Βασίλης Κεκάτος: Γράφει το “Πρώτο Ραντεβού” για την “Καθημερινή”-Ένα μικρό ρομάντζο για δύο ηλικιωμένους

Ανάρτηση του Βασίλη Κεκάτου

https://www.facebook.com/vasiliskekatos/posts/3920025724675805

Πρώτο ραντεβού

Ενα σενάριο ειδικά γραμμένο για την «Κ», με την ευχή το 2021 να μας προσφέρει όσα μας στέρησε ο χρόνος που έφυγε

Πρώτο ραντεβού

01. εσ. κουζίνα ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ, απόγευμα
Η κουζίνα είναι παλιά αθηναϊκή, με μωσαϊκό στο πάτωμα, μαρμάρινο νεροχύτη και ροζ ξύλινα ντουλαπάκια που φτάνουν μέχρι το ταβάνι. Το διαμέρισμα πρέπει να βρίσκεται τουλάχιστον στον πέμπτο όροφο, γιατί από το παράθυρο καταφέρνει να εισχωρήσει ικανοποιητική ποσότητα ηλιαχτίδων, παρά την προχωρημένη ώρα. Η κουζίνα δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και προδίδει ένοικο μεσαίας τάξης. Στον στενό της χώρο φιλοξενεί ένα παλιό τιρκουάζ ψυγείο της δεκαετίας του ’70, μια πρόχειρα φτιαγμένη αποτύπωση του μυστικού δείπνου σε κάδρο και ένα ξύλινο τραπέζι με δύο καρέκλες. Στη μία κάθεται ο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ (75) και στην άλλη αντικριστά, ο ΘΕΜΗΣ (19). Ο Θεμιστοκλής είναι ένας αξιοσημείωτα ψηλός κύριος, με αποθαρρυντικά αραιά μαλλιά σε λευκό χρώμα, βαθιά γκριζωπά μάτια και ελαφρώς στραβό στόμα, προφανώς συνέπεια κάποιου εγκεφαλικού. Φοράει ένα μοντέρνο σετ φόρμας σε μπορντό απόχρωση με γυαλιστερό ύφασμα και λευκές ρίγες στα μανίκια της ζακέτας και στα μπατζάκια. Ο Θεμιστοκλής φαίνεται αταίριαστος με τα ρούχα του και αρκετά αγχωμένος μέσα σε αυτά, καθώς ανεβοκατεβάζει νευρικά το φερμουάρ της ζακέτας του. Ο Θέμης είναι αρκετά κοντός με σχεδόν ξυρισμένο κεφάλι και έναν κρίκο στο δεξί του αυτί. Είναι ο εγγονός του Θεμιστοκλή και προσπαθεί να τον ηρεμήσει, χωρίς να του δίνει ιδιαίτερη σημασία. Σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του διαλόγου, δεν παίρνει τα μάτια του από την οθόνη του κινητού του.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
(παίρνοντας ανάσα με δυσκολία)
Νομίζω πως δεν μπορώ να αναπνεύσω.

ΘΕΜΗΣ
Μπορείς, παππού.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Σου λέω, δεν μπορώ. (παύση) Λες να μη με έχει πιάσει το εμβόλιο;

ΘΕΜΗΣ
Παππού, σε έχει πιάσει το εμβόλιο. Απλώς έχεις στρεσαριστεί. Πάμε μαζί τα safety words. Εισπνοές, εκπνοές και…

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
(παίρνοντας διαφραγματικές αναπνοές)
Εισπνοή. «Αν ήμουν στη Ρωσία, θα έκανα το Sputnik». Εκπνοή. «Αν ήμουν στη Ρωσία, θα έκανα το Sputnik». Εισπνοή. «Αν ήμουν στη Ρωσία, θα έκανα το Sputnik». Εκπνοή…

ΘΕΜΗΣ
Καλύτερα;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ναι, καλύτερα…

ΘΕΜΗΣ
Λοιπόν, τι θα έλεγες; Θα πας να αλλάξεις σιγά σιγά;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Για τελευταία φορά, δεν αλλάζω.

ΘΕΜΗΣ
Και θα πας να συναντήσεις τη γυναίκα, με τη φόρμα, δηλαδή;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Δεν καταλαβαίνω. Τι κακό έχει η φόρμα μου; Με τη φόρμα με πρωτοείδε και της άρεσα, εξαρχής.

ΘΕΜΗΣ
Ναι, αλλά σε πρωτοείδε μια τυχαία μέρα στον δρόμο, ενώ κι εκείνη επέστρεφε από… Από πού, δεν θυμάμαι… Από το φαρμακείο;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Από τη λαϊκή επέστρεφε… Γιατί υπέθεσες πως επέστρεφε από το φαρμακείο;

ΘΕΜΗΣ
Ξέρω ’γω. Επειδή κι εσύ ξημεροβραδιαζόσουν στο φαρμακείο, πριν σκάσει η πανδημία, σκέφτηκα ότι κι αυτή, ξέρεις, λόγω ηλικίας…

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Αρχικά, δεν ξημεροβραδιαζόμουν στο φαρμακείο. Περνούσα απλώς να πω μια καλημέρα και ύστερα έλεγα και δυο κουβέντες. Επίσης, το να υποθέσεις πως επειδή είναι μεγάλη, γυρνάει από το φαρμακείο… Ξέρεις πώς λέγεται αυτό;

ΘΕΜΗΣ
Πώς;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ηλικιακός ρατσισμός. Ετσι λέγεται. Το είδα σε μια εκπομπή, απογευματινή.

ΘΕΜΗΣ
Ωραία, συγγνώμη. Επρεπε να υποθέσω πως επιστρέφει από το γυμναστήριο.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Οχι, δεν έπρεπε να… Τέλος πάντων, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να βγάλω τη φόρμα…

ΘΕΜΗΣ
Γιατί θα βγείτε το πρώτο σας ραντεβού, άνθρωπέ μου. Υστερα από ενάμιση χρόνο που χαιρετιέστε από τις βεράντες σας και ανταλλάσσετε ραβασάκια.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Μη λες ραβασάκια λες κι είμαστε σχολιαρόπαιδα. Γράμματα ανταλλάσσουμε.

ΘΕΜΗΣ
Ναι, ωραία. Γράμματα. Μετά από τόσο καιρό από τη μία και μοναδική φορά που έχετε συναντηθεί από κοντά, θα βγείτε επιτέλους ένα κανονικό ραντεβού. Οι δυο σας. Χωρίς μάσκες…

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Αυτό κι αν με αγχώνει… Παναγία μου.

ΘΕΜΗΣ
Ποιο; Το χωρίς μάσκες; Γιατί;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Τι γιατί; Τη μία και μοναδική φορά που με έχει δει από κοντά, φορούσα μάσκα. Ηταν μόλις είχε αρχίσει το σούσουρο για τον ιό. Δεν είχε γίνει ακόμα το λοκντάουν, αλλά είχανε πει ότι καλό θα ήταν να φοράμε μάσκα. Ε, κι εγώ φόραγα μάσκα.

ΘΕΜΗΣ
Ε, και;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ε, τι και ρε χαϊβάνι; Δεν έχει δει ότι το στόμα μου είναι στραβό. Αμα δει ότι είμαι σαν να μου ’χει ρίξει μπουνιά το εγκεφαλικό, δεν νομίζω να ενθουσιαστεί κιόλας.

ΘΕΜΗΣ
Γιατί ρε παππού; Οταν κάθεστε δηλαδή κάθε απόγευμα και κοιτιέστε από τις τζαμαρίες, δεν έχει δει νομίζεις ότι είναι στραβό το στόμα σου;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Παιδί μου είσαι βλαμμένο; Από το απέναντι διαμέρισμα, μπορεί να με δει καθαρά νομίζεις; Στην ηλικία της…;

ΘΕΜΗΣ
Α, αυτό δεν είναι ηλικιακός ρατσισμός, δηλαδή;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Οχι. Οταν υποθέτει πράγματα γέρος για γέρο, δεν είναι.

ΘΕΜΗΣ
Α, και τι είναι τότε;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Διορατικότητα.

ΘΕΜΗΣ
Μάλιστα. Ε, εντάξει, αν αισθάνεσαι άσχημα για το στόμα, φόρα μάσκα. Αν δεν έχεις πρόβλημα να είσαι εκτός μόδας δηλαδή… (παύση) Τη φόρμα όμως, γιατί δεν τη βγάζεις να βάλεις κάτι πιο ωραίο;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Πασά μου, έχω να φορέσω κάτι άλλο πέρα από φόρμα, 18 μήνες. Εχω ξεχάσει και πώς μπαίνει το κουστούμι. (παύση) Νομίζω πάλι μου κόβεται η ανάσα… Είσαι σίγουρος πως δεν υπάρχει πιθανότητα να μη με έχει πιάσει το εμβόλιο; (παύση)

ΘΕΜΗΣ
Ναι, παππού. Είμαι σίγουρος. Προσπάθησε να σκεφτείς κάτι άλλο…

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ωραία. (παύση) Ξέρεις, σκεφτόμουν πως θα ήταν τα πράγματα αν την είχα γνωρίσει νωρίτερα…

ΘΕΜΗΣ
Πότε; Πριν από την πανδημία;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Πριν παντρευτώ. Πριν από πενήντα χρόνια. Ναι, το σκέφτομαι και… Δεν ξέρω…

ΘΕΜΗΣ
Τι;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Να… Νιώθω πως τότε δεν είχα αρκετά μεγάλη καρδιά για να χωρέσει ο έρωτάς μου γι’ αυτήν και τώρα είναι πολύ αδύναμη για να τον αντέξει.

02. Εσ. Τραπεζαρία ΝΤΕΠΥΣ, απόγευμα
Η τραπεζαρία είναι φωτεινή, με διακόσμηση σε στυλ ’70s. Ανοιχτόχρωμο παρκέ, ένας ξύλινος μεγάλος μπουφές, μια σιέλ ταπετσαρία με ένα μικρό ανάγλυφο μοτίβο που φαίνεται να έχει ξεθωριάσει, δύο αναπαυτικοί καναπέδες σε μπεζ αποχρώσεις και μια πελώρια τζαμαρία που βλέπει στην απέναντι πολυκατοικία. Στον καναπέ κάθεται η ΝΤΕΠΥ (70) και στο πάτωμα η ΔΕΣΠΟΙΝΑ (17). Η Ντέπυ είναι μια όμορφη κυρία μιας κάποιας ηλικίας, με ζωηρά μαύρα μάτια και ξανθιά κουπ σε ύφος Μαίρης Λίντα. Φοράει ένα στενό φλοράλ σατέν φόρεμα, με ψηλό λαιμό και κοντά μανίκια, δύο μαργαριταρένια σκουλαρίκια και έχει παραδομένα τα χέρια της στη Δέσποινα, η οποία, καθήμενη στο πάτωμα, της τα βάφει σε ένα έντονο κόκκινο χρώμα. Η Δέσποινα είναι η εγγονή της Ντέπυς. Είναι μικρόσωμη, μελαχρινή, με δυο οξυζενέ ξανθιές ανταύγειες στις μπροστινές της τούφες και φοράει αθλητικά vintage ρούχα. Γιαγιά και εγγονή συζητούν ενώ παράλληλα η τελευταία είναι απορροφημένη στο μανικιούρ.

To γλυκό σούρουπο που έπεσαν οι μάσκες

proto-rantevoy0
Εργο του ζωγράφου Γιώργου Χαδούλη φιλοτεχνημένο ειδικά για την «Κ». 

ΝΤΕΠΥ
Νομίζω πως ήρθε η ώρα για το τσιγάρο μου.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Νομίζω πως ήρθε η ώρα να καθίσεις ήσυχη. Εχεις κάνει ήδη ένα από το πρωί.

ΝΤΕΠΥ
Δεν έχω κάνει κανένα…

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
(την κόβει)
Το μύρισα με το που μπήκα, γιαγιά.

ΝΤΕΠΥ
Λαγωνικό! Μη λησμονήσεις να καταταγείς στην ΕΛ.ΑΣ., καλό μου, όταν τελειώσεις το σχολείο.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Δεν θα παραλείψω. Κι εσύ όμως μην ξεχνάς τη συμφωνία μας. Είπαμε, για κάθε πακέτο που παίρνω, θα καπνίζεις ένα τσιγάρο.

ΝΤΕΠΥ
Μα, αγάπη μου, σήμερα είναι occasion exceptionnelle… Εχω λιγάκι στρες παραπάνω. Νομίζω δικαιούμαι ένα τσιγάρο ακόμα.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
(δυσανασχετώντας)
ΟΚ.
Η Δέσποινα βγάζει από το πακέτο της ένα τσιγάρο και το δίνει στη γιαγιά της. Η γιαγιά της, ετοιμοπόλεμη, το ανάβει από έναν μικροσκοπικό αναπτήρα που είχε δίπλα της. Παίρνει μια βαθιά τζούρα και ξεφυσάει αναστενάζοντας.

ΝΤΕΠΥ
Ξέρεις… Δεν πρόκειται να το ξεχάσω αυτό που έκανες για μένα…

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Το μανικιούρ;

ΝΤΕΠΥ
Οχι. Που μου έκανες τον ταχυδρόμο τόσο καιρό.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Σιγά. Δεν μου ήταν τίποτα να πηγαίνω μέχρι απέναντι. Ευκαιρία να βγω κι εγώ λίγο απ’ το σπίτι ήταν. Ασε που και ο Θέμης είναι ωραίο γκομενάκι.

ΝΤΕΠΥ
(ονειροπολώντας)
Σαν τον παππού του.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
(ειρωνικά)
Ιδιοι όμως…

ΝΤΕΠΥ
(συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο)

Στο τελευταίο του γράμμα, μου εξήγησε γιατί αργούσε τόσο πολύ να μου απαντήσει. Με το που λάμβανε το γράμμα μου, το άφηνε έξω στο μπαλκόνι για ένα εικοσιτετράωρο, να σκοτωθούν τα μικρόβια. (Γελάει) Φοβερός; Τον ρώτησα γιατί δεν έβαζε απλώς λίγο αντισηπτικό σπρέι και μου απάντησε πως δεν ήθελε να ρισκάρει να βραχεί το χαρτί και να αλλοιωθούν τα γράμματα. (Κοιτάζοντας τη Δέσποινα) Μη χασμουριέσαι όμως!

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Δεν χασμουριέμαι, ρε γιαγιά. Απλώς μου τα έχεις ξαναπεί. Πες μου τίποτα καινούργιο που να είπατε, να μη χασμουριέμαι.

ΝΤΕΠΥ
Του είπα πως ανυπομονώ να μου κάνει έρωτα.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Ιιιιου, ρε γιαγιά. Γιατί πρέπει να το ξέρω αυτό;

ΝΤΕΠΥ
Τουλάχιστον τώρα δεν χασμουριέσαι.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Ε, καλύτερα να χασμουριέμαι από το να θέλω να πέσω απ’ το μπαλκόνι.

ΝΤΕΠΥ
Γιατί να θέλεις να πέσεις από το μπαλκόνι, δηλαδή; Επειδή είμαι μεγάλη; Ξέρεις πώς λέγεται αυτό;

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Αρκούντως αιτιολογημένη ορμή προς θάνατο;

ΝΤΕΠΥ
Ηλικιακός ρατσισμός. Ετσι λέγεται. Μου το είπε το αγόρι μου. Το είδε σε μια εκπομπή, απογευματινή.
Η Δέσποινα ξεσπάει σε γέλια. Η Ντέπυ παραμένει σοβαρή.

ΝΤΕΠΥ
Μη γελάς. Μου το είχε πει, ξέρεις. Με είχε προειδοποιήσει πως θα το αντιμετωπίσουμε αυτό το φαινόμενο με το που τελειώσει όλη αυτή η τρέλα με την πανδημία και μπορούμε να κυκλοφορήσουμε έξω μαζί.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Τώρα σοβαρά, ρε γιαγιά, να σε ρωτήσω κάτι;

ΝΤΕΠΥ
Ρώτα με.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Αισθάνεσαι παράξενα για όλο αυτό που είναι να γίνει απόψε;

ΝΤΕΠΥ
Που θα βρεθώ με έναν άνδρα; Ξέρεις, δεν είναι η πρώτη μου φορά.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Οχι, ρε γιαγιά. Που θα βρεθείς με έναν άνδρα άλλον από τον παππού…

ΝΤΕΠΥ
Σαν τι δηλαδή να αισθάνομαι;

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Ξέρω ’γω… Τύψεις… ή κάτι τέτοιο.

ΝΤΕΠΥ
Τύψεις; Γιατί να αισθάνομαι τύψεις; Ο παππούς σου θα έπρεπε να αισθάνεται τύψεις, που πήγε και πέθανε και με άφησε μόνη μου. (Παύση) Από την άλλη, χαλάλι του… Τουλάχιστον έτσι μπόρεσα και γνώρισα και κανέναν άνθρωπο…

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
(με ένα ειρωνικό μειδίαμα)
Ναι… Τον κύριο Θεμιστοκλή, τον ζεν πρεμιέ της Κυψέλης.

ΝΤΕΠΥ
Να σου πω κάτι; Δεν έχεις ακούσει αυτά που μου λέει, γι’ αυτό κοροϊδεύεις.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
(γελώντας)
Ναι, αλλά τον έχω δει.

ΝΤΕΠΥ
Οι γυναίκες, μικρή μου, δεν ερωτεύονται με τα μάτια. Ερωτεύονται με τα αυτιά. (Παύση) Σου το λέω τώρα που είσαι τόση δα, γιατί αν το ήξερα αυτό στην ηλικία σου, δε θα έχανα τη μισή μου ζωή με τον άξεστο τον παππού σου. Φαντάζεσαι να τον είχα μες στις καραντίνες όλο το ’20; Θα είχε πάει από μένα, αν δεν πήγαινε από τα δικά του. (Παύση) Ξέρεις, το σκέφτομαι καμιά φορά… Κάποτε εύχομαι να είχα γνωρίσει τον κύριο Θεμιστοκλή πριν από 50 χρόνια, πριν από τον παππού σου. Οταν ήμουν 20 χρονών. Μετά όμως το ξανασκέφτομαι και νομίζω πως χρειαζόμουν τουλάχιστον 70 χρόνια για να προετοιμαστώ για έναν άνδρα σαν αυτόν…

ΔΕΣΠΟΙΝΑ
(συγκινημένη)
Ανυπομονείς για το βράδυ, ε;

ΝΤΕΠΥ
Ε, να μην ανυπομονώ; Ενάμισης χρόνος έχει περάσει από τη μία φορά που τον έχω δει από κοντά. Και σε αυτή, φορούσε μάσκα. Μόνο τα μάτια του έχω δει. (Παύση) Και έχουμε μια ζωή να ζήσουμε μαζί. Μια ζωή ολόκληρη που ξεκινάει με το που τελειώσεις με το παλιομανό που μου βάζεις. Δε στεγνώνει με τίποτα αυτό το πράγμα;

03. Εξ. δρόμος, σούρουπο
Ο Θεμιστοκλής περιμένει έξω από την είσοδο μιας πολυκατοικίας, φορώντας τη γυαλιστερή μπορντό του φόρμα και κρατώντας ένα μπουκέτο από ροζ τριαντάφυλλα. Φοράει χειρουργική μάσκα, αλλά η αγωνία που τον τυραννάει καθρεφτίζεται στα μάτια του. Υστερα από μερικές στιγμές αναμονής, εμφανίζεται στην είσοδο η Ντέπυ. Ακτινοβολούσα μέσα στο φθινοπωρινό της φόρεμα. Βγαίνει από την εξώπορτα και κοιτάζει με χαμόγελο τον συνοδό της που την περιμένει.

ΝΤΕΠΥ
Με συγχωρείτε. Αργησα;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Δεν ξέρω, δεν το κατάλαβα. (Παύση) Είστε πολύ όμορφη, κυρία Ντέπυ…

ΝΤΕΠΥ
Σας ευχαριστώ. (Παύση) Τη μάσκα θα τη βγάλετε; Δεν νομίζω ότι υπάρχει πλέον κίνδυνος…

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ξέρετε, δεν τη φοράω από φόβο. Ή μάλλον από φόβο τη φοράω. Οχι όμως γι’ αυτό που φαντάζεστε.

ΝΤΕΠΥ
Λυπάμαι. Δεν σας καταλαβαίνω.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ξέρετε, δεν το είχατε δει την πρώτη… ή μάλλον τη μοναδική φορά που ανταμώσαμε… Αλλά το στόμα μου είναι κάπως στραβό, θέλω να πω… Τα χείλη μου… Ξέρετε, πριν από μερικά χρόνια μού συνέβη…

ΝΤΕΠΥ
(τον διακόπτει)
Θα ήθελα πολύ να δω τα χείλη σας. Μπορείτε να βγάλετε τη μάσκα;

Ο Θεμιστοκλής τότε, ύστερα από μια παύση γεμάτη ντροπή, αφαιρεί τη μάσκα και τη βάζει στην τσέπη του. Κοιτάζει με τρόμο την Ντέπυ. Εκείνη όμως τον κοιτάει με ζεστασιά.

ΝΤΕΠΥ
Είναι σαν… Είναι σαν να χαμογελάτε. Διαρκώς. (Παύση) Μου αρέσει. Νομίζω έλειπε λίγη αισιοδοξία από τη ζωή μου, μετά τους τελευταίους μήνες. (Παύση) Τα λουλούδια; Είναι για μένα;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
(χαμογελώντας)
Ναι, για εσάς είναι…

ΝΤΕΠΥ
Είναι πανέμορφα. (Παύση) Θέλετε να ανεβείτε πάνω; Για ένα ποτό;

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Δεν το καταλάβατε… από το χαμόγελό μου;
Η Ντέπυ γελάει. Το ίδιο και ο Θεμιστοκλής. Μόλις σταματούν να γελάνε, η Ντέπυ τον πιάνει από το χέρι και εκείνος την ακολουθεί στην είσοδο της πολυκατοικίας, ενώ η κάμερα παραμένει στον δρόμο και τους κοιτάζει να χάνονται στη στριφογυριστή σκάλα.

*Ο Βασίλης Κεκάτος είναι σεναριογράφος – σκηνοθέτης. Τελευταίες του ταινίες: «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς» (2019 – Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Καννών) και «Οταν κοιμάσαι ο κόσμος αδειάζει» (2020).

Πηγή: kathimerini.gr