Δεκέμβρης 1988, Εφετείο Πειραιά. Η δικαστική αίθουσα είναι γεμάτη από μαυροφορεμένους Κρητικούς, μαυροπουκαμισάδες, όπως αποκαλούνται στη Μεγαλόνησο. Σπάνια είναι αυτό καλό «μαντάτο». Δεν θα είναι ούτε αυτή τη φορά.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η γραφική φιγούρα ενός ηλικιωμένου γενειοφόρου. Θυμίζει παπά, αλλά ο τελευταίος λόγος για τον οποίο βρίσκεται εκεί είναι να κυρήξει το… λόγο του Θεού. Ένας άλλος νόμος, αυτός του Μωυσή, τρώει τα σωθικά του πέντε χρόνια τώρα: οφθαλμόν αντί οφθαλμού.
Ξυράφι δεν έχει βάλει στο πρόσωπο του από εκείνη την αναθεματισμένη 7η Αυγούστου του 1983. Το πένθος του – η γενειάδα του μεγαλώνει μέρα με την ημέρα για να του θυμίζει ότι το χρέος του παραμένει ανεκπλήρωτο.
Μοναδικό νόημα της ζωής του η εκδίκηση. Ο φονιάς του γιου του δεν έχει δικαίωμα να ζει, η ισόβια καταδίκη δεν έχει γαληνέψει την ψυχή του. Είναι εκεί για να αποδώσει τη δική του δικαιοσύνη. Με τη μορφή βεντέτας, αυτή που επιβάλλει ο ηθικός του κώδικας.
Τα μέτρα ασφαλείας στο Εφετείο είναι εγκληματικά αμελή. Ο χαροκαμένος Γιάννης Παπαδόσηφος βρίσκει την ευκαιρία να φτάσει πίσω από την καρέκλα του κατηγορούμενου. Βγάζει το όπλο και τον πυροβολεί έξι φορές στην πλάτη. Ο Γιάννης Βενιεράκης σωριάζεται νεκρός μέσα σε μια «λίμνη» αίματος.
Ακολούθως, ο Παπαδόσηφος σκύβει, αφήνει το όπλο του στο έδαφος και γυρνάει στους αστυνομικούς: «Εγώ έκανα αυτό που έπρεπε. Δίκασα τον φονιά του παιδιού μου. Λευτερώθηκα. Κάντε και εσείς αυτό που πρέπει τώρα», τους λέει με απόκοσμη ηρεμία και αυτοκυριαρχία.
Εκείνο τον Αύγουστο του ’83, ο Παπαδόσηφος έχασε το γιο του, Μανώλη, από το χέρι του Βενιεράκη. Οι δύο άνδρες ήταν στα μαχαίρια για τα μάτια μιας γυναίκας και κατά την τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία τους, ο Βενιεράκης προειδοποιεί τον 27χρονο Μανώλη ότι «όταν θα σε ξαναδώ θα σε σπάσω στο ξύλο».
Ο τελευταίος ανέβηκε επί τόπου στο μηχανάκι του και έσπευσε να τον βρει στην καφετέρια, όπου σύχναζε. Όταν ο Βενιαράκης τον είδε να κατευθύνεται απειλητικά προς το μέρος του, άρχισε να οπισθοχωρεί και μπήκε μέσα στο μαγαζί.
Ανέβηκε σε μια σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι, ελπίζοντας (;) να μην τον ακολουθήσει ο διώκτης του. Ο Παπαδόσηφος όμως τον είδε και ανέβηκε μαζί του στο πατάρι. Όταν οι δυο άνδρες έμειναν μόνοι, ο Βενιαράκης τράβηξε το όπλο του και τον πυροβόλησε στο στήθος τέσσερις φορές.
Ο δολοφόνος καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια. Τέσσερα χρόνια αργότερα ασκεί έφεση και η δίκη ορίζεται να γίνει στο Εφετείο του Πειραιά, καθώς οι Αρχές θεώρησαν πως στη Κρήτη υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να προκληθούν επεισόδια μεταξύ μελών των δυο οικογενειών .
Αυτό ωστόσο δεν εμποδίζει τον πατέρα του θύματος να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο του – πιθανότατα μάλιστα η απόφαση αυτή το απλοποίησε.
Μέσα στο δικαστήριο, τη στιγμή της εκδίκησης, υπήρχαν μόνο δυο αστυνομικοί. Μετά το αρχικό σοκ, συλλαμβάνουν τον Παπαδόσηφο, ο οποίος δεν προβάλει την παραμικρή αντίδραση. Ο τότε αστυνομικός διοικητής Πειραιά, ταξίαρχος Φώτης Τσιούνης ισχυρίστηκε με γραπτή δήλωσή του ότι η αστυνομία δεν είχε ενημερωθεί καν πως γινόταν η δίκη του ισοβίτη Βενιαράκη στο δικαστικό μέγαρο του Πειραιά και πως αν είχαν ειδοποιηθεί, οι δυνάμεις θα ήταν περισσότερες και το φονικό θα είχε αποφευχθεί.
Η υπόθεση σοκάρει και διχάζει τη κοινή γνώμη, δεν είναι λίγοι εκείνοι που παίρνουν το μέρος του πατέρα – τιμωρού. Άπαντες φυσικά αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να μπήκε ένας άνδρας οπλισμένος σε δικαστική αίθουσα. Ευθύνες δεν αποδόθηκαν ποτέ και σε κανέναν.
Το όπλο ήταν ένα γερμανικό λούγκερ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο δράστης το είχε πάρει μαζί με τον πατέρα του από έναν στρατιώτη της Βέρμαχτ, κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης.
Την ημέρα της δολοφονίας, ο Παπαδόσηφος το είχε αφήσει οπλισμένο και απασφαλισμένο στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου ενός φίλου του, έξω από τα Δικαστήρια.
Την πρώτη φορά που μπήκε στο Εφετείο, πέρασε από τον έλεγχο των αστυνομικών, καθώς δεν το κουβαλούσε μαζί του. Ο επίδοξος δράστης μπήκε και βγήκε από το Εφετείο άλλες δύο φορές. Την τελευταία, πρόσεξε ότι οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. δεν του έκαναν έλεγχο. Έτσι, βγήκε άλλη μια φορά έξω, πήγε στο αμάξι, πήρε το όπλο και επέστρεψε στην αίθουσα.
Ο Παπαδόσηφος καταδικάστηκε για φόνο εκ προμελέτης και σε ηλικία 63 ετών του επιβλήθηκαν 14 χρόνια κάθειρξης. Εξέτισε όμως μόνο πέντε και το 1994 αποφυλακίστηκε. Επέστρεψε στο Ρέθυμνο, όπου και έζησε ειρηνικά μέχρι το τέλος της ζωής του, εγκαταλείποντας τα εγκόσμια τον Μάιο του 2012.
Ακόμα και πολλά χρόνια μετά το φόνο του Βενιεράκη, ο τραχύς Κρητικός θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό αυτό που έκανε. Σε όσες συνεντεύξεις έδωσε μετά την αποφυλάκιση του, δεν υπήρχε ίχνος μετάνοιας στα λόγια του.
Απεναντίας έζησε το υπόλοιπο της ζωής του με απόλυτα ήσυχη τη συνείδηση του και με τη βεβαιότητα ότι έπραξε το σωστό. «Και τώρα να ξαναζωντάνευε, πάλι θα τον σκότωνα. Η πληγή μου είναι ακόμα ανοιχτή», δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή, 20 χρόνια μετά το τραγικό συμβάν
πηγή: menshouse.gr