οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι δεν ήταν γι’ αυτόν, όχι: υπήρχαν ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Αλίκη Βουγιουκλάκη και πολλοί ακόμα. Ωστόσο…
Ωστόσο υπήρξε η πιο χαρακτηριστική φιγούρα «βαρύ» άντρα, ντόμπρου. Ήταν ο απόλυτος μάγκας της μεγάλης οθόνης στα χρόνια της πρωτοφανούς άνθισης του ελληνικού κινηματογράφου και ένα πλάνο αρκούσε για να χαραχτεί το πρόσωπό του ανεξάλειπτα στη μνήμη σου.
Ο λόγος για τον σπουδαίο Νίκο Φέρμα, ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του στα καλλιτεχνικά δρώμενα σε προχωρημένη ηλικία (ήταν ήδη 43 ετών όταν τον είδαμε για πρώτη φορά στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» το 1948), όμως «πρόλαβε» να συμμετάσχει σε περισσότερα από 120 φιλμ, με ορισμένα πραγματικά διαμάντια- όπως, για παράδειγμα, η «Λόλα», το «Της κακομοίρας» και το «Ένας ήρωας με παντούφλες»- να κοσμούν το βιογραφικό του.
Η προσωπική ιστορία του Φέρμα μοιάζει καμωμένη από τα υλικά που φτιάχνονται τα καλύτερα παραμύθια: ο πατέρας του πέθανε όταν ο ίδιος ήταν 4 ετών, με τη μητέρα του να εγκαθίσταται στη Μυτιλήνη και να κάνει πάσης φύσεως δουλειές προκειμένου να μπορέσουν μαζί με το γιο της να τα βγάλουν πέρα.
Ο μικρός φαινόταν πως δεν άντεχε τους περιορισμούς και ήταν από… νηπιακή ηλικία ένα ανεξάρτητο πνεύμα. Το αποτέλεσμα της φύσης του χαρακτήρα του ήταν να εγκαταλείψει νωρίς το σχολείο και να στραφεί σε άλλες «λύσεις» προκειμένου να βιοποριστεί. Εργάστηκε σε διάφορα μαγαζιά και γραφεία, μέχρις ότου προσελήφθη στην Τράπεζα Αθηνών ως κλητήρας.
Ούτε κι εκεί, ωστόσο, στέριωσε, καθώς λίγους μήνες αργότερα παράτησε τα πάντα και η μητέρα του ανέλαβε τη διατροφή του, ξενοδουλεύοντας όπου μπορούσε ούτως ώστε να τα «φέρουν βόλτα».
Λίγο καιρό μετά την ενηλικίωσή του, όμως, έφτασε η στιγμή για ν’ ανακαλύψει την κλίση του: ο ηθοποιός Δημήτρης Βερώνης στρατολογούσε ερασιτέχνες ηθοποιούς προκειμένου ν’ ανεβάσει κάποιες παραστάσεις και όταν πέρασε από τη Μυτιλήνη έπεσε πάνω στον «πρωταγωνιστή» της ιστορίας μας.
Μάλιστα, ο Βερώνης ήταν και ο «νονός» του, καθώς το όνομα «Νίκος Φέρμας» αποτελεί, στην πραγματικότητα, παρατσούκλι. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του συγγραφέα Θανάση Σαράφη-Καρτέρη, που ήταν προσωπικός φίλος του ηθοποιού, όταν συναντήθηκε με τον Βερώνη ακολούθησε ο εξής διάλογος:
– Πώς σε λένε; τον ρώτησε
– Νίκο Χατζηανδρέου.
– Νίκο Χατζηανδρέου; έκανε ο Βερώνης. Αυτό το όνομα παιδί μου, είναι ακατάλληλο για το θέατρο. Θα το αλλάξουμε. Κι αφού σκέφτηκε λίγο, αποφάνθηκε.
– Θα λέγεσαι Φέρμας. Νίκος Φέρμας. Σ’ αρέσει;
Ο Χατζηανδρέου, με τη χαρακτηριστική του αδιαφορία, ανασήκωσε απλά τους ώμους και συμφώνησε. Τα υπόλοιπα έμελλε να είναι ιστορία, καθώς ο Φέρμας αργά, αλλά σταθερά, γινόταν ολοένα και πιο γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους, μέχρι που έφτασε να παίζει σε μεγάλες παραγωγές- πάντα σε δεύτερο ρόλο, μα με το ιδιαίτερο υποκριτικό του στυλ να ξεχωρίζει.
Εκείνο που επίσης τον… ξεχώριζε, ήταν και η «αμετανόητη» λατρεία του για το χόρτο- κάτι που αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο βιβλίο «Ένας σκηνοθέτης θυμάται», του Ντίνου Δημόπουλου.
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο σημείο που ο Δημόπουλος αναφέρει το πώς γνωρίστηκε με τον Φέρμα:
«Με πλησιάζει ένας μάγκας βαρύς με το αργό λικνιστικό του περπάτημα εκείνο το πρωινό στο γύρισμα.
Είναι ο Νίκος Φέρμας.
Συρτή φωνή, νωθρή κίνηση, ματιά θαμπή.
-Είσαι για μια τζούρα αφεντικό;
-Τι τζούρα, ρωτάω παραξενεμένος.
-Μια ρουφηξιά για.
-Δεν καπνίζω.
-Δεν είναι καπνός. Χόρτο είναι.
-Τα χόρτα με πειράζουν στο στομάχι.
-Τα λάχανα σε πειράζουν. Κι ετούτο δεν είναι λάχανο. Είναι ανθός. Τράβα μία και θα αρχίσεις να πετάς. Και τα πλάνα θα σου ’ρχονται το ένα μετά το άλλο σαν σύννεφα που τα κυνηγάει ο νοτιάς!». Τζουρίτσα κανείς;
Πηγή: menshouse.gr