Απίστευτο: To παιχνίδι της μοίρας για δυο στρατιώτες που θα ζήλευε κι ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος

Μια ομάδα επτά Βρετανών κομάντος οδηγείται για εκτέλεση από τους Γερμανούς σ’ ένα δάσος της Γαλλίας. Η μοίρα τους φαίνεται προδιαγεγραμμένη, όταν όλα αλλάζουν ξαφνικά. Μια ιστορία που θα μπορούσε να γίνει και ταινία!

Ξημέρωνε 9 Αυγούστου του 1944 και οι επτά αιχμάλωτοι πολέμου, που είχαν συλληφθεί να κινούνται πίσω από τις εχθρικές γραμμές στη κατεχόμενη Γαλλία από τους Γερμανούς, ακολουθούσαν τη μοίρα τους… Έπειτα από εβδομάδες φυλάκισης και σκληρής ανάκρισης από τη Γκεστάπο, το τέλος τους ήταν κοντά. Οι άνδρες των SS, οπλισμένοι με αυτόματα όπλα, οδηγούσαν τους επτά άνδρες, που ήταν Βρετανοί υπήκοοι και εκπαιδευμένοι στις ειδικές δυνάμεις (SAS), δέσμιους, από ένα στρατιωτικό καμιόνι σε σκοτεινό και πυκνό δάσος.

«Θα μας σκοτώσετε;» ρώτησε με αγωνία ένας από τους κρατούμενους, ο Τζιν Ντιπόντελ.

«Ασφαλώς και θα σας σκοτώσουμε. Τι νομίζετε ότι πάμε είναι πικνίκ;» απάντησε ψυχρά και κυνικά ένας από τους συνοδούς Γερμανούς στρατιώτες.

Ο Ντιπόντελ, ήταν μελαχρινός με γυμνασμένο σώμα και υπηρετούσε στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις τα τρία τελευταία χρόνια. Τις τελευταίες μέρες είχε αποδυναμωθεί από τα βασανιστήρια και τη στέρηση φαγητού. Ένιωθε τόσο φοβισμένος που τα γόνατά του έτρεμαν. Σωριάστηκε στο χώμα, αλλά οι στρατιώτες που των SS με τις κάνες των όπλων τους τον έσπρωξαν να σηκωθεί. Καθώς ο Ντιπόντελ οδηγούνταν στο θάνατο, το μυαλό του ταξίδεψε στον μικρότερο αδερφό του, τον Αντόν, που είχε να δει πέντε χρόνια, και που γνώριζε ότι πολεμούσε στη Γαλλική Αντίσταση. «Ο Θεός να με βοηθήσει», ψιθύρισε. «Είμαι πολύ νέος. Δεν θέλω να με θάψουν σαν το σκυλί κάτω από αυτά τα αφιλόξενα δέντρα».

Ενώ οι Γερμανοί τραβούσαν τα κλείστρα των τουφεκιών τους και προετοιμάζονταν για την εκτέλεση των Βρετανών κομάντος, ο Ντιπόντελ κοίταξε πλάι τον καλύτερό του φίλο, τον Τόμας «Τζίντζερ» Τζόουνς, έναν κοντόχοντρο άνδρα, ο οποίος ήταν ο τελευταίος στη σειρά των μελλοθανάτων. Ήταν ένα βλέμμα – αποχαιρετισμός.

Ένας λοχαγός των SS διάβασε μια διαταγή στα γερμανικά και ένας λοχίας μετέφρασε στα αγγλικά: «Έπειτα από δίκη ενώπιον στρατοδικείου κριθήκατε ένοχοι για συνεργασία με Γάλλους τρομοκράτες, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια του γερμανικού στρατού, γι’ αυτό καταδικάζεστε σε θάνατο δια τυφεκισμού». Αυτό που έγινε στη συνέχεια ήταν εκπληκτικό και συναγωνίζεται σε φαντασία τα πιο εκπληκτικά σενάρια πολεμικών ταινιών.

Νωρίτερα, μέσα στο σκοτάδι του δάσους, ο Ντιπόντελ είχε καταφέρει να απελευθερώσει το δεξί του χέρι από τις χειροπέδες, κρατούσε όμως επιδεικτικά τα χέρια του μπροστά προσποιούμενος ότι ήταν ακόμα δέσμιος.

Όταν η ομάδα των στρατιωτών των SS ύψωσε τα όπλα «επί σκοπόν», ο Ντιπόντελ βρυχήθηκε σαν άγριο θηρίο και όρμησε προς τα εμπρός, σπρώχνοντας και ρίχνοντας κάτω έναν από τους Γερμανούς αξιωματικούς και έναν πολίτη, που θα παρακολουθούσε την εκτέλεση. Εκμεταλλευόμενος το σκοτάδι, έτρεξε προς το πυκνό δάσος και καθώς ένας από τους Γερμανούς στρατιώτες πυροβόλησε προς το μέρος του, έπεσε στο έδαφος· στην πραγματικότητα, είχε σκοντάψει στη ρίζα ενός δέντρου. Σηκώθηκε και έτρεξε προς την ελευθερία, καθώς οι σφαίρες σφύριζαν γύρω από το κεφάλι και το σώμα του.

basiki.jpg

«Θεέ μου, βοήθησέ με», ψέλλισε και πήδηξε πίσω από έναν ψηλό φράκτη στην άκρη του δάσους. Από εκεί μπορούσε να ακούσει τις φωνές των Γερμανών και τα βαριά βήματά τους πάνω στο νοτισμένο χώμα. Περίμενε αρκετά πεσμένος στο έδαφος μέχρι να απομακρυνθούν οι επίδοξοι δήμιοί του. Στρέφοντας το βλέμμα του πλάι είδε ένα άλογο να τον παρατηρεί με περιέργεια. Ο Ντιπόντελ το καβάλησε και χάθηκε καλπάζοντας στο σκοτάδι.

Λίγες μέρες μετά, ο Ντιπόντελ, ντυμένος με πολιτικά ρούχα προσπαθούσε με δυσκολία να βαδίσει έπειτα από ένα σοβαρό χτύπημα στον δεξιό αστράγαλο που απέκτησε στην φρενήρη προσπάθειά του να διαφύγει. Απελπισμένος ζήτησε βοήθεια από Γάλλους χωρικούς, περίπου 40 μίλια βόρεια του Παρισιού, ελπίζοντας ότι θα τον λυπηθούν και δεν θα τον παραδώσουν στους Γερμανούς. Στάθηκε τυχερός. Στο δρόμο του βρέθηκε ένας Γάλλος κρεοπώλης που ο αδελφός του πολεμούσε στην Αντίσταση.

Όταν πια ένιωσε ασφαλής και αποδεσμευμένος κι από τη δεύτερη χειροπέδη, το μυαλό του γύρισε στους υπόλοιπους συντρόφους του. Είχε ακούσει τους πυροβολισμούς πίσω του ενώ έτρεχε προς την ελευθερία κι ήταν σίγουρος ότι όλοι είχαν ήδη θαφτεί κάτω από τα ψηλά δένδρα.

Σύντομα ο Ντιπόντελ συναντήθηκε με τον αδελφό του κρεοπώλη και τους συντρόφους του. Κι όταν μέρες αργότερα, ο αστράγαλος του άρχισε να θεραπεύεται άρχισε να κάνει σχέδια για την είσοδό του στη Γαλλική Αντίσταση. Τότε ήταν που ο Γάλλος φίλος του, τον ενημέρωσε ότι τρία μίλια μακριά οι χωρικοί βρήκαν έναν άνδρα που δεν μιλούσε διόλου γαλλικά και που ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια.

Στην αρχή, ο Ντιπόντελ φοβήθηκε ότι ήταν παγίδα, αλλά συμφώνησε να συνοδεύσει τον Γάλλο φίλο του για να δουν τον ξένο. Οι δύο άνδρες μπήκαν προσεκτικά σε ένα σπίτι και άκουσαν έναν άνθρωπο να μιλάει  άπταιστα αγγλικά.

Ο Ντιπόντελ για μια στιγμή ταράχτηκε κι άρχισε να δακρύζει. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και προσπάθησε να συγκρατήσει έναν λυγμό· η φωνή που ακουγόταν από την κουζίνα του ήταν γνώριμη: ήταν ο αδερφικός φίλος του, ο Τζίντζερ Τζόουνς. Ο Ντιπόντελ μπήκε στο δωμάτιο τρέχοντας σχεδόν. Οι δύο φίλοι κοίταξαν ο ένας τον άλλον στα μάτια, τα μάτια που είχαν πλημμυρίσει δάκρυα και χύθηκε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.  «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, ψιθύρισε ο Ντιπόντελ. Ήμουν σίγουρος ότι ήσουν νεκρός».

Κι όταν η συγκίνηση έδωσε τη θέση της στην ψυχραιμία, ο Τζόουνς εξήγησε ότι πάνω στην αναταραχή που προκλήθηκε από την διαφυγή του Ντιπόντελ, οι Γερμανοί άνοιξαν πυρ προς τους κρατούμενους κι όταν όλοι έπεσαν νεκροί διαπίστωσε ότι καμιά σφαίρα δεν τον είχε ακουμπήσει. «Έπεσα στο χώμα και προσποιήθηκα τον νεκρό», είπε με χείλη τρεμάμενα. «Φοβόμουν να κουνήσω. Το γνώριζα καλά πως η μόνη μου ευκαιρία να γλυτώσω τη ζωή μου,  ήταν να προσποιηθώ ότι είμαι νεκρός. Άκουσα κάποιον να έρχεται προς το μέρος μου και η καρδιά μου σχεδόν σταμάτησε να χτυπάει… Πυροβόλησαν πέντε φορές κι έμεινα έκπληκτος όταν κατάλαβα ότι δεν με είχαν δει. Με είχαν προσπεράσει αφήνοντάς με ζωντανό», περιέγραφε με μάτια που πετούσαν φλόγες ο Τζόουνς.  Όταν η ομάδα των εκτελεστών αποχώρησε, ο Τζόουνς σηκώθηκε από το έδαφος και κοίταξε για τελευταία φορά τα πέντε πτώματα των συντρόφων του. Στη συνέχεια, τρύπωσε στο δάσος μέχρι που  έφτασε σε ένα χωριό όπου ζήτησε βοήθεια από τους χωρικούς. Ο Τζόουνς έσφιξε το χέρι του φίλου του: «Εάν δεν ήσουν εσύ να αποσπάσεις την προσοχή τους φωνάζοντας και τρέχοντας όλοι μας τώρα θα είμασταν πεθαμένοι», είπε και τον φίλησε στο μάγουλο.

Καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις έσφιγγαν τον κλοιό τους γύρω από το Παρίσι, οι Ντιπόντελ και Τζόουνς αποφάσισαν να μείνουν και να πολεμήσουν με την Αντίσταση. Σύντομα οι δυνάμεις των Αμερικανών απώθησαν τους Γερμανούς και έφτασαν στην περιοχή όπου δρούσαν ο Ντιπόντελ με τον Τζόουνς. «Σίγουρα κάνατε πολύ καλή δουλειά. Η ιστορία σας είναι συγκινητική», είπε ένας Αμερικανός αξιωματικός, όταν άκουσε τη διήγηση των δύο φίλων και έμαθε τον τρόπο που εξόντωσαν ένα γερμανικό τανκ.

Οι μέρες κύλησαν και ο Ντιπόντελ και ο Τζόουνς, 30 χρόνων πια, επέστρεψαν στο Λονδίνο. Ο Ντιπόντελ ξαναβρήκε την οικογένειά του και οι δύο κατέθεσαν σε δίκη εγκληματιών πολέμου στη γερμανική πόλη Βούπερταλ τον Φεβρουάριο του 1947.

Κάποιοι από τους Γερμανούς που ήταν υπεύθυνοι για τον βασανισμό των δύο ανδρών και τη θανάτωση των συντρόφων τους δικάστηκαν, κρίθηκαν ένοχοι από το δικαστήριο και εκτελέστηκαν με απαγχονισμό.

Πολλά χρόνια αργότερα απονεμήθηκε στους δύο Βρετανούς κομάντος παράσημο από τη Γαλλική κυβέρνηση ενώ στήθηκε μνημείο για τους πέντε συντρόφους τους, που είχαν εκτελεστεί το 1944.

Ο Τζίντζερ Τζόουνς πέθανε στο Όλνταμ, στις 6 Δεκεμβρίου 1990, σε ηλικία 76 ετών. Ήταν άρρωστος και νοσηλευόταν στο νοσοκομείο επί τρεις μήνες. Η κόρη του, επιστρέφοντας από το νοσοκομείο, όπου είχε αφήσει ο πατέρας της την τελευταία του ανάσα, ζήτησε τηλεφωνικά από έναν εκπρόσωπο της SAS να επικοινωνήσει με τον Ντιπόντελ και να τον ενημερώσει ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει.

«Λίγες μέρες αργότερα, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα που την έκανε να σωριαστεί στο κάθισμά της: «Ο Τζιν Ντιπόντελ είχε πεθάνει ακριβώς την ίδια μέρα με τον πατέρα σας, με διαφορά λίγων ωρών», ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής!

Ήταν απίστευτο, οι δύο άντρες που η μοίρα τους οδηγούσε να πεθάνουν μαζί τον Αύγουστο του 1944 σ΄ ένα σκοτεινό δάσος έξω από το Παρίσι από τις σφαίρες Γερμανών στρατιωτών, είχαν αφήσει την τελευταία πνοή σχεδόν την ίδια στιγμή, 46 χρόνια μετά!

Πηγή: Daily Mail